Οικονομική ασφυξία στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας δημιουργεί πέραν των άλλων η πλήρης επικράτηση των ελαστικών μορφών απασχόλησης.
Σύμφωνα με τις καταγραφές των μελετητών του ασφαλιστικού συστήματος, κ.κ. Σ. Ρομπόλη (ομότιμου καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου) και Β. Μπέτση (υποψηφίου διδάκτορα), οι ετήσιες απώλειες – μόνο από τις ασφαλιστικές εισφορές – λόγω της απόλυτης κυριαρχίας των ελαστικών μορφών απασχόλησης στην αγορά εργασίας φθάνουν τα 2,5 δισ. ευρώ.Πρέπει να σημειώσουμε ότι η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση καταδεικνύει την πλήρη επικράτηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στην αγορά εργασίας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Οι θέσεις εργασίας
Συγκεκριμένα, πάνω από το 50% των νέων προσλήψεων την τελευταία πενταετία 2014-2018 αφορούν θέσεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας, ενώ από το 2009 μέχρι σήμερα οι μετατροπές των ατομικών συμβάσεων από πλήρους απασχόλησης σε μερικής και εκ περιτροπής εργασία παρουσιάζουν συνολική αύξηση της τάξεως του 211,2%. Οι προσφερόμενες θέσεις πλήρους απασχόλησης υποχωρούν σταθερά, με αποτέλεσμα η ποσοστιαία αναλογία τους από 79% το 2009 να μειωθεί στο 45% το 2018. Το ίδιο διάστημα η ποσοστιαία αναλογία των νέων προσλήψεων με ευέλικτες μορφές απασχόλησης μεταξύ 2009 και 2018 υπερδιπλασιάζεται από το 21% του συνόλου των προσλήψεων στο 54,3%.
Πλήρης κυριαρχία
Η μελέτη των δύο ειδικών της κοινωνικής ασφάλισης καταγράφει τις απώλειες από ασφαλιστικές εισφορές που υπόκεινται το ασφαλιστικό σύστημα, εξαιτίας της πλήρους κυριαρχίας των ελαστικών μορφών απασχόλησης στην αγορά εργασίας (μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία). Οι ετήσιες απώλειες που προκαλούν οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης στα Ταμεία ξεπερνούν τα 2,5 δισ. ευρώ και η εξέλιξη των στοιχείων της αγοράς εργασίας δείχνει ότι τα επόμενα χρόνια η εικόνα θα επιδεινωθεί και οι απώλειες θα είναι βαρύτερες.
Το ποσό αυτό μέχρι το έτος 2055 φθάνει τα 65,6 δισ. ευρώ, 48 δισ. ευρώ από την κύρια σύνταξη και 17,6 δισ. από την επικουρική σύνταξη. Στις παραδοχές της μελέτης ελήφθησαν υπόψη τα εξής: η ανεργία θα μειωθεί στο 10% το 2030 και στο 7,5% το 2055. Μέχρι το 2024 το ποσοστό των νέων ευέλικτων θέσεων απασχόλησης θα αποτελεί το 64% και από το 2025 μέχρι το 2055 θα φθάσει το 75% των νέων προσλήψεων.