Παρότι όλοι συμφωνούν πως η υπέρμετρη επιβάρυνση των δικαστηρίων έχει προφανείς επιπτώσεις στην ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης αλλά και στο ίδιο το κράτος Δικαίου, το Δημόσιο δείχνει ακόμη και σήμερα να μην το αντιλαμβάνεται. Η άρνησή του, σιωπηρά τις περισσότερες φορές, να εφαρμόσει τις δικαστικές αποφάσεις, ακόμη κι αν αυτές έχουν πάρει πλέον το χαρακτήρα νομολογίας, αποτελεί τη συνηθέστερη αιτία προσφυγών σε βάρος του Δημοσίου που «πνίγουν» τα δικαστήρια.
Το δημόσιο ωθεί τους πολίτες σε… αχρείαστες αγωγές
Το Δημόσιο, φαίνεται πως όχι μόνο «απειθαρχεί» στις δικαστικές αποφάσεις αλλά οδηγεί και τους πολίτες σε ένα αέναο αγώνα προσφυγών, εξαντλώντας τους οικονομικά για υποθέσεις που έχουν ουσιαστικά κριθεί από τη Δικαιοσύνη! Στο τέλος, όμως ζημιωμένα είναι τα δημόσια ταμεία αφού αποτελεί μονόδρομο για τα δικαστήρια που καλούνται να κρίνουν τις εν λόγω προσφυγές, η εφαρμογή της νομολογίας. Και τότε, ο «λογαριασμός» πηγαίνει κατ’ ευθείαν στο Δημόσιο «φουσκωμένος», μάλιστα και από τους τόκους του οποίους θα πρέπει να καταβάλει.
Με προδιαγεγραμμένη την έκβαση των υποθέσεων αυτών, μοιάζει «οξύμωρο» το γεγονός να κατακλύζονται τα Διοικητικά κυρίως Δικαστήρια από αγωγές οι οποίες στρέφονται σε βάρος του Δημοσίου επειδή αυτό επιμένει να παραβλέπει τη νομολογία.
Ταλαιπωρία πολιτών και ζημία του Δημοσίου
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, στην ετήσια έκθεσή του για το 2018, αναλύει, με συγκεκριμένα στοιχεία, πως οι νομοθετικές πρωτοβουλίες για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων «εξανεμίζονται» λόγω της απροθυμίας της Διοίκησης να σεβαστεί και να υλοποιήσει το περιεχόμενο της παγιωμένης νομολογίας. Αποτέλεσμα, όπως επισημαίνει, είναι η ταλαιπωρία των πολιτών και οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για το Δημόσιο.
Τι λέει το Ν.Σ.Κ. στην ετήσια έκθεσή του
Ειδικότερα, το Ν.Σ.Κ. αναφέρει:
«Είναι γνωστό ότι κατά τα τελευταία είκοσι και πλέον έτη έχουν αναληφθεί από την πολιτεία αλλεπάλληλες νομοθετικές προσπάθειες να περιορισθούν κατά το δυνατόν οι υποθέσεις που άγονται προς επίλυση και συσσωρεύονται στα διοικητικά (κυρίως) δικαστήρια, επειδή η υπέρμετρη επιβάρυνση των δικαστηρίων έχει ευρύτατες δυσμενείς επιπτώσεις στο κράτος δικαίου και στην υποχρέωση απονομής δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο.
