Δεν συνιστά προσαύξηση περιουσίας το ποσό που πιστώνεται σε λογαριασμό του ελεγχόμενου φυσικού προσώπου, όταν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο που συμμετέχει σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο (Ο.Ε., Ε.Ε., Α.Ε., ΕΠΕ, ΙΚΕ), κοινωνία ή κοινοπραξία και αποδεικνύεται ότι το εν λόγω πιστωθέν ποσό αφορά συναλλαγές ή εισόδημα ή περιουσία του νομικού προσώπου. Σύμφωνα με οδηγίες της φορολογικής διοίκησης, το ποσό αυτό θεωρείται ότι είναι γνωστής προέλευσης και δύναται να συνιστά δάνειο (αν κάτι τέτοιο προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στα βιβλία ή από άλλα στοιχεία) ή ταμειακή διευκόλυνση, ανάλογα με τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά, κατά την κρίση του ελέγχου. Πιο συγκεκριμένα, σε περίπτωση που το εν λόγω ποσό επεστράφη στο νομικό πρόσωπο πριν από τη διενέργεια του ελέγχου, τότε αποτελεί δάνειο ή ταμειακή διευκόλυνση για το φυσικό πρόσωπο και η τυχόν απόδοση (υπεραξία) αποτελεί εισόδημα του φυσικού προσώπου, εφόσον στο νομικό πρόσωπο επεστράφη μόνο το κεφάλαιο. Σε περίπτωση, όμως, που ο ελεγχόμενος επικαλείται τη λήψη δανείου από ελληνική ή αλλοδαπή επιχείρηση, αλλά δεν δύναται να προσκομίσει σχετικό έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, ούτε και μπορεί η λήψη του δανείου αυτού να αποδειχθεί από άλλα στοιχεία (π.χ. κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών του φυσικού ή του νομικού προσώπου, από τις οποίες να προκύπτει δόση ή επιστροφή χρηματικού ποσού), τότε ο ισχυρισμός του φορολογουμένου περί δανείου δεν γίνεται δεκτός από τον έλεγχο.
Το τεκμήριο αγοράς ακινήτου αφορά μόνο τα υποκείμενα σε φόρο πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους ή πηγές εισοδημάτων τους στην Ελλάδα. Η λογική βάση του τεκμηρίου διαμορφώνεται ανάλογα με το εισόδημα το οποίο έχει δηλωθεί από τον φορολογούμενο ή έχει προσδιορισθεί από τη φορολογική αρχή για το συγκεκριμένο έτος, καθώς και από την προκύπτουσα κατά το ίδιο έτος δαπάνη. Εάν η δαπάνη υπερβαίνει κατά το ίδιο έτος το εισόδημα, τότε συνάγεται κατ’ αρχήν ότι η διαφορά προέρχεται από φορολογητέο στην Ελλάδα εισόδημα, το οποίο δεν δηλώθηκε, εκτός αν ο φορολογούμενος αποδείξει την κάλυψη της συγκεκριμένης διαφοράς με άλλον τρόπο. Αντίθετα το ως άνω τεκμήριο δεν εφαρμόζεται σε μη υποκείμενο στον φόρο εισοδήματος πρόσωπο, καθώς μόνο το γεγονός ότι το πρόσωπο προέβη σε δαπάνη για την αγορά ακινήτου στην Ελλάδα δεν αρκεί για την εφαρμογή του ως άνω τεκμηρίου. (ΣτΕ 2570/2018)
Νομικό πρόσωπο ή οντότητα που αλλάζει κατηγορία βιβλίων από διπλογραφικά σε απλογραφικά από 14 Ιουνίου 2018 και μετά (δημοσίευση ν. 4549) οφείλει να υπαγάγει σε παρακράτηση φόρου τα μη διανεμηθέντα κέρδη όπως εμφανίζονται εκείνη τη στιγμή στα λογιστικά της βιβλία, ανεξάρτητα από την πραγματική ή μη καταβολή αυτών στους εταίρους. Στα κέρδη αυτά περιλαμβάνονται τα μη διανεμηθέντα κέρδη προηγούμενων χρήσεων, τα αφορολόγητα αποθεματικά αναπτυξιακών νόμων και όσα αφορολόγητα ή αυτοτελώς φορολογηθέντα εισοδήματα δεν έχουν υπαχθεί στην αυτοτελή φορολόγηση των μεταβατικών διατάξεων του νέου ΚΦΕ (άρθρο 72, παρ. 12 και 13), ενώ ρητώς εξαιρούνται τα μη διανεμηθέντα κέρδη προηγούμενων χρήσεων των ΕΠΕ που σχηματίστηκαν μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2010 (καθώς με βάση ειδικότερες διατάξεις είχαν ήδη φορολογηθεί στον όνομα της εταιρείας). Η δήλωση υποβάλλεται και ο φόρος καταβάλλεται μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τη λήξη του τελευταίου έτους τήρησης διπλογραφικών βιβλίων, με εφαρμογή του οικείου συντελεστή (10% για φορολογικά έτη που αρχίζουν μετά την 1η Ιανουαρίου 2019).
Για επενδυτικά αγαθά (ακόμη και αν για λόγους ανωτέρας βίας δεν χρησιμοποιήθηκαν εντός πενταετίας από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης) θα πρέπει να διενεργείται εφάπαξ διακανονισμός του ΦΠΑ που καταβλήθηκε και εκπέστηκε κατά την αγορά τους και επιστροφή αυτού στο Ελληνικό Δημόσιο με περιοδική δήλωση.
Συγκεκριμένα, η ΔΕΔ με πρόσφατη απόφασή της έκρινε ότι σε μια τέτοια περίπτωση προέχει η αδιάστικτη γραμματική διατύπωση των διατάξεων του νόμου και δεν εξετάζεται το εάν η μη χρησιμοποίηση των επενδυτικών αγαθών οφείλεται ή όχι σε υπαιτιότητα του επενδυτή (ΔΕΔ 1261/2019).
Κενό στον νόμο ανωνύμων εταιρειών προκύπτει ως προς την τύχη των ανωνύμων μετοχών, οι κάτοχοι των οποίων δεν θα έχουν αναγγελθεί, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ονομαστικοποίησης των μετοχών μέχρι την 1.1.2020, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις (α. 184 ν. 4548/2018). Συγκεκριμένα, οι μέτοχοι αυτοί δεν θα μπορούν να ασκήσουν τα μετοχικά τους δικαιώματα ούτε και να μεταβιβάσουν τις μετοχές τους. Με λίγα λόγια, με τη ρύθμιση αυτή, οι μη αναγγελθέντες μέτοχοι δεν θα είναι σε θέση να αξιοποιήσουν τα επενδεδυμένα κεφάλαια, ενώ απαξιώνονται τα μετοχικά τους δικαιώματα. Μια λύση θα ήταν ίσως να προβλέπεται ότι θα επιστρέφεται στους συγκεκριμένους μετόχους η εισφορά τους με ακύρωση των μετοχών τους μέσω μείωσης κεφαλαίου.