Σε ισχύ τίθενται τα νέα πρόστιμα του ΣΕΠΕ για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, τα οποία κυμαίνονται από 300 ευρώ μέχρι και 50.000 ευρώ, ανάλογα με το είδος και τη συχνότητα της καταστρατήγησης της νομοθεσίας.
Με τη νέα υπουργική απόφαση που υπογράφει η αρμόδια υπουργός Έφη Αχτσιόγλου, κατηγοριοποιούνται οι παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας και καθορίζονται μέθοδοι υπολογισμού των επιβαλλόμενων προστίμων με τη συνεκτίμηση των προβλεπόμενων κριτηρίων που υπάρχουν στην απόφαση και προβλέπουν την ύπαρξη ενός point system, δηλαδή ένας είδος βαθμολόγησης με «μόρια» για κάθε είδος παράβασης.
Τα πρόστιμα επιβάλλονται σε επιχειρήσεις με τη συνεκτίμηση τεσσάρων βασικών κριτηρίων, τα οποία είναι τα εξής:
α) η σοβαρότητα της παράβασης,
β) ο αριθμός των εργαζομένων της επιχείρησης,
γ) η υποτροπή της επιχείρησης και
δ) η παράβαση περί χρονικών ορίων, όταν ο εργαζόμενος έχει σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας. Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση, οι αρμόδιοι για την επιβολή των προστίμων είναι οι Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων και οι Επιθεωρητές Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία αντιστοίχως (απόφαση με Αριθμό 29164/755, ΦΕΚ 2686).
Κατηγορίες παραβάσεων
Η εκτίμηση των μορίων εντός του συγκεκριμένου εύρους γίνεται ξεχωριστά για κάθε παράβαση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Οι παραβάσεις κατατάσσονται σε πέντε κατηγορίες και λαμβάνουν τιμές από ένα έως σαράντα μόρια ως εξής:
Σοβαρότητα παράβασης και point system
- Πολύ χαμηλή: 1-5 μόρια
- Χαμηλή: 6-10 μόρια
- Σημαντική: 11-20 μόρια
- Υψηλή: 21-30 μόρια
- Πολύ υψηλή: 31-40 μόρια.
Ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων, οι επιχειρήσεις κατατάσσονται σε πέντε κατηγορίες και βαθμολογούνται με ένα έως και εξήντα μόρια, σύμφωνα με τα ακόλουθα:
Αριθμός εργαζομένων και point system
- 1-10 εργαζόμενοι: 1-12 μόρια.
- 11-50 εργαζόμενοι: 13-24 μόρια.
- 51-150 εργαζόμενοι: 25-36 μόρια.
- 151-250 εργαζόμενοι: 37-48 μόρια.
- Πάνω από 251 εργαζόμενοι: 49-60 μόρια.
Η υπουργική απόφαση χαρακτηρίζει ως «πολύ υψηλής σοβαρότητας» τις δέκα επόμενες παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας:
– Μη χορήγηση αδείας.
– Καταγγελία σύμβασης εργασίας κατά τη διάρκεια της χορηγηθείσας κανονικής αδείας.
– Μη καταβολή πλήρων αποδοχών αδείας ή αναλογίας αυτών.
– Η μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης αδείας ή αναλογίας αυτής σε περίπτωση λύσης με οποιονδήποτε τρόπο της σχέσης ή σύμβασης εργασίας πριν από τη λήψη της αδείας ή παρέλευσης του ημερολογιακού έτους (απλής ή προσαυξημένης κατά 100% ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας του εργοδότη).
– Μη υποβολή ετήσιου πίνακα προσωπικού και ωρών εργασίας.
– Μη υποβολή συμπληρωματικού πίνακα προσωπικού και ωρών εργασίας, σε περίπτωση προσλήψεων νέων εργαζομένων (ενιαίου εντύπου Ε3).
– Μη υποβολή προγράμματος ωρών εργασίας.
– Εργασία κατά Κυριακή ως ημέρα υποχρεωτικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης (ρεπό) και κατά τις ημέρες υποχρεωτικής αργίας.
– Παραβίαση της εβδομαδιαίας ανάπαυσης των μισθωτών.
– Καταγγελία σύμβασης εργασίας λόγω μη αποδοχής από τον εργαζόμενο εργοδοτικής πρότασης για μερική απασχόληση.
Tα κριτήρια επιβολής
Τα πρόστιμα επιβάλλονται με τη συνεκτίμηση των τεσσάρων βασικών μεταβλητών – κριτηρίων που προαναφέρθηκαν και δύο υποκριτηρίων. Η υπουργική απόφαση ορίζει ότι ως υποτροπή του εργοδότη ή της επιχείρησης νοείται:
α) η επιβολή στην ίδια επιχείρηση δύο τουλάχιστον διοικητικών κυρώσεων για παρόμοιες παραβάσεις μέσα σε μία τετραετία, η οποία ξεκινά να υπολογίζεται προς τα πίσω από την ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου, ή
β) η έκδοση μίας τουλάχιστον αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης που αφορά την τέλεση αξιόποινης πράξης για παρόμοια παράβαση κατά την προηγούμενη τετραετία. Τυχόν αλλαγή του νομίμου εκπροσώπου της επιχείρησης δεν επηρεάζει την υποτροπή. Η υποτροπή προκύπτει και από τον συνδυασμό των δύο παραπάνω περιπτώσεων, δηλαδή επιβολή μίας διοικητικής κύρωσης και έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης.
Τα υποκριτήρια είναι τα εξής:
α) ο βαθμός συνεργασίας. Για τον χαρακτηρισμό του βαθμού συνεργασίας συνεκτιμώνται ιδίως η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση σε υποδείξεις – συστάσεις, ο βαθμός υπαιτιότητας (βαθμός ευθύνης) του εργοδότη, η παρεμπόδιση του έργου του επιθεωρητή κατά τη διενέργεια του ελέγχου, η μη χορήγηση στοιχείων κατά τη διάρκεια της έρευνας κ.λπ. και
β) ο αριθμός των εργαζομένων που θίγονται, δηλαδή οι εργαζόμενοι τους οποίους αφορά η διαπιστωθείσα παράβαση. Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση αρχικά καθορίζεται ένα βασικό ποσό προστίμου (ΒΠ), το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται προς τα πάνω όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι.