Απόφαση με την οποία οι κληρονόμοι αποβιώσαντος θα λάβουν ως αποζημίωση ποσό 120.000 ευρώ, με τόκο από την έγερση της αγωγής, το 2005, εξέδωσε το Εφετείο, ανατρέποντας πρωτόδικη απόφαση. Περαιτέρω, αποφασίστηκε ότι η σύζυγος του αποβιώσαντος δικαιούται, δυνάμει του ενός εκ των δύο ασφαλιστήριων συμβολαίων, σύνταξη ποσού περίπου 350 ευρώ μηνιαίως, αναδρομικά από το 2003, που έχασε τον σύζυγό της. Οι αγωγές ηγέρθησαν από τον διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος και στρέφονταν εναντίον δύο ασφαλιστικών εταιρειών στις οποίες ήταν ασφαλισμένος για σωματικές βλάβες ή θάνατο συνεπεία ατυχήματος. Σύμφωνα με τα γεγονότα, τον Οκτώβριο του 2003, ο αποβιώσας απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος, με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί διαδοχικά με σταθμευμένο όχημα, στη συνέχεια με φωσφορούχο κώνο και εν τέλει ακινητοποιήθηκε. Ο αποβιώσας έφερε ζώνη ασφαλείας και όταν τον πλησίασε άτομο που κινείτο στον δρόμο, ήταν μελανιασμένος και ανέπνεε δύσκολα. Ειδοποιήθηκε ασθενοφόρο, αλλά την ώρα που τον παρέλαβε, δεν ανέπνεε και του έγιναν μαλάξεις από τους νοσοκόμους αρχίζοντας από την ώρα που ο αποβιώσας ήταν ακόμη στο όχημά του. Το ζητούμενο στη βάση των πιο πάνω γεγονότων ήταν κατά πόσο ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα ατυχήματος, οπόταν καλυπτόταν από τις ασφάλειες ή ήταν αποτέλεσμα προβλήματος υγείας. Όπως σημειώνεται στην απόφαση του Εφετείου, βάσει της μαρτυρίας, «δεν αμφισβητείτο ότι ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα εμφράγματος και όχι από το δυστύχημα, το οποίο δεν ήταν σοβαρό ώστε να είχε δημιουργήσει θανάσιμους τραυματισμούς». Ωστόσο, σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου, το έμφραγμα δεν έγινε από μόνο του όπως στεκόταν ή καθόταν και τον «έπιασε» πόνος ως η φυσιολογική διεργασία ενός εμφράγματος, όπως την περιέγραψε ο Δρ Κ.. Εδώ υπήρξε στην πράξη το δυστύχημα από την άποψη ότι το όχημα που οδηγούσε ο αποβιώσας ξέφυγε της πορείας του και κτύπησε σε άλλο όχημα και στη συνέχεια σε κώνο. Το γιατί έφυγε από την πορεία του μόνο ο αποβιώσας θα μπορούσε να πει. Εκείνο όμως που παρουσιαζόταν ήταν ότι υπήρξε απώλεια ελέγχου του οχήματος, με αποτέλεσμα τη διαδοχική του σύγκρουση. Επομένως επρόκειτο για τροχαίο δυστύχημα. Η θέση της Δρας Α., η οποία είχε διενεργήσει τη νεκροτομή, ήταν ενδεικτική στο ότι ο αποβιώσας είχε πρώτα το δυστύχημα και μετά υπέστη το έμφραγμα. Στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και διαθέσιμη μαρτυρία, αυτή η εκδοχή ήταν πιο πιθανή από άλλη». Καταλήγοντας, το Εφετείο έκρινε ότι στη βάση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε πρωτόδικα, «ο θάνατος επήλθε ως άμεση συνέπεια του δυστυχήματος, χωρίς να υπήρξε μαρτυρία ότι ο αποβιώσας θα έχανε εν πάση περιπτώσει τη ζωή του. Το αίτιο, επομένως, ήταν το δυστύχημα».