Με την υπ’ αριθμ. 1319/2019 απόφαση του Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης που άσκησε μια πρώην τραπεζική υπάλληλος για την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 129/2016 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου με την οποία της επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 5 ετών μετατρέψιμη προς 5 ευρώ ημερησίως.
Η τραπεζική υπάλληλος είχε κριθεί ένοχη για υπεξαίρεση από κοινού και κατ΄εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, το οποίο είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, η αξία του οποίου υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ.
Το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου είχε μειώσει την πρωτόδικη ποινή της κατά ένα χρόνο, ενώ μετά από αίτημα του συνηγόρου υπεράσπισής της κ. Σάββα Παυλίδη, προχώρησε σε δοσοποίηση της σε ισόποσες δόσεις και σε διάστημα 3 ετών, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2017.
Πρόκειται για την πρώην προϊσταμένη συναλλαγών του υποκαταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας, που λειτουργούσε στη Ρόδο, η οποία ενεπλάκη στην υπόθεση μαζί με τον ενδιαμέσως εκλιπόντα πρώην διευθυντή του ίδιου καταστήματος.
Το ιστορικό της υπόθεσης, που έφερε στο φως της δημοσιότητας η “δημοκρατική”, φέρεται να έχει ως εξής:
Στις 31-7-97, όταν εργαζόταν στο κατάστημα της Ιονικής Τράπεζας Νέας Αγοράς Ρόδου, ο τότε διευθυντής είχε συμβουλεύσει δύο Ελληνοϊταλούς, πατέρα και γιο, να επενδύσουν το χρηματικό ποσό των 291.133,09 ευρώ σε αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), οι δε τελευταίοι έχοντας εμπιστοσύνη στο πρόσωπο των δύο κατηγορουμένων, λόγω της προαναφερόμενης ιδιότητάς τους, κατέβαλαν στην κατηγορουμένη σε μετρητά, το παραπάνω ιδιαίτερα μεγάλο ποσό, και έδωσαν την εντολή στους δύο κατηγορούμενους να προβούν στην αγορά ΟΕΔ επταετούς διάρκειας, ονομαστικής αξίας 100.000.000 δρχ.
Η κατηγορούμενη φέρεται αντί να καταχωρήσει, όπως όφειλε, την παραπάνω συναλλαγή στο μηχανογραφικό σύστημα του ηλεκτρονικού υπολογιστή της τράπεζας, ώστε να λάβει η συγκεκριμένη πράξη αύξοντα αριθμό συναλλαγής και να εκδοθεί, όπως επιβαλλόταν, μηχανογραφημένο παραστατικό γραμμάτιο είσπραξης, συμπλήρωσε χειρόγραφα το έντυπο του υπ’ αρ. 276370 αντιγράφου γραμματίου είσπραξης της Ιονικής Τράπεζας, στο οποίο ανέγραψε το εισπραχθέν ποσό ολογράφως και αριθμητικώς, τα ονοματεπώνυμα των δύο καταθετών επενδυτών, τον κωδικό λογαριασμού τους και ως αιτιολογία την αγορά ΟΕΔ επταετούς διάρκειας, ονομαστικής αξίας 100.000.000 δρχ. και αφού υπέγραψε η ίδια το αντίγραφο του γραμματίου είσπραξης, το παρέδωσε στον τελευταίο, δίχως να εισάγει τα χρήματα στο ταμείο της τράπεζας και δίχως να τα καταχωρήσει στον προαναφερόμενο κωδικό λογαριασμού, έτσι ώστε να μην εμφανίζεται είτε στο ταμείο, είτε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της τράπεζας η κατάθεση του παραπάνω ποσού των 99.203.600 δρχ.
