Απόφαση – σταθμός του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου (η πρώτη πανελλαδικά εντός του 2019) δικαιώνει υπάλληλο του Δήμου Αλμυρού, που εργαζόταν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου επί 15 χρόνια, καθώς αναγνωρίζει στην ενάγουσα, ότι συνδέεται με τον εναγόμενο με σύμβαση αορίστου χρόνου.
Η απόφαση 16/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών-εργατικές διαφορές), που συνεδρίασε στις 5 Απριλίου, αποτελεί δικαίωση για την υπάλληλο του Δήμου Αλμυρού, που εργάζεται με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου από τις 6 Μαΐου 2004, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2019, αρχικά στην Αναπτυξιακή Επιχείρηση Δήμου Σούρπης και σήμερα στην Κοινωφελή Επιχείρηση Δήμου Αλμυρού και συγκεκριμένα στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι».
Σύμφωνα με το e-thessalia.gr, την υπόθεση εκ μέρους της εργαζόμενης χειρίστηκε ο δικηγόρος-εργατολόγος Βόλου Βασίλειος Νιζάμης, ο οποίος σε δήλωσή του επισημαίνει πως με την δικαστική απόφαση, που αποτελεί μεγάλη επιτυχία για τους εργαζόμενους στους Δήμους, παύει η «ομηρία» της εργαζόμενης στον Δήμο Αλμυρού.
Στην απόφαση μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής: «Ότι η σύναψη των συμβάσεων ορισμένου χρόνου υπέκρυπταν στην πραγματικότητα συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στο πλαίσιο των οποίων η ενάγουσα παρείχε ανελλιπώς τις υπηρεσίες της υπό τις οδηγίες και εντολές των εκπροσώπων του εναγόμενου, εργαζόμενη με όρους αντίστοιχους των μονίμων εργαζομένων του εναγόμενου με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι, κατά συνέπεια η απασχόληση και πρόσληψή της, κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου.
Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, ζητεί να αναγνωριστεί ότι συνδέεται με το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να υποχρεωθεί το εναγόμενη να την απασχολήσει στη θέση, με την ειδικότητα και τις αποδοχές που αντιστοιχούν εκ του νόμου με την υπηρεσιακή της ένταξη και εξέλιξη, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών τυπικών της προσόντων και να καταδικαστεί αυτό στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά φέρεται για να δικαστεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 10, 16 παρ. 2 ΚΠολΔ ως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 πρώτο πρώτο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23.07.2015 καθώς η υπό κρίση αγωγή ως κατατεθείσα μετά την έναρξη της ισχύος του καταλαμβάνεται από αυτόν και άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 και 622 ΚΠολΔ, ως αυτές ισχύουν με το νέο νόμο). Είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη και ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 648 επ. 649, 652, 655, 656 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 του Ν, 4139/1920, 1, 2 και 5 του Ν. 3198/1955, 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 του ΑΚ: 25 παρ. 1 και 3 και 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, καθώς και τις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας και σε εκείνες των άρθρων 68, 70, 176 ΚΠολΔ».
Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου
Και προστίθεται στην απόφαση: «Όλες οι συμβάσεις (που χαρακτηρίζονταν ως εργασίας ορισμένου χρόνου) είναι διαδοχικές, χωρίς ή με ελάχιστες διακοπές μεταξύ τους, και η ενάγουσα, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα από 6-5-2003 έως και σήμερα, καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου και όχι πρόσκαιρες, ή περιστασιακές ανάγκες του Δήμου. Εξάλλου, οι συμβάσεις της ενάγουσας ανανεώνονταν σταθερά και με τέτοια διάρκεια και συχνότητα, ώστε να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι αυτή κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες που συνδέονται με την καλή λειτουργία της ως άνω υπηρεσίας του εναγόμενου. Κατόπιν των ανωτέρω, οι ως άνω συμβάσεις εργασίας, κατ’ επίφαση χαρακτηρίστηκαν κατά τη σύναψή τους ως σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ επρόκειτο για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για την οποία ισχύουν οι διατάξεις του εργατικού δικαίου.
Συνεπώς, η ενάγουσα συνδέεται με το εναγόμενο με την έννομη σχέση της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με όλες τις περαιτέρω συνέπειες (π.χ. μισθολογικές, ασφαλιστικές, συνταξιοδοτικές κ.λπ.) του στοιχείου της εξάρτησης και όχι της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία καταρτίστηκε με πρόθεση καταστρατήγησης της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 3 ν. 2112/1920, που επιτελεί τους σκοπούς της κοινοτικής οδηγίας 1999/70/ Ε.Κ. Συνεπώς, με βάση όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, οι καταρτισθείσες συμβάσεις, στις οποίες προέχει το στοιχείο παροχής εργασίας, δεν δύνανται να εξαιρεθούν από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η εργασία της ενάγουσας παρεχόταν υπό συνθήκες εξαρτημένης εργασίας και εφόσον στην πραγματικότητα οι ανάγκες που κάλυπτε, ήταν πάγιες και διαρκείς, δεν υφίστατο αντικειμενικός λόγος για την ανανέωση των συμβάσεων εργασίας, τέτοια δε, χωρίς αντικειμενικό λόγο, ανανέωση συνιστά κατάχρηση, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 Π.Δ. 164/2004, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, καθότι, εκτός ότι συνήφθησαν πολλές διαδοχικές συμβάσεις, χωρίς αντικειμενικό λόγο, η συνολική διάρκεια αυτών των συμβάσεων υπερέβαινε τους είκοσι τέσσερις μήνες. Εφόσον λοιπόν για την ενάγουσα δυνάμει των ως άνω διατάξεων σημειώθηκε κατάχρηση ακόμα και κατά την έννοια του Π.Δ. 164/2004, πρέπει κατά τα προεκτεθέντα να εξαλειφθεί. Για την εξάλειψη της κατάχρησης αυτής θα πρέπει κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, να τύχει εφαρμογής το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, χωρίς την εφαρμογή του οποίου -ελλείψει άλλου αποτελεσματικού προς τούτο μέτρου- δεν είναι δυνατή η εξάλειψή της. Συνακόλουθα, η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα συνδέεται με το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και να υποχρεωθεί το εναγόμενη να την απασχολεί στη θέση με την ειδικότητα και με τις αποδοχές, που αντιστοιχούν εκ του νόμου με την υπηρεσιακή της ένταξη και εξέλιξη, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών τυπικών της προσόντων».