Δικαστήριο ΕΕ: Πρέπει να προστατεύονται όλα τα πρόσωπα που ενδέχεται να τεθούν σε μειονεκτική θέση από τον εργοδότη τους λόγω της επίσημης ή ανεπίσημης στήριξής τους προς το πρόσωπο που υπέστη τέτοια διάκριση
Με τη δημοσιευθείσα στις 20-06-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι εθνική ρύθμιση, κατά την οποία, σε περίπτωση που ένα πρόσωπο το οποίο εκτιμά ότι υπέστη διάκριση λόγω φύλου έχει υποβάλει καταγγελία, εργαζόμενος ο οποίος του παρέσχε υποστήριξη στο πλαίσιο αυτό προστατεύεται από τα αντίποινα του εργοδότη μόνον εφόσον έχει παρέμβει ως μάρτυρας κατά την εξέταση της καταγγελίας αυτής και εφόσον η μαρτυρία του πληροί τις τυπικές απαιτήσεις που προβλέπει η εν λόγω ρύθμιση, αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και συγκεκριμένα στις διατάξεις της οδηγίας 2006/54/ΕΚ [οδηγία για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης]
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η οδηγία 2006/54/ΕΚ αποσκοπεί στην οριοθέτηση της κατηγορίας εργαζομένων, πλην του προσώπου που υπέστη διάκριση, οι οποίοι πρέπει να δύνανται να τύχουν προστασίας από αντίποινα, όχι βάσει τυπικών κριτηρίων, αλλά βάσει του ρόλου τον οποίο οι εργαζόμενοι αυτοί ενδεχομένως διαδραμάτισαν υπέρ του προστατευόμενου προσώπου και ο οποίος ήταν ικανός να προκαλέσει τη λήψη, από τον οικείο εργοδότη, δυσμενών μέτρων εναντίον τους.
Είναι δε αξιοσημείωτο ότι, το ΔΕΕ επισημαίνει πως η απαιτούμενη από την εν λόγω οδηγία αποτελεσματικότητα της προστασίας έναντι των διακρίσεων λόγω φύλου δεν θα εξασφαλιζόταν εάν η εν λόγω προστασία δεν κάλυπτε τα μέτρα που ενδέχεται να λάβει ένας εργοδότης κατά εργαζομένων οι οποίοι υπερασπίστηκαν, επισήμως ή ανεπισήμως, το προστατευόμενο πρόσωπο ή κατέθεσαν υπέρ αυτού.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Τ. Vandenbon εργαζόταν για τη WTG Retail ως διευθύντρια ενός από τα καταστήματα ρούχων που εκμεταλλευόταν η επιχείρηση αυτή. Υπό την ως άνω ιδιότητα, η Τ. Vandenbon κάλεσε σε συνέντευξη, στις 24 Ιουνίου 2015, την J. Hakelbracht σχετικά με την πρόσληψη σε θέση πωλήτριας η οποία επρόκειτο να πληρωθεί από την 1η Αυγούστου 2015. Κατά τη συνέντευξη αυτή, η J. Hakelbracht επισήμανε ότι ήταν έγκυος τριών μηνών.
Στις 5 Ιουλίου 2015, η Τ. Vandenbon γνωστοποίησε στη WTG Retail ότι θεωρούσε την J. Hakelbracht κατάλληλη υποψήφια. Ωστόσο, η υπεύθυνη ανθρώπινου δυναμικού της επιχείρησης αυτής την ενημέρωσε, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Ιουλίου 2015, ότι δεν ήθελε να προσλάβει την J. Hakelbracht λόγω της εγκυμοσύνης της.
Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 7ης Ιουλίου 2015, η Τ. Vandenbon επισήμανε στη WTG Retail ότι μια τέτοια άρνηση πρόσληψης λόγω εγκυμοσύνης απαγορευόταν από τον νόμο. Εντούτοις, στις 12 Αυγούστου 2015, πληροφορήθηκε ότι η WTG Retail επιβεβαίωσε την άρνηση πρόσληψης της J. Hakelbracht για τον ίδιο λόγο.
Η Τ. Vandenbon ενημέρωσε, αυθημερόν, την J. Hakelbracht ότι η υποψηφιότητά της δεν έγινε δεκτή λόγω της εγκυμοσύνης της.
Η J. Hakelbracht επικοινώνησε, στη συνέχεια, με τη WTG Retail για το θέμα της μη πρόσληψής της, δηλώνοντάς της ότι σκόπευε να υποβάλει καταγγελία κατά της επιχείρησης αυτής ενώπιον του Ινστιτούτου. Δεδομένου ότι η WTG Retail δεν μετέβαλε, κατόπιν τούτου, τη θέση της, η J. Hakelbracht υπέβαλε καταγγελία και ενημέρωσε σχετικώς την εν λόγω επιχείρηση στις 26 Σεπτεμβρίου 2015.
Στις 5 Οκτωβρίου 2015, διεξήχθη σύσκεψη μεταξύ της Τ. Vandenbon και της υπεύθυνης της WTG Retail αφορώσα τη μη πρόσληψη της J. Hakelbracht, κατά τη διάρκεια της οποίας προσήφθη στην Τ. Vandenbon ότι εξαιτίας της υπέβαλε καταγγελία η J. Hakelbracht.
Στις 12 Νοεμβρίου 2015, το Ινστιτούτο ενημέρωσε τη WTG Retail ότι παρέλαβε την καταγγελία της J. Hakelbracht. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε στο Ινστιτούτο στις 11 Δεκεμβρίου 2015, η επιχείρηση αυτή αμφισβήτησε επισήμως ότι αρνήθηκε να προσλάβει την J. Hakelbracht λόγω της εγκυμοσύνης της.
Στις 6 Απριλίου 2016, η WTG Retail κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της Τ. Vandenbon. Στις 13 Απριλίου 2016, η τελευταία υπέβαλε καταγγελία στο Ινστιτούτο. Ερωτηθείσα από την Τ. Vandenbon σχετικά με τους λόγους της απόλυσής της, η WTG Retail της γνωστοποίησε λεπτομερώς τους λόγους αυτούς με επιστολή της 10ης Ιουνίου 2016. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, η πλημμελής εκτέλεση των ανατιθέμενων καθηκόντων, η μη συμμόρφωση με τις οδηγίες ασφαλείας, η ανεπαρκής συντήρηση του καταστήματος και η έλλειψη τάξης. Το συνδικάτο του οποίου ήταν μέλος η Τ. Vandenbon αμφισβήτησε τους ως άνω λόγους.
Τόσο η J. Hakelbracht όσο και η Τ. Vandenbon όχλησαν τη WTG Retail, με έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 2016, ζητώντας να καταβληθεί σε καθεμία εξ αυτών κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ποσού αντιστοιχούντος σε μισθούς έξι μηνών. Δεδομένου ότι δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν συμφωνία επί του θέματος αυτού, ζήτησαν από το arbeidsrechtbank Antwerpen (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Αμβέρσας, Βέλγιο) να υποχρεώσει την εν λόγω επιχείρηση να καταβάλει την αποζημίωση αυτήν.
Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, δεν αμφισβητείται στην υπόθεση της κύριας δίκης ότι η J. Hakelbracht υπέστη πράγματι άμεση διάκριση λόγω φύλου και, για τον λόγο αυτόν, το αιτούν δικαστήριο της επιδίκασε τη σχετική αποζημίωση.
Όσον αφορά το αίτημα της Τ. Vandenbon, το οποίο είναι το μόνο κρίσιμο στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής, η Τ. Vandenbon επικαλείται την προστασία από αντίποινα, την οποία εγγυάται το άρθρο 22, παράγραφος 9, του βελγικού νόμου για την ισότητα των φύλων, υποστηρίζοντας ότι παρενέβη ως μάρτυρας κατά την εξέταση της καταγγελίας της J. Hakelbracht. Κατά το αιτούν δικαστήριο, όμως, δεν πληρούνται εν προκειμένω οι απαιτούμενες, βάσει του νομικού ορισμού, σχετικές προϋποθέσεις, δεδομένου ότι η Τ. Vandenbon δεν μπορεί να προσκομίσει κανένα χρονολογημένο και υπογεγραμμένο έγγραφο σχετικό με τη μαρτυρία της.
Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ωστόσο, αν η προστασία που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 2, του νόμου για την ισότητα των φύλων είναι πιο περιορισμένη σε σχέση με εκείνη του άρθρου 24 της οδηγίας 2006/54, στο μέτρο που η προστασία αυτή δεν πρέπει, κατά την άποψή του, να αφορά μόνον τους επίσημους μάρτυρες, αλλά πρέπει να επεκτείνεται και σε όλους όσοι υπερασπίζονται ή υποστηρίζουν το πρόσωπο που έχει υποβάλει καταγγελία για δυσμενή διάκριση λόγω φύλου.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το arbeidsrechtbank Antwerpen (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Αμβέρσας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ερωτήσει το Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, εάν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 24 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ η επίμαχη εθνική ρύθμιση, κατά την οποία η προστασία μαρτύρων από αντίποινα παρέχεται μόνον στα πρόσωπα τα οποία, στο πλαίσιο εξετάσεως καταγγελίας, ενημερώνουν, με υπογεγραμμένο και χρονολογημένο έγγραφο, το πρόσωπο στο οποίο υποβάλλεται η καταγγελία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που είδαν ή άκουσαν προσωπικά και που αφορούν την κατάσταση η οποία αποτελεί το αντικείμενο της καταγγελίας καθώς και στα πρόσωπα τα οποία καταθέτουν ως μάρτυρες ενώπιον δικαστηρίου.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο διευκρινίζει, καταρχάς, ότι η απόρριψη μιας υποψήφιας για τον λόγο ότι είναι έγκυος πρέπει να θεωρηθεί ως λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης, η οποία συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ, άμεση διάκριση λόγω φύλου, όπως τονίζεται, επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας αυτής.
Επιπλέον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 24 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ συνάγεται ότι η κατηγορία των εργαζομένων που μπορούν να τύχουν της προβλεπόμενης σε αυτό προστασίας πρέπει να νοείται κατά τρόπο ευρύ και περιλαμβάνει όλους τους εργαζομένους κατά των οποίων ο εργοδότης, αντιδρώντας στην υποβολή καταγγελίας που αφορά διάκριση λόγω φύλου, ενδέχεται να λάβει μέτρα ως αντίποινα, χωρίς εξάλλου να οριοθετείται η κατηγορία αυτή.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι από το γράμμα του άρθρου 24 της οδηγίας 2006/54 συνάγεται ότι το άρθρο αυτό δεν περιορίζει την προστασία μόνο στους εργαζομένους που έχουν υποβάλει καταγγελία και στους εκπροσώπους τους ή στους εργαζομένους που πληρούν ορισμένες τυπικές απαιτήσεις από τις οποίες εξαρτάται η αναγνώριση ορισμένης ιδιότητας, για παράδειγμα η ιδιότητα του μάρτυρα, όπως οι προβλεπόμενες από τον νόμο για την ισότητα των φύλων απαιτήσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι η οδηγία 2006/54/ΕΚ αποσκοπεί στην οριοθέτηση της κατηγορίας εργαζομένων, πλην του προσώπου που υπέστη διάκριση, οι οποίοι πρέπει να δύνανται να τύχουν προστασίας από αντίποινα, όχι βάσει τυπικών κριτηρίων, αλλά βάσει του ρόλου τον οποίο οι εργαζόμενοι αυτοί ενδεχομένως διαδραμάτισαν υπέρ του προστατευόμενου προσώπου και ο οποίος ήταν ικανός να προκαλέσει τη λήψη, από τον οικείο εργοδότη, δυσμενών μέτρων εναντίον τους.Προσθέτει δε ότι η ευρεία αυτή ερμηνεία του άρθρου 24 της οδηγίας ενισχύεται και από τον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος είναι να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την πρόσβαση στην απασχόληση.
