Απόφαση η οποία αναδεικνύει αθέμιτες πρακτικές από μέρους της ΥΚΑΝ, εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο. Προκύπτει ότι η ΥΚΑΝ, συνεργάστηκε με άτομο που συνέλαβε στο παρελθόν για υπόθεση ναρκωτικών, προκειμένου να υποκινήσει τη διακίνηση κοκαΐνης. Μάλιστα, συνεπεία αυτής της αθέμιτης πρακτικής το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση η οποία είχε ως αποτέλεσμα την 18μηνη ποινή φυλάκισης του κατηγορούμενου-αθωωθέντος κατ’ έφεση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση του Εφετείου, «δεν ήταν αυτοβούλως που ενήργησε ο κατηγορούμενος για να εξασφαλίσει τα ναρκωτικά, αλλά κατόπιν προτροπής του Ι.I. ο οποίος είχε συνεργαστεί με την Αστυνομία για να παγιδευθεί ο κατηγορούμενος. Η Αστυνομία αποδέχθηκε και υποκίνησε αυτή τη συνεργασία».
Σύμφωνα με τα γεγονότα, μετά από έρευνα στο αυτοκίνητο του κατηγορούμενου, εντοπίστηκαν 17 γραμμάρια κοκαΐνης. Κατηγορήθηκε για κατοχή με σκοπό την προμήθεια. Βασικοί μάρτυρες ήταν δύο αστυνομικοί της ΥΚΑΝ οι οποίοι εντόπισαν τα ναρκωτικά. Και οι δύο, υποστήριξαν καταθέτοντας ενόρκως ότι δεν γνώριζαν κανένα Ι.Ι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβληματίστηκε για την ευκολία με την οποία εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά, πίσω από τα κουμπιά του παραθύρου του αυτοκινήτου. Προβληματίστηκε περαιτέρω ως προς τον τρόπο που εντοπίστηκε το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου στον δρόμο προς την Τερσεφάνου, ενώ η κατοικία του ήταν σε άλλη κατεύθυνση. Ωστόσο, αποδέχθηκε τη μαρτυρία τους, πλην της θέσης τους ότι ο Ι.I. τους ήταν άγνωστος.
Η θέση του κατηγορούμενου ήταν ότι ο Ι.I. του ασκούσε πιέσεις για να του εξασφαλίσει ναρκωτικά, εφόσον πιεζόταν και ο ίδιος από την Αστυνομία. Προέκυψε δε από μαρτυρία αστυνομικού της ΥΚΑΝ, τον οποίο κλήτευσε ως μάρτυρα ο κατηγορούμενος, ότι ο Ι.Ι. ήταν πρόσωπο γνωστό στην ΥΚΑΝ. Μάλιστα, προκύπτει ότι ο ίδιος ο Ι.Ι. ο οποίος επίσης κλήθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης, είχε αντιμετωπίσει παλαιότερα ποινική υπόθεση και ως αντάλλαγμα για να μην κατηγορηθεί από την Αστυνομία είχε ζητήσει να συνεργαστεί με αυτή, πράγμα το οποίο φαίνεται πως έγινε στην περίπτωση του κατηγορούμενου.
Ανατρέποντας την καταδικαστική απόφαση, το Εφετείο σημείωσε ότι «η αξιολόγηση του Δικαστηρίου ότι παρά τη μη αποδοχή της θέσης των δύο μαρτύρων της ΥΚΑΝ, ότι δεν γνώριζαν τον Ι.I., κατά τα άλλα δεν επλήττετο η αξιοπιστία τους, είναι με όλη την εκτίμηση, τρωτή. Ήταν ουσιώδες σημείο στην όλη μαρτυρία και την αξιοπιστία των μαρτύρων αυτών, η προσπάθεια τους να αποσυνδεθούν από τον Ι.I. Τουλάχιστον αφήνονται κενά και τίθενται εν αμφιβόλω οι ενέργειες της Αστυνομίας, η οποία χρησιμοποίησε ή καθοδήγησε τον Ι.I. να εμπλέξει τον κατηγορούμενο ώστε να διαπράξει αδίκημα για να αναχαιτιστεί από μέλη της ΥΚΑΝ και να κατηγορηθεί στη συνέχεια».
Αθωώνοντας τον κατηγορούμενο το Εφετείο υπέδειξε ότι «η υποκίνηση μεταθέτει την ευθύνη για το έγκλημα στις ίδιες τις αστυνομικές Αρχές που με τον τρόπο αυτό εκτρέπονται από την ορθή αποστολή τους η οποία αφορά στην αποτροπή και καταστολή του εγκλήματος. Δεν νοείται η ίδια η Αστυνομία να καθίσταται συνεργός στη διάπραξη εγκλήματος».