Ηθική αδυναμία για την απόκτηση έγγραφης απόδειξης, λόγω της ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης μεταξύ συζύγων
Με απόφασή του το Μονομελές Εφετείο Πατρών (334/2019) απέρριψε έφεση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, σε υπόθεση που αφορούσε στη σύμβαση δανείου μεταξύ συζύγων.
Ειδικότερα, το δικαστήριο έκρινε ότι στην υπό κρίση υπόθεση είναι επιτρεπτή η απόδειξη με μάρτυρες, λόγω της ύπαρξης ηθικής αδυναμίας από μέρους του ενάγοντος για την απόκτηση έγγραφης απόδειξης, αφού ήταν σύζυγος με την εναγομένη και εν μέσω της ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης μεταξύ των η εκδήλωση επιθυμίας από μέρους του για τη λήψη έγγραφης απόδειξης θα αποτελούσε δυσπιστία ικανή να διαταράξει τον δεσμό με την εναγομένη σύζυγό του.
Απόσπασμα της απόφασης
Περαιτέρω, το γεγονός ότι καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων οι επίδικες συμβάσεις ατόκου δανείου αποδεικνύεται και από την κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, ο οποίος λόγω του συγγενικού δεσμού του με τον ενάγοντα (πρώτος εξάδελφος του) είχε φιλοξενηθεί στην οικία των διαδίκων επί ένα μήνα και ήταν παρών σε σχετικές συζητήσεις μεταξύ τους.
Η κατάθεση αυτή, η οποία κρίνεται ασφαλής και αξιόπιστη, δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης, ο οποίος δεν έχει προσωπική αντίληψη για τις επίδικες συμβάσεις δανείου και όσα κατέθεσε τα γνωρίζει από διηγήσεις της ιδίας (της εναγομένης) και της μητέρας της.
Σημειωτέον δε, πως στην προκειμένη περίπτωση επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες λόγω της ύπαρξης ηθικής αδυναμίας από μέρους του ενάγοντος για την απόκτηση έγγραφης απόδειξης, αφού ήταν σύζυγος με την εναγομένη και εν μέσω της ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης μεταξύ των η εκδήλωση επιθυμίας από μέρους του για τη λήψη έγγραφης απόδειξης θα αποτελούσε δυσπιστία ικανή να διαταράξει το δεσμό του με την εναγομένη σύζυγο του (ΑΠ 2/2015, ΑΠ 346/2013 ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, πρέπει να λεχθεί πως ο ενάγων δεν επιδίωξε τη λήψη έγγραφης απόδειξης, κατά τη διαδικασία έκδοσης του συναινετικού διαζυγίου του με την εναγομένη, καθόσον για την απόκτηση της θα απαιτείτο και η σύμπραξη της εναγομένης σε μια χρονική περίοδο που οι σχέσεις τους ήταν τεταμένες και ήταν βέβαιο πως η τελευταία δεν θα συμμετείχε σε μια τέτοια κοινή προσπάθεια που απαιτούσε τη συνεννόηση και των δύο πλευρών, ενώ σε περίπτωση έκδοσης συναινετικού διαζυγίου η συμφωνία για τη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων δεν επικυρώνεται από το Δικαστήριο.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, συνήφθησαν μεταξύ των διαδίκων οι ανωτέρω διαδοχικές συμβάσεις ατόκου δανείου, σε εκτέλεση των οποίων ο ενάγων μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εναγομένη το συνολικό ποσό των 61.123,93€ (εξήντα μιας χιλιάδων εκατόν είκοσι τριών ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών του ευρώ), το οποίο η τελευταία αρνείται να του επιστρέψει και ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 20/4/2011, κατήγγειλε τις εν λόγω συμβάσεις δανείου.
Συνακόλουθα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του οδηγήθηκε στην ίδια κρίση και ακολούθως δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 61.123,93€ (εξήντα μιας χιλιάδων εκατόν είκοσι τριών ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών του ευρώ), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις.
Κατά συνέπεια η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να υποχρεωθεί η εκκαλούσα ως ηττηθείσα διάδικος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr