Η απόσπαση χρηματικού ποσού πέραν του μισού εκατομμυρίου δεν αποτελεί περίπτωση κατά την οποία θα μπορούσε να κριθεί ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης έξι ετών, ήταν έκδηλα υπερβολική. Αυτό αποφάνθηκε το τριμελές Εφετείο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση του Κακουργιοδικείου. Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε σωρεία κατηγοριών που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, κλοπή και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Παραδέχθηκε ενοχή και του επιβλήθηκε η ποινή.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο καταδικασθείς, από τις αρχές του 2015 μέχρι το 2018, κατάφερε να ξεγελάσει μια γυναίκα, με αποτέλεσμα, μαζί με ακόμα δύο πρόσωπα, να της αποσπάσει το συνολικό ποσό των €571.145.
Ο καταδικασθείς, ο οποίος συστήθηκε στην παραπονούμενη ως εργολάβος οικοδομών, αφού έκαμε κάποιες επιδιορθώσεις στο σπίτι της, της πρότεινε να υποβάλει αίτηση στο Τμήμα Πολεοδομίας για να κηρυχθεί διατηρητέο το σπίτι της και ότι με αυτό τον τρόπο θα έπαιρνε πίσω όλα τα χρήματα που θα δαπανούσε για την επιδιόρθωση. Τα άλλα δύο πρόσωπα εμφανίστηκαν ως εργοδοτούμενοι του Τμήματος Πολεοδομίας, οι οποίοι επισκέπτονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα την οικία της παραπονούμενης και δήθεν επιθεωρούσαν τις εργασίες. Με αυτό τον τρόπο κατάφεραν, σταδιακά, να της αποσπάσουν το πιο πάνω χρηματικό ποσό. Τελικά, η παραπονούμενη πληροφορήθηκε από το Τμήμα Πολεοδομίας ότι ουδέποτε υποβλήθηκε αίτηση για να κηρυχθεί η οικία της διατηρητέα, αλλά ούτε και τα πρόσωπα που της συστήθηκαν ως υπάλληλοι της Πολεοδομίας είχαν σχέση με το Τμήμα αυτό. Ακολούθησε καταγγελία και η υπόθεση πήρε τον δρόμο της Δικαιοσύνης.
Για σκοπούς μετριασμού της ποινής ο καταδικασθείς υποστήριξε πως έδρασε υπό την πίεση τοκογλύφων στους οποίους χρωστούσε χρήματα.
Το Εφετείο, επικυρώνοντας την εξαετή ποινή φυλάκισης υπέδειξε ότι «το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε δεόντως υπ’ όψιν του όλα τα ελαφρυντικά και τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα», αλλά «το μέγεθος της απάτης, η συνολική ενοχή, ο καλός προσχεδιασμός και οι συνέπειες των εγκληματικών πράξεών του καθιστούσαν τις ποινές που του επεβλήθησαν ορθές και δίκαιες», κατέληξε το Εφετείο απορρίπτοντας την έφεση.