Τον Σεπτέμβριο 2000, μετά τη συγχώνευση της Ιονικής Τράπεζας με την Alpha Bank, οι τραπεζικοί υπάλληλοι εξακολουθούσαν να εργάζονται με τις παραπάνω ιδιότητές τους στο ίδιο τραπεζικό κατάστημα, το οποίο ανήκε πλέον στην Alpha Bank, στο οποίο ετηρείτο κοινός λογαριασμός με συνδικαιούχους τα 3 παιδιά του ήδη θανόντος επενδυτή, μονίμους κατοίκους Pisa Ιταλίας. Ο τραπεζικός γνωρίζοντας, όπως και η συγκατηγορούμενή του ότι το ύψος του κοινού λογαριασμού ανερχόταν στο ποσό των 204.144,63 ευρώ, επικοινώνησε με τους αδελφούς και τους συνέστησε να τοποθετήσουν 50.000.000 δρχ. σε προθεσμιακή κατάθεση, ώστε να έχουν μεγαλύτερη απόδοση τόκων και εκείνοι δέχτηκαν και έδωσαν την εντολή από την Ιταλία να γίνει ανάληψη του ποσού των 50.000.000 δρχ. προκειμένου να επενδυθεί σε προθεσμιακή κατάθεση.
Ακολούθως δε οι δύο τραπεζικοί υπάλληλοι στις 20-9-2000 φέρονται, αφού ανέλαβαν από τον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό το ποσό των 50.000.000 δρχ. ή 146.735,14ευρώ, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι οι συνδικαιούχοι του λογαριασμού ήταν μόνιμοι κάτοικοι Ιταλίας και δεν είχαν την δυνατότητα αμέσου ελέγχου των τραπεζικών συναλλαγών τους, ιδιοποιήθηκαν παράνομα από κοινού το παραπάνω ποσό που είχε περιέλθει στην κατοχή τους. Κατηγορούνται συγκεκριμένα ότι δεν προέβησαν στην προθεσμιακή κατάθεση, όπως όφειλαν, πρόκειται δε για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Στις 20-12-2000, όταν μάρτυρας, εξάδελφος των ελληνοϊταλών, εμφανίστηκε στο κατάστημα της Alpha Bank για να καταθέσει, με εντολή συγγενούς του επενδυτή το ποσό των 146.735,14 ευρώ στον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό τους, έγινε αντιληπτός από τον τραπεζικό, ο οποίος φέρεται να τηλεφώνησε αμέσως στην Ιταλία και αφενός μεν τον απέτρεψε από το να κατατεθούν τα χρήματα στον κοινό λογαριασμό, σκοπεύοντας να μην αποτυπωθεί η συναλλαγή στο μηχανογραφικό σύστημα της τράπεζας και να μην εισαχθούν τα χρήματα στο ταμείο της τράπεζας και αφετέρου φέρεται να τον έπεισε να δώσει την εντολή στον ίδιο ως διευθυντή και στην συγκατηγορουμένη του ως προϊσταμένη καταθέσεων, να κατατεθούν τα χρήματα σε προθεσμιακή κατάθεση.
Ακολούθως οι δύο τραπεζικοί φέρονται, ενεργώντας ως εντολοδόχοι και με την παραπάνω ιδιότητά τους, αφού έλαβαν στην κατοχή τους το παραπάνω ποσό των 50.000.000 δρχ., λόγω της εμπιστοσύνης του ελληνοϊταλού στο πρόσωπό τους, να τα ιδιοποιήθηκαν από κοινού παράνομα, δίχως να προβούν στην προθεσμιακή κατάθεση, όπως όφειλαν, πρόκειται δε για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Απολογούμενη επέρριψε την αποκλειστική ευθύνη για την υπεξαίρεση στον εκλιπόντα διευθυντή, υποστηρίζοντας ότι το έτος 1997 είχαν αγοραστεί τα ομόλογα και πως η συναλλαγή είχε εκτελεστεί κανονικά.
Παρουσίασε παραστατικά από τα οποία όπως υποστήριξε προκύπτει, ότι στο χρονικό διάστημα των ετών 1997 – 1999 η επένδυση υπήρχε καταχωρημένη στην τράπεζα, τονίζοντας ότι η ίδια είχε αποχωρήσει από το συγκεκριμένο υποκατάστημα τον Σεπτέμβριο του 2000.
Δεν μπόρεσε όμως να δώσει πειστικές απαντήσεις γιατί η Alpha Βank ως διάδοχος της Ιονικής Τράπεζας αναγκάστηκε να καταβάλει στους επενδυτές εξωδικαστικά 550.000 ευρώ, αφού πρώτα αναγνώρισε την ευθύνη της ίδιας και του εκλιπόντος.
Ως συνήγορος πολιτικής αγωγής παρέστη ο δικηγόρος κ. Γ. Μαυρομάτης.