Η μονομερής τροποποίηση των όρων εργοδότησης ενός υπαλλήλου και ειδικότερα η μείωση του μισθού και άλλων ωφελημάτων, αποτελεί παράγοντα ο οποίος μπορεί να θεμελιώσει παράνομο εξαναγκασμό σε παραίτηση, με συνέπεια ο εργαζόμενος να δικαιούται αποζημιώσεις. Αυτό προκύπτει από πρόσφατη απόφαση του Εφετείου το οποίο κλήθηκε να εξετάσει την ορθότητα απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσέφυγε γυναίκα η οποία, από το 1991 μέχρι το 2005, εργαζόταν ως αεροσυνοδός στις Κυπριακές Αερογραμμές. Σύμφωνα με τα γεγονότα, λόγω της ανάγκης για λήψη μέτρων προς αντιμετώπιση σοβαρής οικονομικής κρίσης στην οποία περιήλθαν οι Κυπριακές Αερογραμμές, έγιναν προσπάθειες από το υπουργείο Εργασίας προς την κατεύθυνση εξεύρεσης συναινετικής λύσης που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις συνέχισης των εργασιών τους. Η συνδικαλιστική οργάνωση της οποίας η εν λόγω αεροσυνοδός ήταν μέλος απέρριψε την πρόταση του υπουργού Εργασίας.
Αντιθέτως, οι Κυπριακές Αερογραμμές την αποδέχθηκαν και προχώρησαν στην ανάλογη αποκοπή στις απολαβές και στα ωφελήματα των υπαλλήλων τους. Η εταιρεία ενημέρωσε το προσωπικό με επιστολές, τον Ιανουάριο του 2005 και τα μέτρα εφαρμόστηκαν άμεσα. Οκτώ μήνες μετά, η αεροσυνοδός αντέδρασε ζητώντας από την εταιρεία να της καταβάλει άμεσα τα χρήματα που της αποκόπτονταν. Οι Κυπριακές Αερογραμμές αρνήθηκαν και η εν λόγω αεροσυνοδός υπέβαλε παραίτηση επικαλούμενη εξαναγκασμό της. Η συνέχεια δόθηκε στο δικαστήριο το οποίο έκρινε πως υπήρξε παράνομος εξαναγκασμός σε παραίτηση και επιδίκασε αποζημιώσεις υπέρ της αεροσυνοδού. Οι Κυπριακές Αερογραμμές άσκησαν έφεση και το μόνο επίδικο ζήτημα ήταν το κατά πόσο η καθυστέρηση στην αντίδραση της εργαζόμενης, συνιστούσε αποδοχή των νέων όρων εργασίας που επέβαλε μονομερώς η εταιρεία. Το Εφετείο, αναλύοντας το θέμα σημείωσε ότι «σύμφωνα με καλά θεμελιωμένες αρχές αφ’ ης στιγμής εκδηλωθεί επιλήψιμη συμπεριφορά του εργοδότη, τέτοιας μορφής και έκτασης που θα δικαιολογούσε την αποχώρηση του εργοδοτούμενου, ο τελευταίος θα πρέπει να εγκαταλείψει την εργοδότησή του χωρίς καθυστέρηση ή τουλάχιστον εντός ευλόγου χρόνου. Το δικαίωμα του εργοδοτούμενου δεν παραμένει ανοικτό επ’ αόριστον και τυχόν υπέρμετρη, υπό τις συνθήκες, καθυστέρηση εγκατάλειψης της εργασίας του μπορεί να θεωρηθεί και να εκληφθεί ως επιβεβαίωση της σύμβασης εργασίας, όπως αυτή τροποποιήθηκε ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του εργοδότη και ότι παραιτήθηκε από το δικαίωμά του προς τερματισμό και αξίωση αποζημιώσεων». Η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της γεγονότων και στην περίπτωση της αεροσυνοδού κρίθηκε πως δεν επέδειξε τέτοια καθυστέρηση ώστε να κωλύεται να διεκδικήσει αποζημιώσεις. Υπό αυτά τα δεδομένα, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε.