Οι προκλήσεις της Τουρκίας στην ΑΟΖ Κύπρου, έτσι όπως αυτές κλιμακώνονται με την πιθανολογούμενη έναρξη γεωτρήσεων του τουρκικού πλωτού γεωτρύπανου “Πορθητής” στα δυτικά του νησιού και την σχεδιαζόμενη μετάβαση του “Γιαβούζ” τον Ιούλιο στον κόλπο της Καρπασίας δεν μπορούν να μείνουν αναπάντητες, διότι αλλιώς θα καταστούν ανεξέλεγτες.
Αυτό είναι το μήνυμα που εκπέμπουν Αθήνα και Λευκωσία, όπως φάνηκε χαρακτηριστικά και από την “χορογραφία” της έκτακτης σύγκλησης του ΚΥΣΕΑ και της τηλεφωνικής επικοινωνίας Αναστασιάδη-Τσίπρα, όπου συμφωνήθηκε να αναληφθεί συντονισμένη δράση των δύο πλευρών.
Ωστόσο, οι διαθέσιμες απαντήσεις της ελληνικής πλευράς δεν είναι ούτε πολλές ούτε αυτονόητες – σε πείσμα ενός επικοινωνιακού κλίματος το οποίο θέλει την Άγκυρα απομονωμένη, νευρική και ευάλωτη.
Εξ ού και οι δύο πρωτεύουσες τοποθετούν τον πήχυ μάλλον χαμηλά (πρβ. την απουσία αναφοράς στον ΟΗΕ) – με κίνδυνο ακόμη και έτσι να μην καταφέρουν να τον περάσουν.
Ο σχεδιασμός επικεντρώνεται κατεξοχήν στην υιοθέτηση από την Ε.Ε. κλιμακωτών (ανάλογα με τις εξελίξεις επί του πεδίου) κυρώσεων κατά της Τουρκίας – με την διπλωματική μάχη να μεταφέρεται στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων το οποίο συνεδριάζει την Δευτέρα και Τρίτη στο Λουξεμβούργο, σε προπαρασκευή της Συνόδου Κορυφής των “28” των Βρυξελλών την Πέμπτη και Παρασκευή.
Η διάθεση επίδειξης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης προς ένα κράτος-μέλος της Ένωσης του οποίου αμφισβητείται η κυριαρχία είναι δεδομένη – όμως αυτή νοείται κυρίως ως φραστική.
Σύμφωνα με πληροφορίες του “Φιλελεύθερου” Κύπρου, η Βρετανία πρωτοστατεί σε προσπάθεια απόκρουσης κάθε ιδέας επιβολής κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας, ενώ σε αντίστοιχο μήκος κύματος φέρονται να κινούνται για διαφορετικούς λόγους η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η προεδρεύουσα Ρουμανία – με το επιχείρημα (το οποίο προφανώς απασχολεί και χώρες που δεν εκδηλώνονται ήδη) ότι δεν πρέπει σε αυτή την ευαίσθητη συγκυρία να διαταραχθούν οι σχέσεις και η συνεργασία με την Άγκυρα.
Προστίθεται, μάλιστα, ότι αποφάσεις του Συμβουλίου σχετικές με την επιβολή κυρώσεων θα αποτελούν ένα “δώρο” στον Ταγίπ Ερντογάν ενόψει των επαναληπτικών εκλογών της 23ης Ιουνίου στον μητροπολιτικό δήμο της Κωνσταντινούπολης.
Μένει να φανεί ποιο από όλα τα αντικείμενα του “καλαθιού” των ευρω-τουρκικών σχέσεων (αναβάθμιση Τελωνειακής Ένωσης, κατάργηση βίζας και προώθηση ενταξιακών διαπραγματευτικών κεφαλαίων) θα συνδεθεί εντέλει, όπως το επιδιώκουν Αθήνα και Λευκωσία, με τη συμπεριφορά της Τουρκίας στην ΑΟΖ Κύπρου.
‘Ενα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα είναι αυτό της υιοθέτησης στοχευμένων κυρώσεων εναντίον προσώπων ή φορέων που εμπλέκονται στις γεωτρήσεις του “Πορθητή”. Η ετοιμότητα με την οποία η Ε.Ε υιοθετεί αντίστοιχες κυρώσεις εναντίον ιδιωτών και οργανισμών της Ρωσίας για την στάση τους στην ουκρανική κρίση επιτρέπει μιαν αντιπαραβολή, αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα, των ευρωπαϊκών αντανακλαστικών.
Σε κάθε περίπτωση, ο Ταγίπ Ερντογάν δείχνει να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, ενθαρρυμένος όχι μόνο από το προφανές επιχειρησιακό μειονέκτημα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και από το εξαιρετικά περίπλοκο πολιτικό περιβάλλον σχετικά με την ανατολική Μεσόγειο.
Η εγκατάλειψη της απρόσφορης επιλογής της παρενόχλησης των ερευνών των πολυεθνικών που έχουν αδειοδοτηθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία και η υιοθέτηση από την Τουρκία της τακτικής των αυθαίρετων δικών της ερευνών, στο όνομα μάλιστα και των δικαίων των Τουρκοκυπρίων, θίγει ένα “τυφλό σημείο” των σχεδιασμών της Λευκωσίας και διατηρεί την ένταση σε επίπεδο τόσο, όσο χρειάζεται για την κατοχύρωση των τουρκικών διεκδικήσεων, χωρίς περιττά ρίσκα.
Αναδεικνύει δε και το σχετικά περιορισμένο βάθος των αντιτουρκικών συσπειρώσεων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου – μέτωπο σχετικά δευτερεύον σε σχέση με την ανοικτή τουρκο-αμερικανική διαπραγμάτευση επί ενός μεγαλύτερου και συνθετότερου “πακέτου”.