Έννοια του θεσμού
Η διαδοχική ασφάλιση είναι μια μορφή ή ένα είδος ασφάλισης που παρουσιάζεται στο άτομο το οποίο, ενώ ήταν ασφαλισμένο σε έναν ασφαλιστικό οργανισμό, λόγω αλλαγής επαγγέλματος ή εργασίας αναγκάζεται να ασφαλιστεί σε άλλον ασφαλιστικό οργανισμό. Με τις διατάξεις του Ν.Δ. 4202/1961 καθιερώθηκε ο θεσμός της διαδοχικής ασφάλισης, με σκοπό τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος κατόπιν ασφάλισης διαδοχικώς σε πλείονες του ενός ασφαλιστικούς φορείς.
του Βασίλειου Παπαβασιλείου (Οικονομολόγος, Μ.Β.Α.)
Σκοπός επίσης, της διαδοχικής ασφάλισης είναι η διατήρηση και αξιοποίηση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των διαδοχικά ασφαλισμένων σε δύο ή περισσότερους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Επιπλέον, σκοπός του θεσμού είναι η διασφάλιση, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος μεταβάλλει επάγγελμα και συνακόλουθα ασφαλιστικό φορέα, του διανυθέντος διαδοχικά σε περισσότερους ασφαλιστικούς φορείς χρόνου, ο οποίος συνυπολογίζεται για τη θεμελίωση του δικαιώματος και το ύψος της σύνταξης.
Ειδικότερα,
αι αξιοποίηση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των διαδοχικά ασφαλισμένων σε δύο ή περισσότερους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Επιπλέον, σκοπός του θεσμού είναι η διασφάλιση, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος μεταβάλλει επάγγελμα και συνακόλουθα ασφαλιστικό φορέα, του διανυθέντος διαδοχικά σε περισσότερους ασφαλιστικούς φορείς χρόνου, ο οποίος συνυπολογίζεται για τη θεμελίωση του δικαιώματος και το ύψος της σύνταξης.
Ειδικότερα, τα πρόσωπα που υπήχθησαν διαδοχικώς στην ασφάλιση περισσοτέρων του ενός ασφαλιστικών φορέων δεν υποχρεούνται να συνταξιοδοτηθούν αποκλειστικά βάσει των διατάξεων περί διαδοχικής ασφάλισης. Αντιθέτως, μπορούν να επιδιώξουν την αυτοτελή από καθένα από τους φορείς αυτούς συνταξιοδότησή τους, εφόσον πληρούν τις προς τούτο προϋποθέσεις που τάσσει η νομοθεσία τους (ΔΕφΑθ 1445/2015).
Σε περίπτωση όμως, επιλογής της υπαγωγής τους στον θεσμό της διαδοχικής ασφάλισης, δεν επιτρέπεται ο τεμαχισμός του χρόνου που διανύθηκε σε κάθε ασφαλιστικό φορέα, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, αμετάβλητος ο συνολικός χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε σε όλους τους συμμετέχοντες ασφαλιστικούς φορείς ( άρθρο 2 παρ. 4 του Ν.Δ. 4202/1961 ).
Επίσης, ο ασφαλισμένος προκειμένου να λάβει σύνταξη σύμφωνα με την νομοθεσία περί διαδοχικής ασφάλισης, μπορεί να συνυπολογίσει μέρος μόνο του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση ενός ή περισσοτέρων ασφαλιστικών οργανισμών, εφόσον με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζει την μέγιστη δυνατή συνταξιοδοτική παροχή, ο χρόνος όμως που απομένει δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη συνταξιοδότησή του από άλλο φορέα, η περικοπή δε του χρόνου ασφάλισης δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την μεταβολή του απονέμοντος τη σύνταξη ασφαλιστικού οργανισμού.
Αρμόδιος ασφαλιστικός οργανισμός
Αρμόδιος για την απονομή της σύνταξης οργανισμός είναι ο τελευταίος ασφαλιστικός φορέας, στον οποίο ήταν ασφαλισμένος κατά την τελευταία περίοδο απασχόλησης πριν τη διακοπή του ο ενδιαφερόμενος και στον οποίο υποβάλλεται το αίτημα για χορήγηση σύνταξης. Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλιση του φορέα αυτού, τόσο για θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού (με εξαίρεση τις αναφερόμενες στο άρθρο 3 του Ν.Δ. 4202/1961 περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν υπολογίζεται ο χρόνος που διανύθηκε στους άλλους οργανισμούς).
Ο ασφαλισμένος κατά τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης αντιμετωπίζεται όπως οι λοιποί συνταξιούχοι του απονέμοντος τη σύνταξη ασφαλιστικού φορέα. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο χρονικές προϋποθέσεις, η αίτηση διαβιβάζεται από τον τελευταίο ασφαλιστικό οργανισμό στον οργανισμό στον οποίο διανύθηκε ο περισσότερος χρόνος από τον ασφαλισμένο, πλην του τελευταίου ασφαλιστικού φορέα, προκειμένου να διερευνηθεί εάν πληρούνται οι τασσόμενες από τις καταστατικές διατάξεις αυτού προϋποθέσεις (ΣτΕ 1780, 1784, 1785/2013).
Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το δικαίωμα κρίνεται από τους λοιπούς οργανισμούς στους οποίους ασφαλίστηκε κατά φθίνουσα σειρά έως ότου εξαντληθεί η έρευνα περί του ενδεχομένου της θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ασφαλιστικού δεσμού μετά του απονέμοντος την παροχή ασφαλιστικού οργανισμού, κατά τον χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Σε περίπτωση δε που δεν πληρούνται σε κανέναν εξ αυτών, αρμόδιος εκ νέου καθίσταται ο τελευταίος φορέας, εφόσον συμπληρώνονται τα ελάχιστα χρονικά όρια που θέτει η διάταξη και πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί την τελευταία πενταετία, προκειμένου να απονεμηθεί σύνταξη στον ασφαλισμένο.
Κρίσιμος χρόνος για το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς της διαδοχικής ασφάλισης και για την έναρξη καταβολής της σύνταξης είναι ο χρόνος υποβολής της σχετικής αίτησης για απονομή σύνταξης κατά τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης (ΔΕφΠατρ 469/2018), που αποτελεί άλλωστε προϋπόθεση για την εφαρμογή τους που δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως.
Τέλος, οι κανόνες της διαδοχικής ασφάλισης έχουν εφαρμογή μόνο μία φορά, με αποτέλεσμα τη δυνατότητα του ασφαλισμένου να ζητήσει την εφαρμογή τους, για να επιτύχει την μέγιστη ασφαλιστική παροχή, να τελεί υπό την προϋπόθεση ότι ο χρόνος ασφάλισης που ήδη χρησιμοποιήθηκε δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πάλι για την συνταξιοδότησή του από άλλο ασφαλιστικό φορέα. Οι κανόνες αυτοί ισχύουν μόνον μεταξύ ομοειδών ασφαλιστικών οργανισμών (ταμείων και κλάδων), δηλαδή μεταξύ οργανισμών κύριας ή μεταξύ οργανισμών επικουρικής ασφάλισης (ΣτΕ 617/2012).
Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία επί του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος διαδοχικής ασφάλισης, ο απονέμων τη σύνταξη ασφαλιστικός φορέας, κατά τον υπολογισμό του διανυθέντος και στους λοιπούς συμμετέχοντες ασφαλιστικούς οργανισμούς χρόνου ασφάλισης, με βάση τα παρεχόμενα από αυτούς στοιχεία, υποχρεούται προκειμένου να προβεί στον καθορισμό του συνολικού χρόνου ασφάλισης, να ελέγχει την νομιμότητα των πράξεων βεβαίωσης περί του χρόνου ασφάλισης των λοιπών πιο πάνω συμμετεχόντων ασφαλιστικών φορέων, κατά τις οικείες περί αυτών διατάξεις, διότι οι τυχόν πλημμέλειες των πράξεων αυτών επιδρούν στο κύρος της δικής του απόφασης, που καθορίζει τελικά τον συνολικό ασφαλιστικό χρόνο και ελέγχονται μαζί με αυτήν από τα διοικητικά δικαστήρια σε περίπτωση αμφισβήτησης της νομιμότητά της.
Αντίστοιχα, προσδιορίζοντας το τελικώς καταβλητέο ποσό της σύνταξης με βάση τις πράξεις και των λοιπών συμμετεχόντων στη διαδοχική ασφάλιση ασφαλιστικών οργανισμών (πράξεις με τις οποίες υπολογίζονται τα επιμέρους ποσά σύνταξης που βαρύνουν καθέναν από τους οργανισμούς αυτούς) υποχρεούται να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων αυτών, γιατί στις περιπτώσεις αυτές οι πλημμέλειες των σχετικών πράξεων επιδρούν στο κύρος και της δικής του απόφασης, που καθορίζει τελικά το συνολικό ποσό της σύνταξης και ελέγχονται μαζί με αυτήν, σε περίπτωση αμφισβήτησης της νομιμότητάς της, από τα διοικητικά δικαστήρια.
Συνεπώς, η πράξη του συμμετέχοντος ασφαλιστικού οργανισμού, με την οποία βεβαιώνεται ο χρόνος ασφάλισης που ο ασφαλισμένος διήνησε σ΄αυτόν και υπολογίζεται το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στον οργανισμό αυτό, αποτελεί πράξη προπαρασκευαστική της πράξης που εκδίδει τελικά ο απονέμων ασφαλιστικός οργανισμός και υπόκειται υποχρεωτικώς σε έλεγχο νομιμότητας εκ μέρους των οργάνων του τελευταίου αυτού (απονέμοντος) οργανισμού, στερούμενη εκτελεστότητας (ΣτΕ 351/2012, ΣτΕ 4101/2012). Το ίδιο ίσχυε και για τις πράξεις με τις οποίες κρίνεται ότι, ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε σε ένα ταμείο δεν μπορούσε να προσμετρηθεί κατά τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης από τον απονέμοντα οργανισμό, με την αιτιολογία ότι αποτελούσε χρόνο παράλληλης ασφάλισης (ΣτΕ 1142/2017). Η βεβαίωση αυτή πλέον συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη σύμφωνα με ρητή διάταξη της περ. β της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν.3232/2004 , οπότε αρμόδια να κρίνουν τη νομιμότητα πράξης συμμετέχοντος οργανισμού σχετικά με το χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε σ΄ αυτόν, είναι τα όργανα του ίδιου του συμμετέχοντος οργανισμού και όχι εκείνα του απονέμοντος οργανισμού (μετά τις 12/2/2004 ημερομηνία δημοσίευσης του Ν.3232/2004, ΔεφΑθ 1028/2011, ΔεφΘες 758/2016).
Η κρίση συνταξιοδότησης από τον αρμόδιο ασφαλιστικό οργανισμό
Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, το αίτημα υποβάλλεται στον τελευταίο φορέα σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν.3863/2010 . Ο τελευταίος φορέας είναι αρμόδιος να κρίνει το αίτημα συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, εφόσον έχει στην ασφάλιση του 5 ολόκληρα χρόνια ή 1.500 ημέρες εργασίας, από τις οποίες 20 μήνες ή 500 ημέρες αντίστοιχα κατά την τελευταία 5ετία, πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή κρίσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύνταξης λόγω Γήρατος.
Για την κρίση του αιτήματος συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας ή θανάτου απαιτείται πλέον η πραγματοποίηση στην ασφάλιση του τελευταίου φορέα σαράντα (40) μηνών ή 1.000 ημερών εκ των οποίων όμως δώδεκα (12) μήνες ή 300 ημέρες ασφάλισης αντίστοιχα κατά την τελευταία πενταετία, πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή κρίσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύνταξης λόγω Αναπηρίας ή Θανάτου.
Ο Οργανισμός που είναι αρμόδιος να κρίνει το συνταξιοδοτικό δικαίωμα, εξετάζει αν συγκεντρώνονται κατά περίπτωση οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δηλαδή όριο ηλικίας και απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης για τις συντάξεις λόγω γήρατος, ποσοστό αναπηρίας και απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης για τις συντάξεις λόγω αναπηρίας, συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης για τις συντάξεις λόγω θανάτου.
Αν στην ασφάλιση του τελευταίου φορέα δεν έχει πραγματοποιηθεί ο αριθμός των ημερών που ορίζονται παραπάνω, δηλαδή 1.500 ημέρες εργασίας ή 500 την τελευταία πενταετία για τη σύνταξη λόγω γήρατος και 1.000 ημέρες εργασίας ή 300 την τελευταία πενταετία για την σύνταξη λόγω αναπηρίας και θανάτου ή αν τις έχει πραγματοποιήσει αλλά δεν έχει τις χρονικές προϋποθέσεις για να δικαιωθεί συντάξεως από τον Οργανισμό που υπέβαλε το αίτημα, τότε το αίτημα στέλνεται για κρίση στον επόμενο κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας Οργανισμό με την προϋπόθεση ότι έχουν επέλθει οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης (όριο ηλικίας για σύνταξη γήρατος ή ποσοστό αναπηρίας για σύνταξη αναπηρίας) που απαιτούνται από τη νομοθεσία του τελευταίου Οργανισμού που ήταν ασφαλισμένος.
Ο προηγούμενος φορέας κρίνει το αίτημα και χορηγεί σύνταξη εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις που απαιτεί η νομοθεσία του (συντάξιμος χρόνος, ηλικία, ποσοστό αναπηρίας) λαμβάνοντας υπόψη και τον χρόνο που διανύθηκε και στους άλλους Φορείς και ανεξάρτητα με το πόσο χρόνο έχει στην ασφάλιση του.
Αν το αίτημα απορριφθεί από όλους τους προηγούμενους φορείς, επιστρέφει στον τελευταίο ο οποίος κρίνει το αίτημα, εφόσον έχει στην ασφάλιση του 1.000 ημέρες εργασίας ή 40 μήνες ασφάλισης εκ των οποίων 300 ημέρες εργασίας ή 12 μήνες ασφάλισης αντιστοίχως την τελευταία πενταετία για τις περιπτώσεις γήρατος και 300 οποτεδήποτε για τις περιπτώσεις αναπηρίας και θανάτου και χορηγεί σύνταξη εφόσον έχει τις προϋποθέσεις που ορίζει η νομοθεσία του (ηλικία, ποσοστό αναπηρίας).
Στη διαδοχική ασφάλιση ολόκληρος ο χρόνος υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για την θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό του ποσού της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού. Σχετικό το άρθρο 14, Ν.1902/1990 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 §1, Ν.3863/2010 (ΦΕΚ Α΄115).
Σε περίπτωση που μέρος του χρόνου ενός οργανισμού είναι παράλληλο με μέρος χρόνου άλλου οργανισμού ο ασφαλισμένος με δήλωσή του επιλέγει από ποιόν οργανισμό θα αφαιρεθεί ο χρόνος αυτός. Για να γίνει αυτή η επιλογή από τον ασφαλισμένο πρέπει να υπάρχει διαδοχική ασφάλιση, να μην είναι δηλαδή ολόκληρος ο χρόνος παράλληλος, γιατί τότε επειδή δεν υπάρχει διαδοχική ασφάλιση, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις μεταξύ των οποίων είναι και η επιλογή του ασφαλισμένου από ποιόν οργανισμό επιθυμεί να παραμείνει ισχυρή η ασφάλιση.
Η σημασία του θεσμού της διαδοχικής ασφάλισης
Ο αριθμός των ασφαλισμένων που κατά την διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου μεταβάλουν τον ασφαλιστικό τους φορέα συνεχώς αυξάνεται και με δεδομένο την οικονομική κρίση που μαστίζει την ελληνική οικονομία προοιωνίζεται περαιτέρω αύξηση του αριθμού αυτού. Είναι πλέον κοινό φαινόμενο να αρχίζει κάποιος τον εργασιακό και ασφαλιστικό του βίο ως μισθωτός στον ιδιωτικό τομέα και να συνεχίζει είτε ως αυτοαπασχολούμενος ή ως ελεύθερος επαγγελματίας είτε ως εργαζόμενος στο δημόσιο. Στο πλαίσιο αυτό καθίσταται αναγκαία η ύπαρξη ενός συστήματος καθορισμού, τόσο του αρμόδιου φορέα όσο και του τρόπου καθορισμού της σύνταξης στους διαδοχικά ασφαλισμένους, προκειμένου να υπάρχει ισορροπία και αναλογικότητα στον τρόπο ρύθμισης των περιπτώσεων αυτών. Το πρόσφατο νομοθετικό πλαίσιο προσπαθεί να ομογενοποιήσει το συνταξιοδοτικό σύστημα, τόσο των διαφόρων φορέων κοινωνικής ασφάλισης, όσο και των ασφαλισμένων στο δημόσιο. Θεσπίζοντας κοινά έτη ασφάλισης συνταξιοδότησης και κοινά όρια ηλικίας, ανεξαρτήτως του φορέα στον οποίο υπάγονται οι ασφαλισμένοι, καθώς επίσης και έναν ενιαίο τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, θέτοντας τις προϋποθέσεις για ένα δικαιότερο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από άρθρο του κ. Βασιλείου Παπαβασιλείου, με τίτλο «Η διαδοχική ασφάλιση» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Μαΐου 2019 του περιοδικού Epsilon7.