Στο Συμβούλιο της Επικρατείας θα κριθεί η τύχη της προσαύξησης του κατώτατου μισθού λόγω προϋπηρεσίας, των γνωστών τριετιών. Η σύγχυση προκλήθηκε από την εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας, που καθορίζει τους μισθούς με βάση τις τριετίες, στα 715 ευρώ για τους έχοντες 3-6 έτη προϋπηρεσίας, 780 ευρώ για τους έχοντες 6-9 έτη προϋπηρεσίας και 845 ευρώ για τους έχοντες άνω των 9 ετών προϋπηρεσία. Ο ΣΕΒ ζητεί την ακύρωση της εγκυκλίου, υποστηρίζοντας ότι οι τριετίες έχουν καταργηθεί όσον αφορά τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό και το κατώτατο ημερομίσθιο. Στον αντίποδα, η ΓΣΕΕ ζητεί την άμεση κατάργηση των μνημονιακών νόμων που περιορίζουν το δικαίωμα για προσαύξηση του κατώτατου μισθού ανά τριετία και δίνει στο κράτος το δικαίωμα να ρυθμίζει το ύψος του. Παράλληλα, η Συνομοσπονδία τάσσεται υπέρ της επαναφοράς των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων στα χέρια των κοινωνικών εταίρων.
Αναλυτικά, σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, η αναγνώριση της επαγγελματικής προϋπηρεσίας των εργαζομένων είναι συλλογική εργατική κατάκτηση, η οποία οφείλει να αντιμετωπίζεται με θεσμική και νομική σοβαρότητα. Για τον λόγο αυτό, η ΓΣΕΕ τάσσεται υπέρ της άμεσης κατάργησης των διατάξεων που ψηφίστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, υποστηρίζοντας πως η διατήρησή τους σε ισχύ επιτείνει τη σύγχυση και ενισχύει την εργοδοτική παραβατικότητα. Επί της ουσίας, η ΓΣΕΕ θεωρεί ότι ο νόμος του 2013 αφορά αποκλειστικά τη διαδικασία διαμόρφωσης του νομοθετικά πλέον καθοριζόμενου κατώτατου μισθού και όχι τις ισχύουσες διατάξεις για την προσαύξησή τους λόγω προϋπηρεσίας. Την ακριβώς αντίθετη θέση εκφράζει ο ΣΕΒ, που από κοινού με 6 περιφερειακούς συνδέσμους (ΣΒΑΠ, ΣΒΘΚΕ, ΣΒΣΕ, ΣΕΒΙΠΕ&ΔΕ, ΣΘΕΒ, ΠΑΣΕΒΙΠΕ) κατέθεσε αίτηση ακύρωσης στις 17 Απριλίου 2019, κατά της εγκυκλίου του υπουργείου Εργασίας.
Αναλυτικά, ο Σύνδεσμος υποστηρίζει ότι οι τριετίες έχουν καταργηθεί όσον αφορά τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό και το κατώτατο ημερομίσθιο, βάσει του άρθρου 103 του ν. 4172/2013. Οσο για την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, σύμφωνα με ανακοίνωση, οι Σύνδεσμοι άσκησαν το δικαίωμά τους απέναντι σε ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο κακοδιοίκησης, δηλαδή να εξουδετερώνεται ή να αλλοιώνεται η νομοθεσία διά της έκδοσης εγκυκλίων, όπως συνέβη με την προσβαλλόμενη εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας.