Μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους κατά 25,4 δισ. ευρώ την περίοδο Μαρτίου 2016-Δεκεμβρίου 2018, πέτυχαν οι τράπεζες, κυρίως μέσω διαγραφών και πωλήσεων, όπως καταγράφεται στην Έκθεση της ΤτΕ για το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα που δημοσιεύτηκε σήμερα.
Στο τέλος του 2018 το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού συστήματος διαμορφώθηκε σε 81,8 δισ. ευρώ. Πρόκειται για μείωση της τάξεως του 13,4% που αντιστοιχεί σε 12,6 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2017 ( ΜΕΔ στα 94,4 δισ. ευρώ), με στοιχεία εντός ισολογισμού, και σε 24% ή 25,4 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Μάρτιο 2016, οπότε τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έφτασαν στην κορύφωσή τους. .
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων στο τέλος του 2018 ανήλθε σε 45,4%, έναντι 47,2% στο τέλος του 2017. Η μείωση του λόγου προέρχεται κυρίως από τη μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ (13,4%), η οποία ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με τη μείωση του συνόλου των τραπεζικών πιστώσεων κατά τη διάρκεια του έτους (10%). Σημειώνεται, πάντως, ότι η σταδιακή μείωση των ΜΕΔ παρατηρείται κυρίως μέσω μη οργανικών ενεργειών (διαγραφές ύψους 5,9 δισ. ευρώ που σωρευτικά διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2018, καθώς και πωλήσεις ύψους 5,8 δισ. ευρώ), ενώ συνεχίστηκε η καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ κυρίως λόγω αθέτησης υποχρεώσεων από πιστούχους με ρύθμιση οφειλής. Επισημαίνεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα, με τη νέα επιχειρησιακή στοχοθεσία την οποία υπέβαλαν στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (Single Supervisory Mechanism) στο τέλος Μαρτίου του 2019, στοχεύουν σε επίπεδα δείκτη ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων κάτω του 20% το 2021.
Το ύψος των δανείων αβέβαιης είσπραξης (unlikely to pay) και το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες αποτελούν σημαντικούς δείκτες για την περαιτέρω πορεία του πιστωτικού κινδύνου.
Τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης ανήλθαν σε 25,1 δισ. ευρώ (31% των ΜΕΔ) στο τέλος του 2018, μειωμένα κατά 14,6% σε σχέση με το τέλος του 2017 (29,3 δισ. ευρώ). Ωστόσο, προβληματίζει το γεγονός ότι επιδεινώθηκε ο λόγος των δανείων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές). Συγκεκριμένα, ο λόγος ανήλθε σε 13,4% στο τέλος του 2018, επίπεδο υψηλότερο από εκείνο στο τέλος του 2017 (11,3%).
Τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) συνέχισαν την πτωτική τους πορεία κατά τη διάρκεια του 2018 και ανήλθαν σε 17,6 δισ. ευρώ (22% των ΜΕΔ), σημειώνοντας μείωση κατά 18,7% σε σχέση με το τέλος του 2017 (21,7 δισ. ευρώ). Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνεται ότι το 67,2% των ΜΕΔ που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους.
Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά δάνεια διαμορφώνεται σε 73,6% και για τα επιχειρηματικά σε 65,7%, ενώ για τα καταναλωτικά δάνεια τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου το ποσοστό διαμορφώνεται σε 70,1%.
Παράλληλα, το 48% των ΜΕΔ αφορά καταγγελμένες απαιτήσεις, οι οποίες στο τέλος του 2018 ανήλθαν σε 39,1 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 9,9% σε σχέση με το τέλος του 2017 (43,4 δισ. ευρώ), κυρίως λόγω της διαγραφής καταγγελμένων απαιτήσεων ύψους 3,6 δισ. ευρώ.