Όλο και πιο δύσκολη γίνεται η αγορά εργασίας όσο περνούν τα χρόνια και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι οι νέοι δουλεύουν περισσότερες ώρες από τους παλαιότερους εργαζόμενους και μάλιστα με χειρότερες αποδοχές.
Και παρόλο που το αυξημένο προσδόκιμο ζωής επιμηκύνει το χρόνο που κάποιος θα λαμβάνει μελλοντικά τη σύνταξη του, αυτή τελικά θα είναι πολύ μικρότερη των προγόνων του, αφού μόνο έτσι μπορεί να αντέξει –αν αντέξει- το σύστημα.
Με μια νέα, διαφορετική μελέτη του, ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικοnομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) επιχειρεί να αποτυπώσει τις αλλαγές στα συνταξιοδοτικά συστήματα στα κράτη- μέλη του, οι οποίες ήταν επιβεβλημένες λόγω των διαφορετικών συνθηκών σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, κυρίως ως προς την τάση ταχείας γήρανσης του πληθυσμού, άρα και της συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού.
Το βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι όσοι γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1990 καλούνται να εργαστούν για περισσότερα χρόνια, περνώντας, όμως, περισσότερο χρονικό διάστημα της ζωής τους ως συνταξιούχοι και μάλιστα περίπου 10% παραπάνω από τη γενιά του 1940.
Πολλές χώρες για να επιφέρουν κάποια σχετική ισορροπία προχώρησαν ήδη σε αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όπου πλέον ως ηλικία αποχώρησης καταγράφεται το 62ο έτος ηλικίας.
Στις χώρες του ΟΟΣΑ η μέση ηλικία συνταξιοδότησης σήμερα διαμορφώνεται στα 64,2 έτη και επί της ουσίας αφορά στη γενιά του 1956, ενώ για τη γενιά του 1996 ήδη έχει ανέβει στα 65,8 έτη. Ωστόσο, ο Οργανισμός σημειώνει ότι αυτό δεν είναι αρκετό κι έτσι για τη γενιά του 1996 η ηλικία συνταξιοδότησης θα πρέπει να ανέβει κατά μέσο όρο στα 67,2 έτη.
Υπάρχει, όμως, ένα… μικρό προβληματάκι ακόμα, που χαλάει την εξίσωση. Αν και η νέα γενιά καλείται να εργαστεί πολύ περισσότερο- και με μάλλον χαμηλότερες αποδοχές αναλογικά με την προηγούμενη γενιά- τα ποσοστά αναπλήρωσης θα είναι σημαντικά μικρότερα, οδηγώντας σε μικρότερες συντάξεις.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ, η γενιά του 1996 θα πάρει σύνταξη μικρότερη κατά 10% σε σχέση με τη γενιά του 1940! Είναι ενδεικτικό ότι το μέσο ποσοστό αναπλήρωσης στις χώρες του ΟΟΣΑ για τη γενιά του 1940 ήταν 57,4%, για τη γενιά του 1956 που συνταξιοδοτείται σήμερα έχει πέσει στο 56,7% και για τη γενιά του 1996 συρρικνώνεται στο 51,5%.