Η επιβάρυνση μάλιστα των δικαστηρίων εμφανίζεται παντελώς αδικαιολόγητη στις περιπτώσεις που τα νομικά ζητήματα έχουν επιλυθεί με πάγια νομολογία των ανώτατων δικαστηρίων και παρόλα αυτά η Διοίκηση ρητώς ή σιωπηρώς ωθεί τους πολίτες στην προσφυγή στα δικαστήρια, αρνούμενη την ικανοποίηση των νόμιμων αιτημάτων τους. Η πρακτική αυτή, πέραν των γενικότερων επιπτώσεων στην καλή και έγκαιρη λειτουργία της Δικαιοσύνης, έχει πάντως, δεδομένης της βέβαιης κατάληξης των υποθέσεων αυτών εις βάρος του Δημοσίου και άμεσες δυσμενείς οικονομικές συνέπειες, ήτοι την επιβάρυνση του Δημοσίου με τόκους, των οποίων το εφαρμοζόμενο μέχρι προσφάτως επιτόκιο (6% ετησίως) είναι σήμερα ασύμφορο σε σχέση με το σύνηθες επιτόκιο δανεισμού της αγοράς, ενώ σε περίπτωση υπερβολικής καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης επέρχονται και επιπλέον δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για το Δημόσιο, λόγω της δυνατότητας των πολιτών να ζητήσουν δίκαιη χρηματική ικανοποίηση, λόγω παρέλευσης του εύλογου χρόνου διάρκειας της δίκης, χωρίς να παραβλέπεται ή να θεωρείται ήσσονος σημασίας η αχρείαστη ταλαιπωρία των πολιτών.
Ως περιπτώσεις που εμφανίζονται πολύ συχνά, οδηγούνται στα δικαστήρια και οι σχετικές αποφάσεις είναι δυσμενείς για το Δημόσιο, δεδομένης της παγιωμένης πλέον νομολογίας, θα μπορούσαν ενδεικτικά να αναφερθούν:
Οι απαλλοτριώσεις
- α) Προσφυγές στα διοικητικά δικαστήρια, για να ακυρωθεί η άρνηση της Διοίκησης να άρει μη συντελεσμένες ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος (πέραν της δεκαετίας) από την κήρυξή τους με την έγκριση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου. Στη συντριπτική πλειονότητα αυτών των περιπτώσεων τα δικαστήρια δέχονται τις προσφυγές των ιδιωτών, ακυρώνουν την άρνηση και αναπέμπουν στη Διοίκηση για να άρει την απαλλοτρίωση, τροποποιώντας το ρυμοτομικό σχέδιο. Η σχετική νομολογία έχει παγιωθεί εδώ και χρόνια (ενδ. Σ.τ.Ε. 673/2017, 1452/2016, 4054/2015, 3751/2015, 4792/2013), πλην η Διοίκηση δεν προχωρεί σε νομοθετική ρύθμιση του θέματος, επιπλέον δε αρνείται σε πολλές περιπτώσεις να προχωρήσει σε συμμόρφωση προς τη δικαστική απόφαση, με αποτέλεσμα να ανοίγει νέα σειρά δικών στα Τριμελή Συμβούλια Συμμόρφωσης των δικαστηρίων (ν.3068/2002). Επισημαίνεται σχετικά ότι για την εν λόγω κατηγορία υποθέσεων η Ελλάδα έχει καταδικασθεί αρκετές φορές από το ΕΔΔΑ και εξακολουθεί να επιτηρείται από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, επειδή θεωρείται ιδιαίτερα προβληματική, ως προς το συγκεκριμένο πεδίο, η τήρηση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (δίκαιη δίκη – συμμόρφωση της Διοίκησης στις αποφάσεις των εθνικών Δικαστηρίων).
Μισθολογικές και συνταξιοδοτικές διεκδικήσεις
- β) Αγωγές διαφόρων κατηγοριών κρατικών λειτουργών, δημοσίων υπαλλήλων ή συνταξιούχων που αφορούν στη μισθολογική ή συνταξιοδοτική τους μεταχείριση, ενώ για το ίδιο θέμα υπάρχει πάγια νομολογία ανωτάτων δικαστηρίων.
Παραλείψεις της Διοίκησης
- γ) Άλλης τάξεως ζήτημα εμφανίζεται πολύ συχνά στο πλαίσιο χειρισμού υποθέσεων ανακοπών που ασκούνται από πολίτες κατά πράξεων εκτέλεσης του ΚΕΔΕ, οι οποίες πράξεις, λόγω των άστοχων χειρισμών των Δ.Ο.Υ. ή των Τελωνείων, εμφανίζουν τυπική ακυρότητα που συμπαρασύρει τη διαδικασία εκτέλεσης (όπως λ.χ. παράλειψη κοινοποίησης της ατομικής ειδοποίησης, μη νόμιμη κοινοποίηση κ.ο.κ.) και μετά βεβαιότητας θα ακυρωθούν από το Δικαστήριο που δικάζει τις ως άνω ανακοπές, κατ’ εφαρμογή πάγιας νομολογίας. Η ακύρωση όμως επέρχεται μετά από χρόνια αναμονής, ενώ θα μπορούσε το Δημόσιο να επισπεύσει τη διαδικασία, ανακαλώντας τις άκυρες πράξεις και επαναλαμβάνοντας άμεσα και χωρίς καθυστέρηση τη διαδικασία.
Συνέπεια τούτων είναι αφενός να επιβαρύνονται τα δικαστήρια με υποθέσεις που θα έχουν βέβαιη (δυσμενή για το Δημόσιο) κατάληξη, αφετέρου να μην προχωρεί έγκαιρα και αποτελεσματικά η είσπραξη των δημοσίων εσόδων.
«Δεμένα» τα χέρια του ΝΣΚ
Σημειώνεται εν προκειμένω ότι στις περιπτώσεις αυτές το μέλος του Ν.Σ.Κ. το οποίο χειρίζεται την υπόθεση, αν και διαβλέπει την ατυχή κατάληξη για το Δημόσιο, δεν μπορεί να παρέμβει αποτελεσματικά διότι δεν προβλέπεται η δυνατότητα αποδοχής της ανακοπής, εκ μέρους του καθού-Δημοσίου, ώστε να καταργηθεί η δίκη (όπως συμβαίνει με την αποδοχή της αγωγής στην πολιτική δικονομία), αλλά πρέπει, για την κατάργηση της δίκης, να εκλείψει το αντικείμενο της ανακοπής, δηλαδή να ανακληθεί η σχετική πράξη βεβαίωσης ή το μέτρο διοικητικής εκτέλεσης από την οικεία Δ.Ο.Υ. ή το Τελωνείο, τα οποία δεν προβαίνουν σε τέτοιες ενέργειες χωρίς την προηγούμενη έκδοση δικαστικής απόφασης.
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, αποφασίζει αν θα ασκήσει ή όχι ένδικα μέσα κατά αποφάσεων των δικαστηρίων (που επιδέχονται τέτοια μέσα) ή αν θα ασκήσει ένδικα βοηθήματα (αγωγές, αιτήσεις κ.λπ.) κατά αντιδίκων του Δημοσίου. Προς το σκοπό αυτό και προκειμένου να αποφεύγεται η άσκοπη χρήση ενδίκων μέσων, έχει εκδοθεί και ισχύει σχετική Εγκύκλιος του Προέδρου του Ν.Σ.Κ. προς τους λειτουργούς του ΝΣΚ, με θέμα την αποφυγή άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων που δεν έχουν σοβαρές πιθανότητες ευδοκίμησης, ώστε να καταβάλλεται συντονισμένη και σοβαρή προσπάθεια για τον περιορισμό των ενδίκων μέσων που ασκούνται από το Δημόσιο.
Η μη εναρμόνιση των κατώτερων δικαστηρίων με τη νομολογία
Πάντως, η ύπαρξη αντιφατικών νομολογιακών δεδομένων αλλά, κυρίως, η βραδύτητα της αμετάκλητης νομολογιακής επιλύσεως θεμάτων που τίθενται σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις αντιστοιχούν σε εκατοντάδες και πολλές φορές και χιλιάδες ομοειδείς υποθέσεις (κυρίως μισθολογικού ή συνταξιοδοτικού αντικειμένου), και τέλος, το (περιορισμένο) φαινόμενο της μη εναρμόνισης κατωτέρων δικαστηρίων προς τις νομολογιακές λύσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, αποτελούν συνθήκες που δυσχεραίνουν τον περαιτέρω περιορισμό των ενδίκων μέσων, η άσκηση των οποίων, στις περιπτώσεις αυτές, δεν μπορεί να παραλειφθεί».