Σειρά υποθέσεων που χάνει συστηματικά το δημόσιο στα δικαστήρια και θα έπρεπε εξ αρχής να μην «κυνηγάει» το δημόσιο, παρουσιάζει η τελευταία έκθεση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το 2019.
Η έκθεση παρουσιάζει τις υποθέσεις αυτές για τις οποίες το δημόσιο επιμένει να «τερματίζει» – με βέβαιη λόγω νομολογίας αποτυχία- με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται οικονομικά, αφού η καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης αφενός σημαίνει πως θα καταβάλλει το όποιο τίμημα με επιτόκιο 6% και αφετέρου πως θα κληθεί να πληρώσει αποζημίωση για την αργοπορία που υπέστη ο πολίτης στην έκδοση της απόφασης.
Συγκεκριμένα στην έκθεση (μπορείτε να τη δείτε ολόκληρη στο lawspot.gr) σημειώνεται ότι κατά τα τελευταία είκοσι και πλέον έτη έχουν αναληφθεί από την πολιτεία αλλεπάλληλες νομοθετικές προσπάθειες να περιορισθούν κατά το δυνατόν οι υποθέσεις που άγονται προς επίλυση και συσσωρεύονται στα διοικητικά (κυρίως) δικαστήρια, επειδή η υπέρμετρη επιβάρυνση των δικαστηρίων έχει ευρύτατες δυσμενείς επιπτώσεις στο κράτος δικαίου και στην υποχρέωση απονομής δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο.
Η επιβάρυνση μάλιστα των δικαστηρίων εμφανίζεται παντελώς αδικαιολόγητη στις περιπτώσεις που τα νομικά ζητήματα έχουν επιλυθεί με πάγια νομολογία των ανώτατων δικαστηρίων και παρόλα αυτά η Διοίκηση ρητώς ή σιωπηρώς ωθεί τους πολίτες στην προσφυγή στα δικαστήρια, αρνούμενη την ικανοποίηση των νόμιμων αιτημάτων τους.
Η πρακτική αυτή, πέραν των γενικότερων επιπτώσεων στην καλή και έγκαιρη λειτουργία της Δικαιοσύνης, έχει πάντως, δεδομένης της βέβαιης κατάληξης των υποθέσεων αυτών εις βάρος του Δημοσίου και άμεσες δυσμενείς οικονομικές συνέπειες, ήτοι την επιβάρυνση του Δημοσίου με τόκους, των οποίων το εφαρμοζόμενο μέχρι προσφάτως επιτόκιο (6% ετησίως) είναι σήμερα ασύμφορο σε σχέση με το σύνηθες επιτόκιο δανεισμού της αγοράς, ενώ σε περίπτωση υπερβολικής καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης επέρχονται και επιπλέον δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για το Δημόσιο, λόγω της δυνατότητας των πολιτών να ζητήσουν δίκαιη χρηματική ικανοποίηση, λόγω παρέλευσης του εύλογου χρόνου διάρκειας της δίκης, χωρίς να παραβλέπεται ή να θεωρείται ήσσονος σημασίας η αχρείαστη ταλαιπωρία των πολιτών.
Ως περιπτώσεις που εμφανίζονται πολύ συχνά, οδηγούνται στα δικαστήρια και οι σχετικές αποφάσεις είναι δυσμενείς για το Δημόσιο, δεδομένης της παγιωμένης πλέον νομολογίας, θα μπορούσαν ενδεικτικά να αναφερθούν:
- α) Προσφυγές στα διοικητικά δικαστήρια, για να ακυρωθεί η άρνηση της Διοίκησης να άρει μη συντελεσμένες ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος (πέραν της δεκαετίας) από την κήρυξή τους με την έγκριση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου. Στη συντριπτική πλειονότητα αυτών των περιπτώσεων τα δικαστήρια δέχονται τις προσφυγές των ιδιωτών, ακυρώνουν την άρνηση και αναπέμπουν στη Διοίκηση για να άρει την απαλλοτρίωση, τροποποιώντας το ρυμοτομικό σχέδιο.
Η σχετική νομολογία έχει παγιωθεί εδώ και χρόνια (ενδ. Σ.τ.Ε. 673/2017, 1452/2016, 4054/2015, 3751/2015, 4792/2013), πλην η Διοίκηση δεν προχωρεί σε νομοθετική ρύθμιση του θέματος, επιπλέον δε αρνείται σε πολλές περιπτώσεις να προχωρήσει σε συμμόρφωση προς τη δικαστική απόφαση, με αποτέλεσμα να ανοίγει νέα σειρά δικών στα Τριμελή Συμβούλια Συμμόρφωσης των δικαστηρίων (ν.3068/2002).
Επισημαίνεται σχετικά ότι για την εν λόγω κατηγορία υποθέσεων η Ελλάδα έχει καταδικασθεί αρκετές φορές από το Ευρ. Δ.Δ.Α. και εξακολουθεί να επιτηρείται από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, επειδή θεωρείται ιδιαίτερα προβληματική, ως προς το συγκεκριμένο πεδίο, η τήρηση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (δίκαιη δίκη – συμμόρφωση της Διοίκησης στις αποφάσεις των εθνικών Δικαστηρίων).
- β) Αγωγές διαφόρων κατηγοριών κρατικών λειτουργών, δημοσίων υπαλλήλων ή συνταξιούχων που αφορούν στη μισθολογική ή συνταξιοδοτική τους μεταχείριση, ενώ για το ίδιο θέμα υπάρχει πάγια νομολογία ανωτάτων δικαστηρίων.
- γ) Άλλης τάξεως ζήτημα εμφανίζεται πολύ συχνά στο πλαίσιο χειρισμού υποθέσεων ανακοπών που ασκούνται από πολίτες κατά πράξεων εκτέλεσης του ΚΕΔΕ, οι οποίες πράξεις, λόγω των άστοχων χειρισμών των Δ.Ο.Υ. ή των Τελωνείων, εμφανίζουν τυπική ακυρότητα που συμπαρασύρει τη διαδικασία εκτέλεσης (όπως λ.χ. παράλειψη κοινοποίησης της ατομικής ειδοποίησης, μη νόμιμη κοινοποίηση κ.ο.κ.) και μετά βεβαιότητας θα ακυρωθούν από το Δικαστήριο που δικάζει τις ως άνω ανακοπές, κατ’ εφαρμογή πάγιας νομολογίας. Η ακύρωση όμως επέρχεται μετά από χρόνια αναμονής, ενώ θα μπορούσε το Δημόσιο να επισπεύσει τη διαδικασία, ανακαλώντας τις άκυρες πράξεις και επαναλαμβάνοντας άμεσα και χωρίς καθυστέρηση τη διαδικασία.
Συνέπεια τούτων είναι αφενός να επιβαρύνονται τα δικαστήρια με υποθέσεις που θα έχουν βέβαιη (δυσμενή για το Δημόσιο) κατάληξη, αφετέρου να μην προχωρεί έγκαιρα και αποτελεσματικά η είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Σημειώνεται εν προκειμένω ότι στις περιπτώσεις αυτές το μέλος του Ν.Σ.Κ. το οποίο χειρίζεται την υπόθεση, αν και διαβλέπει την ατυχή κατάληξη για το Δημόσιο, δεν μπορεί να παρέμβει αποτελεσματικά διότι δεν προβλέπεται η δυνατότητα αποδοχής της ανακοπής, εκ μέρους του καθού-Δημοσίου, ώστε να καταργηθεί η δίκη (όπως συμβαίνει με την αποδοχή της αγωγής στην πολιτική δικονομία), αλλά πρέπει, για την κατάργηση της δίκης, να εκλείψει το αντικείμενο της ανακοπής, δηλαδή να ανακληθεί η σχετική πράξη βεβαίωσης ή το μέτρο διοικητικής εκτέλεσης από την οικεία Δ.Ο.Υ. ή το Τελωνείο, τα οποία δεν προβαίνουν σε τέτοιες ενέργειες χωρίς την προηγούμενη έκδοση δικαστικής απόφασης.