Ακόμα, σύμφωνα με το Δικαστήριο, διευκρινίζεται ότι η αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, την οποία επιδιώκει η οδηγία 2006/54/ΕΚ, απαιτεί την καθιέρωση κατάλληλων δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών για την επιβολή της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που προβλέπει η οδηγία.
Το Δικαστήριο υπογραμμίζει στο σημείο αυτό ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι έχει ζημιωθεί από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει να έχει πρόσβαση σε τέτοιες διαδικασίες, αποτελεί ειδική έκφραση, στο πλαίσιο της ίδιας οδηγίας, της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει κατοχυρωθεί στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, αρχής η οποία κατοχυρώνεται, πλέον, εκ νέου στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επομένως, κατά το Δικαστήριο, η απαιτούμενη από την οδηγία 2006/54/ΕΚ αποτελεσματικότητα της προστασίας έναντι των διακρίσεων λόγω φύλου δεν θα εξασφαλιζόταν εάν η εν λόγω προστασία δεν κάλυπτε τα μέτρα που ενδέχεται να λάβει ένας εργοδότης κατά εργαζομένων οι οποίοι υπερασπίστηκαν, επισήμως ή ανεπισήμως, το προστατευόμενο πρόσωπο ή κατέθεσαν υπέρ αυτού. Πράγματι, οι εν λόγω εργαζόμενοι, οι οποίοι βρίσκονται σε ιδανική θέση για να υποστηρίξουν το πρόσωπο αυτό και να ενημερωθούν για περιπτώσεις δυσμενούς διάκρισης στην οποία έχει προβεί ο εργοδότης τους, θα μπορούσαν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να αποθαρρυνθούν από το να παρέμβουν υπέρ του εν λόγω προσώπου, φοβούμενοι ότι ενδέχεται να μην τύχουν προστασίας εάν δεν πληρούν ορισμένες τυπικές απαιτήσεις, πράγμα το οποίο θα ήταν δυνατόν να υπονομεύσει σοβαρά την επίτευξη του επιδιωκόμενου από την εν λόγω οδηγία σκοπού, καθόσον θα μείωνε τις πιθανότητες εντοπισμού και αντιμετώπισης περιπτώσεων δυσμενούς διάκρισης λόγω φύλου.
Έτσι, το Δικαστήριο καταλήγει ότι το άρθρο 24 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ έχει την έννοια ότι οι μνημονευόμενοι στο άρθρο αυτό εργαζόμενοι, πλην του προσώπου το οποίο υπέστη διάκριση λόγω φύλου, πρέπει να προστατεύονται στο μέτρο που ενδέχεται να τεθούν σε μειονεκτική θέση από τον εργοδότη τους λόγω της επίσημης ή ανεπίσημης στήριξής τους προς το πρόσωπο που υπέστη τέτοια διάκριση.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το άρθρο 24 της οδηγίας 2006/54 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία, σε περίπτωση που ένα πρόσωπο το οποίο εκτιμά ότι υπέστη διάκριση λόγω φύλου έχει υποβάλει καταγγελία, εργαζόμενος ο οποίος του παρέσχε υποστήριξη στο πλαίσιο αυτό προστατεύεται από τα αντίποινα του εργοδότη μόνον εφόσον έχει παρέμβει ως μάρτυρας κατά την εξέταση της καταγγελίας αυτής και εφόσον η μαρτυρία του πληροί τις τυπικές απαιτήσεις που προβλέπει η εν λόγω ρύθμιση.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA