Ισως να είναι πρόσφορες οι συνθήκες για μια «επανεκκίνηση» των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης μέσα στον 21ο αιώνα. Εν μέσω της διαμάχης με τις Βρυξέλλες για τον προϋπολογισμό, ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε ισχυρίστηκε πως το περίπλοκο πλαίσιο της Ε.Ε. για τον προϋπολογισμό των κρατών-μελών δίνει υπερβολική έμφαση στη σταθερότητα και λιγότερη στην ανάπτυξη. Εχει δίκιο. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε. δεν ενθαρρύνουν την καινοτομία και τις παραγωγικές επενδύσεις. Δυστυχώς, όμως, ούτε οι προτεραιότητες των Ιταλών πολιτικών εστιάζουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που υπογράφηκε πριν από μία 20ετία και πάνω, στοχεύει στη δημοσιονομική πειθαρχία των κρατών-μελών της Ζώνης του Ευρώ, αλλά έχει αρκετές αδυναμίες. Είναι αυθαίρετοι οι κανόνες που προτάσσουν δημοσιονομικό έλλειμμα όχι πάνω από 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος έως και 60% του ΑΕΠ. Το σύμφωνο έχασε την αξιοπιστία του λίγο μετά τη δημιουργία του διότι δεν επιβλήθηκαν κυρώσεις εις βάρος της Γερμανίας και της Γαλλίας το 2003, παρά το γεγονός ότι το δημοσιονομικό τους έλλειμμα είχε ξεπεράσει κατά πολύ το ανώτατο όριο. Είναι δύσκολη η επιβολή προστίμων σε κυβερνήσεις της Ευρωζώνης που δεν είναι δημοσιονομικά πειθαρχημένες, διότι μπορεί να δημιουργήσουν ένα αντιευρωπαϊκό κλίμα. Αν και έχει γίνει μια προσπάθεια για να ληφθεί υπόψη έως έναν βαθμό η ανάπτυξη, το μεγαλύτερο βάρος εξακολουθεί να δίνεται στο ύψος του δημόσιου χρέους και του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης επικεντρώνεται στο μέγεθος των δημοσίων δαπανών και όχι στον τρόπο που κατανέμονται τα χρήματα του κράτους. Δεν γίνεται καμία διάκριση, παραδείγματος χάριν, ανάμεσα στα κονδύλια που διοχετεύονται στην έρευνα, ένας τομέας που γεννά θέσεις εργασίας, και σε αυτά που κρύβουν πολιτικά κίνητρα. Γνωρίζοντας αυτή τη δυσκολία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισήγαγε το 2015 τη δυνατότητα να εξαιρούνται ορισμένες δημόσιες επενδύσεις από το δημοσιονομικό έλλειμμα. Ο Ματέο Ρέντσι εκμεταλλεύτηκε αυτήν την αλλαγή.
Αλλά οι Βρυξέλλες διστάζουν να δώσουν μεγάλα περιθώρια ευελιξίας στις κυβερνήσεις. Καλό θα ήταν, όμως, να αφαιρούνταν τελείως ορισμένες δημόσιες επενδύσεις από τον υπολογισμό του ελλείμματος στον προϋπολογισμό, όπως τα κονδύλια που διοχετεύονται σε καινοτομίες ή στην πράσινη ενέργεια – που είναι προτεραιότητες της Ε.Ε. Μια τέτοια αλλαγή ίσως να μη βοηθήσει πολύ την ιταλική κυβέρνηση. Η Ιταλία δαπανά 5 δισ. ευρώ ετησίως στην έρευνα και στην προστασία του περιβάλλοντος. Δεν είναι αρκετά για να αντισταθμίσουν τις μειώσεις φόρων κατά 10 δισ. ευρώ που επιθυμεί ο Ματέο Σαλβίνι, ένας από τους δύο αντιπροέδρους της ιταλικής κυβέρνησης.
Αν και η Ρώμη διέφυγε φέτος τον κίνδυνο επιβολής κυρώσεων, οι Ευρωπαίοι εταίροι εξακολουθούν να αμφισβητούν τα κίνητρά της, δεδομένων των επεκτατικών δημοσιονομικών σχεδίων που έχει αναγγείλει για το 2020.Έντυπη