Συκοφαντική δυσφήμηση – Η απόφαση 487/2019 του Αρείου Πάγου ανατρέπει τα μέχρι πρόσφατα δεδομένα – Δεν θεωρούνται τρίτοι οι δικαστικοί λειτουργοί και οι γραμματείς
Με νέα απόφασή του ο Άρειος Πάγος (487/2019, Τμήμα Ε’ Ποινικό) έκρινε, μεταξύ άλλων, σε υπόθεση σχετικά με συκοφαντική δυσφήμηση, ότι ο εισαγγελέας, ο πταισματοδίκης και ο δικαστικός γραμματέας είναι θεσμικά εξουσιοδοτημένα όργανα και δεν εντάσσονται στην έννοια του «τρίτου».
Οι παραδοχές εν περιλήψει:
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Όπως προαναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση ταυ αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρού να είναι πρόσφορος να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου.
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις («τρίτος» και «δυνατότητα βλάβης της τιμής και υπόληψης») μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την τιμή και υπόληψη του παθόντος, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις.
Η προσφορότητα κρίνεται από τον τύπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις .
Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές, εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής.
Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης είτε της πολιτικής είτε της ποινικής δικονομίας.
Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντος τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού και η όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου.
Το αυτό ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν στην ποινική δίκη, όπως ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, χωρίς επιπλέον να προκύπτει ότι τα πρόσωπα αυτά λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των δικογράφων πλην των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ πλημμέλεια για το λόγο ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, επειδή δεν εντάσσονται στην έννοια του «τρίτου» τα δικαστικά πρόσωπα (εισαγγελέας, πταισματοδίκης και δικαστικοί υπάλληλοι -γραμματείς) και τα φερόμενα ως ψευδή περιστατικά, που ανακοινώθηκαν με την υποβολή της αναφοράς και την ένορκη εξέταση του αναιρεσείοντος ενώπιον τους, δεν ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος.
…Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΚΠΔ, καθόσον ο εισαγγελέας, ο πταισματοδίκης και ο δικαστικός γραμματέας είναι θεσμικά εξουσιοδοτημένα όργανα να λαμβάνουν γνώση των δικογράφων, καταγγελιών, μηνύσεων και στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ερευνούν τη βασιμότητα των αναφερομένων – καταγγελλομένων σ’ αυτά ή καταγίνονται με τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, χωρίς να προβαίνουν σε ίδια κατά την προσωπική τους άποψη (αρνητική) εκτίμηση αυτών, όπως κάθε τρίτο πρόσωπο. Έτσι, τα δικαστικά αυτά πρόσωπα, χωρίς τη συνδρομή ιδιαίτερων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και υπόληψης του εγκαλούντος , δεν είναι τρίτοι με την έννοια που προαναφέρθηκε και επομένως δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, με αποτέλεσμα να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε’ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το σχετικό τρίτο λόγο αναίρεσης.