Πότε υπάγεται σε ΦΠΑ εισόδημα από υπεκμίσθωση ακινήτου
Το εισόδημα από υπεκμίσθωση ακινήτου θεωρείται για την υπεκμισθώτρια εταιρεία εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα (άρθρο 47 ΚΦΕ).
Σε περίπτωση που το ακίνητο διαθέτει εξοπλισμό, κατά την εκμίσθωση ή υπεκμίσθωση ή δωρεάν παραχώρηση της χρήσης γης ή ακινήτου μαζί με τα έπιπλα ή τα μηχανήματά του (εξοπλισμός), υπολογίζεται ως εισόδημα από ακίνητη περιουσία και το εισόδημα που προκύπτει και από την εκμίσθωση των επίπλων ή μηχανημάτων (ΠΟΛ 1069/2015).
Η υπεκμίσθωση ακινήτου με τον εξοπλισμού επιχείρησης έχει ΦΠΑ, ανεξάρτητα από τον μισθωτή.
Επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ
Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας έχουμε ήδη αναφερθεί αναλυτικά σε θέματα παραγραφής ΦΠΑ καθώς και στο θέμα του ΦΠΑ στις οικοδομικές επιχειρήσεις. Σχετικά με την επιστροφή υπολοίπου ΦΠΑ επισημαίνουμε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 32 του ΦΠΑ, το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ που προκύπτει σε μια φορολογική ή διαχειριστική περίοδο, μεταφέρεται για έκπτωση σε επόμενη φορολογική περίοδο μέσα στην περίοδο της τριετούς ή πενταετούς παραγραφής. Το πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. επιχείρησης για το οποίο συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής για επιστροφή του από το Ελληνικό Δημόσιο, δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδά της. Με την εγκύκλιο ΠΟΛ 1082/2013, διευκρινίσθηκε ότι εφεξής, μπορούν να υποβάλλονται αιτήσεις επιστροφής για πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει σε κάθε περιοδική δήλωση ΦΠΑ, ανεξάρτητα από τις πράξεις βάσει των οποίων προκύπτει το πιστωτικό υπόλοιπο και ανεξάρτητα επίσης από το εάν το πιστωτικό υπόλοιπο έχει δημιουργηθεί στη φορολογική περίοδο για την οποία υποβάλλεται η αίτηση ή σε προηγούμενες φορολογικές περιόδους με την επιφύλαξη της παραγραφής τους.
Από πότε ισχύει ο μειωμένος συντελεστής φορολόγησης μερισμάτων
Ως γνωστόν με τον ν. 4603/2019 μειώθηκε ο συντελεστής φορολόγησης των μερισμάτων από 15% σε 10%. Ο μειωμένος συντελεστής ισχύει τα εισοδήματα που αποκτώνται κατά τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2019 και μετά. Ως χρόνος απόκτησης των μερισμάτων θεωρείται ο χρόνος λήψης της απόφασης για την έγκριση της διανομής τους από το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας. (βλ. ΠΟΛ.1223/8.10.2015). Συνεπώς, ο μειωμένος συντελεστής για τα μερίσματα εφαρμόζεται για τις αποφάσεις Γ.Σ. που λαμβάνονται από 1.1.2019 και εφεξής.Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο – Πότε συνιστά ποινικό αδίκημα
Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο διαπράττεται όταν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις του ν. 1882/1990, όπως ισχύει τροποποιημένος. Συγκεκριμένα, όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης:
α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.
β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.
Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων.
Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό.
Αν κατά το χρόνο διάλυσης νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας δεν έχουν εξοφληθεί όλες οι φορολογικές υποχρεώσεις του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, περιλαμβανόμενων των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, οι κατά το χρόνο διάλυσης αυτών μέτοχοι ή εταίροι κεφαλαιουχικών εταιρειών με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον 10% ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου, μέχρι του ποσού των αναληφθέντων κερδών ή απολήψεων σε μετρητά ή σε είδος λόγω της ιδιότητας του μετόχου ή εταίρου κατά τα 3 έτη προ της λύσης.