Μεγάλες πληγές σε μία σειρά από δείκτες της πραγματικής οικονομίας διαπιστώνει στην περίπτωση της Ελλάδας έκθεση που συνέταξαν οι υπηρεσίες του Συμβουλίου της ΕΕ (EGC) και συζητήθηκε στο Ecofin της προηγούμενης Παρασκευής. Η χώρα μας βρέθηκε στην χειρότερη θέση σε όρους απασχόλησης, ενώ καταγράφεται πολύ μεγάλη αύξηση της φτώχειας, αλλά και υστέρηση στην αγορά ενέργειας.
Το πόρισμα “Ευρωπαϊκό Εξάμηνο – Οριζόντια έκθεση σχετικά με τις συστάσεις ανά χώρα” ουσιαστικά αποτελούσε την σύνοψη των συστάσεων ανά κράτος που συζητήθηκαν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
Ο τελικός “λογαριασμός” θα έρθει στις 9 Ιουλίου. Τότε, στην επόμενη σύνοδο του Ecofin (σ.σ. ακολουθεί το Eurogroup και μετέχουν οι ΥΠΟΙΚ από όλα τα κράτη μέλη), θα εγκριθούν οι εθνικές συστάσεις με “τυπική” την συμμετοχή της ελληνικής πλευράς λόγω του εκλογικού κύκλου. Και τούτο όταν η Ελλάδα είναι επιπλέον σε ειδικό καθεστώς λόγω υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών (σ.σ. το παραπάνω πλέγμα εποπτείας όλων των κρατών μελών της ΕΕ “τρέχει” παράλληλα με την Ενισχυμένη Επιτήρηση).
Στο οριζόντιο σημείωμα προς το ECOFIN αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η οικονομία της Ευρώπης αναμένεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται, αλλά με βραδύτερο ρυθμό και γι’ αυτό ζητείται ανά την ΕΕ “μια ισχυρότερη δυναμική μεταρρυθμίσεων”.
Καταγράφονται οι άξονες παρεμβάσεων (δημοσιονομική προσαρμογή, διεύρυνση φορολογικής βάσης, μείωση ανεργίας με ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας, επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, βελτίωση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, ανάπτυξη επενδυτικών προτεραιοτήτων, άρση των ρυθμιστικών εμποδίων, μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ.)
Σε παράρτημα της έκθεσης δίνεται έμφαση σε επιλεγμένα πεδία. Καταγράφεται η πρόοδος προς την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής “Ευρώπη 2020” αναφορικά με διάφορους δείκτες. Στο ενεργειακό πεδίο και στο ποσοστό που καταλαμβάνει η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η Ελλάδα καταγράφεται ως ένα από τα κράτη με υστέρηση, ενώ πολύ χαμηλή είναι η επίδοση και αναφορικά με την ενεργειακή απόδοση.
Στο “κόκκινο” είναι η επίδοση στην αγορά εργασίας. Το ποσοστό απασχόληση στην Ελλάδα είναι το χαμηλότερο ανά την ΕΕ και πολύ μακριά από τον στόχο που είχε τεθεί για το 2020 που θεωρείται πλέον ανέφικτος (στο 75% το ποσοστό). Καταγράφεται και η 3η μεγαλύτερη άνοδος ανά την ΕΕ της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Πρόοδος προς την κατεύθυνση του στόχου της στρατηγικής “Ευρώπη 2020” — Ποσοστό απασχόλησης
Πρόοδος προς την κατεύθυνση του στόχου της στρατηγικής “Ευρώπη 2020” — Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός
Η Ελλάδα εντάσσεται για 1η φορά στην εν λόγω διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και οφείλει να ακολουθεί συγκεκριμένες συστάσες που της έχουν απευθυνθεί.
Οι εν λόγω συστάσεις περιλαμβάνουν το δημοσιονομικό πακέτο (σ.σ. στο οποίο όμως έχει λόγο και το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας), αλλά και πλήθος παρατηρήσεων για αδυναμίες στη δικαιοσύνη, στις επενδύσεις, στις υποδομές, στην υγεία, στην παιδεία και στο κοινωνικό κράτος.
Για το δημοσιονομικό πεδίο όπως αναφέρεται “θα πρέπει να επανεξεταστεί το φθινόπωρο” για να φανεί το αποτέλεσμα των νέων μέτρων που ελήφθησαν τα οποία και αναφέρονται αναλυτικά όπως και στην έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας. Αναφορικά όμως με το διαρθρωτικό πεδίο, η Επιτροπή στο κείμενο συστάσεων του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου συνιστά στην Ελλάδα να “αναλάβει δράση το 2019 και το 2020 με σκοπό:
– Να επιτύχει μια βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη και να αντιμετωπίσει τις υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, συνεχίζοντας και ολοκληρώνοντας τις μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε στο Eurogroup στις 22 Ιουνίου του 2018 και
– Να επικεντρώσει την προσοχή της σε δράσεις οικονομικής πολιτικής που να συνδέονται με τις επενδύσεις σε βιώσιμες μεταφορές και σε αποθηκευτικούς χώρους, σε προστασία του περιβάλλοντος, στην ενεργειακή απόδοση, σε έργα ανανεώσιμης ενέργειας και διασύνδεσης, σε ψηφιακές τεχνολογίες, σε έρευνα και ανάπτυξη, σε εκπαίδευση, σε δεξιότητες, σε απασχολησιμότητα, στην υγεία και στην ανανέωση των αστικών περιοχών, λαμβάνοντας υπόψη τις περιφερειακές ανισότητες και την ανάγκη διασφάλισης της κοινωνικής ένταξης”.