Με την υπ’ αριθμ. 1056/2019 απόφασή του ο Άρειος Πάγος (Τμήμα ΣΤ Ποινικό) έκρινε ότι στο έγκλημα της νόθευσης εγγράφου με την πλαστογράφηση της υπογραφής εφοριακού, νομιμοποιούμενος να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων είναι ο εφοριακός και όχι το ελληνικό Δημόσιο.
Απόσπασμα της απόφασης
Ειδικότερα, στο έγκλημα της πλαστογραφίας (άρ. 216 ΠΚ), η οποία τιμωρεί την κατάρτιση του πλαστού και τη νόθευση γνησίου εγγράφου προστατεύεται το συμφέρον εκείνου που μπορεί να υποστεί ή υπέστη τις έννομες συνέπειες του γεγονότος, σε σχέση με το οποίο έγινε η κατάρτιση (ή η νόθευση). Το πρόσωπο αυτό μπορεί να είναι, εκτός από τον έκδοτη του εγγράφου, άλλος παραπλανώμενος, αλλά και τρίτος, στα συμφέροντα του οποίου επιδρά η παραπλάνηση άλλου.
Ειδικότερα, η ως άνω προστασία παρέχεται κατ’ αρχήν σ’ εκείνον, του οποίου γίνεται κατάχρηση της υπογραφής, σε σχέση με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Στην περίπτωση, δηλαδή, της καταρτίσεως προστατεύεται εκείνος που, με την απομίμηση της υπογραφής του από το δράστη ή με άλλους συναφείς τρόπους, εμφανίζεται ψευδώς ως εκδότης του εγγράφου.
Επομένως, νομιμοποιούμενος να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία είναι εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή (ή εκείνος ο οποίος είναι εκδότης του νοθευθέντος εγγράφου), λαμβανομένου υπόψη ότι με τη διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ προστατεύεται γενικότερα το συμφέρον εκείνου που μπορεί να υποστεί ή υπέστη τις έννομες συνέπειες του γεγονότος, σε σχέση με το οποίο έγινε η κατάρτιση ή νόθευση.
Νομολογιακά έχει γίνει δεκτό ότι επί πλαστογραφίας μετά χρήσεως αμέσως υφιστάμενος ηθική βλάβη είναι ο υποστάς ή δυνάμενος να υποστεί τις εκ του πλαστού εγγράφου έννομες συνέπειες (ΑΠ 773/1993, 88/1992, 2670/2008, 1175/1978).
[…] Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ποινική δίκη και πολιτική αγωγή συνδέονται μεταξύ τους κατά το ότι ο νόμιμος λόγος ευθύνης (η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά) και η ζημία που απορρέει απ’ αυτόν και προβάλλεται με την πολιτική αγωγή πρέπει να απορρέουν από το κατηγορητήριο. Στην ποινική δίκη, στην οποία εισάγεται μια συμπεριφορά ως παραβίαση μιας ποινικής διάταξης, δεν μπορούν να συνυποβληθούν παρά μόνον εκείνες οι ιδιωτικές ζημιές, που αποτελούν μεν αδικοπραξία κατά το αστικό δίκαιο, αλλά συνδέονται οργανικά με την δικαζόμενη παράβαση και είναι σύμφυτες με αυτήν. Έτσι κι αν ακόμη το προστατευόμενο από την ποινική διάταξη έννομο αγαθό εμφανίζεται ως αγαθό του κοινωνικού συνόλου, συμφέρον για την προστασία του έχουν μόνον όσοι σε μια δεδομένη στιγμή μπορούν να αξιώσουν την απόλαυσή του (λ.χ. στο αδίκημα της πλαστογραφίας εκείνοι που συναλλάσσονται με έγγραφα και πλαστογραφείται η υπογραφή τους). Το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη λοιπόν, περιορίζεται σε ένα ακόμη στενότερο κύκλο προσώπων και ζημιών. (Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Ά. Ψ. – Μ.). Δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής του 216 Π Κ έχει εκείνος που υπέστη τις προσαγόμενες από το πλαστό έγγραφο έννομες συνέπειες.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, εν προκειμένω, παθών κι αμέσως ζημειωθείς, όπως η πράξη περιγράφεται στο συγκεκριμένο κατηγορητήριο είναι ο Κ. Τ. και Α. Τ. και οι μόνοι που νομιμοποιούνται ν’ ασκήσουν το δικαίωμα πολιτικής αγωγής κι όχι το Ελληνικό Δημόσιο.
Το κύρος του Ελληνικού Δημοσίου και η εμπιστοσύνη των πολιτών που θεωρήθηκε ως δικαιολογητικός λόγος της παράστασης πολιτικής αγωγής εν προκειμένω ουδόλως θίγονται, όπως η αξιόποινη πράξη αναφέρεται στο κατηγορητήριο, διότι όπως ρητά αναφέρεται ουδέποτε κατατέθησαν οι φερόμενες ως πλαστές φορολογικές δηλώσεις ενώπιον της αρμόδιας αρχής.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr