Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρ. 4 του ν. 3869/2010 για την έναρξη της διαδικασίας υπαγωγής υπερχρεωμένου οφειλέτη στη ρύθμιση του ίδιου νόμου, ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στο γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου). Η αίτηση πρέπει να περιέχει: “α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των πάσης φύσης εισοδημάτων και της συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη”. Προσθέτως, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 4 του ν. 3869/2010 μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης, ο οφειλέτης υποχρεούται να προσκομίσει: “α)…, β) υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της προηγούμενης παραγράφου και για τις μεταβιβάσεις επί εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων στις οποίες προέβη την τελευταία τριετία”. Η υποχρέωση αναφοράς από τον οφειλέτη στην αίτησή του της περιουσίας του και της συζύγου του ενισχύεται από την επιβαλλόμενη σ’ αυτούς πρόσθετη υποχρέωση προσκομίσεως υπεύθυνης δηλώσεώς τους περί του ότι, μεταξύ άλλων, η εμφανιζόμενη στην αίτηση κατάσταση της περιουσίας τους είναι ορθή και πλήρης. Δηλαδή ότι περιλαμβάνονται όλα τα αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία και ότι αυτά περιγράφονται ορθώς. Αν ο οφειλέτης ή η σύζυγός του δεν περιλάβουν σκοπίμως ή εκ παραδρομής κάποιο αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο, γεγονός που μπορεί να διαγνωσθεί από την περαιτέρω πορεία της διαδικασίας, τότε αναδεικνύεται ότι η υποβληθείσα αίτηση δεν είναι πλήρης, η δε αίτηση από την οποία έχει παραληφθεί η αναφορά κάποιου αξιόλογου περιουσιακού στοιχείου είναι ανακριβής και όχι αόριστη. Ειδικότερα, το προαναφερθέν καθήκον της ειλικρινούς δηλώσεως του οφειλέτη καθιερώνεται από το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3869/2010. Παράβαση του καθήκοντος αυτού από δόλο ή βαριά αμέλεια συνεπάγεται την απόρριψη της αιτήσεως του οφειλέτη για υπαγωγή του στη ρύθμιση του ν. 3869/2010, εφόσον την επικαλεσθεί ρητά οποιοσδήποτε πιστωτής, που μετέχει στη διαδικασία με αίτησή του μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τότε που την πληροφορήθηκε”. Από τα μέχρι τούδε εκτεθέντα προκύπτει σαφώς, ότι η ανακρίβεια της αιτήσεως και της συναφούς υπεύθυνης δήλωσης για την ορθότητα και πληρότητα της αίτησης δεν είναι στοιχείο του ορισμένου της αίτησης, ούτε λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, αλλά
επιφέρει την απόρριψη της αιτήσεως για ουσιαστικούς λόγους και μόνο, μετά από αίτηση μετέχοντος πιστωτού στη διαδικασία, η οποία πρέπει να υποβληθεί μέσα σε ένα έτος από τότε που την πληροφορήθηκε. Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2β’ του ν. 3869/ 2010 αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 4161/2013, που ισχύει από 14-6- 2013, σύμφωνα με την οποία, η αίτηση της προηγούμενης παραγράφου (δηλαδή της παραγράφου 1) προς διευκόλυνση του προδικαστικού συμβιβασμού και όχι ως στοιχείο του παραδεκτού, συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων των περιπτώσεων α’ και β’ της προηγούμενης παραγράφου, και όχι ως στοιχείο του παραδεκτού της αιτήσεως. Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του ν. 4161/2013, κατά την οποία για τις εκκρεμούσες αιτήσεις εφαρμόζεται η προδικασία που ίσχυε πριν τη θέση σε ισχύ του παρόντος, αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 3869/2010, που ρυθμίζει την προδικασία και όχι σε εκείνη του άρθρου 4 παρ. 2β’ του ίδιου νόμου, και επομένως εφαρμόζεται και στις εκκρεμούσες αιτήσεις για τις οποίες η παράλειψη ή ατέλεια της υπεύθυνης δήλωσης δεν δημιουργεί οποιοδήποτε οριστικό απαράδεκτο, που να οδηγεί στην έκδοση απορριπτικής αποφάσεως.
Επιμέλεια: Ευαγγελία Μανίκα / Επιστημονική Συνεργάτης ethemis
Η ανακρίβεια της αιτήσεως και της συναφούς υπεύθυνης δήλωσης για την ορθότητα και πληρότητα της αίτησης δεν είναι στοιχείο του ορισμένου της αίτησης, ούτε λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, αλλά επιφέρει την απόρριψη της αιτήσεως για ουσιαστικούς λόγους και μόνο, μετά από αίτηση μετέχοντος πιστωτού στη διαδικασία, η οποία πρέπει να υποβληθεί μέσα σε ένα έτος από τότε που την πληροφορήθηκε.