Κατά 1,8 δισ. ευρώ υποχώρησαν στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών. Χαμηλές οι εισπράξεις μέσω αναδιαρθρώσεων και εκποιήσεων. Γιατί εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για την καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων.
Περαιτέρω μείωση, κατά περίπου 1,8 δισ. ευρώ, κατέγραψαν στη διάρκεια του Α’ τριμήνου της φετινής χρονιάς τα μη εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα (Non Performing Exposures – NPEs), με τις εισπράξεις, όμως, από οργανικές δράσεις να παραμένουν χαμηλές και μεγάλο μέρος των ρυθμισμένων δανείων να «ξανασκάει» μόλις ένα τρίμηνο μετά τη ρύθμιση.
Σύμφωνα με την έκθεση νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, τα NPEs ανήλθαν, στο τέλος του περασμένου Μαρτίου, στα 80 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 1,8 δισ. ευρώ, συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2018 και κατά περίπου 27,2 δισ. ευρώ, έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδό τους.
Η υποχώρηση του αποθέματος οφείλεται κυρίως σε διαγραφές (0,9 δισ. ευρώ) και πωλήσεις (0,8 δισ. ευρώ), ενώ σημαντικού ύψους πωλήσεις έχουν ήδη δρομολογηθεί για να υλοποιηθούν εντός του έτους. Ο λόγος των NPEs προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε, τον Μάρτιο του 2019, σε υψηλό επίπεδο (45,2%), την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώθηκε στο 3,2%.
Παρά τη βελτίωση του οικονομικού και θεσμικού περιβάλλοντος, οι εισπράξεις μέσω οργανικών δράσεων, δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ. παραμένουν περιορισμένες.
Το ακόμη ανησυχητικότερο, σύμφωνα με την ΤτΕΕΛΛ +0,69%, είναι ότι ενώ οι τράπεζες έχουν στραφεί σε μακροπρόθεσμου χαρακτήρα ρυθμίσεις δανείων κατά την τελευταία διετία, παραμένει υψηλό το ποσοστό των ρυθμισμένων δανείων που εμφανίζουν εκ νέου καθυστέρηση. Μάλιστα, σε μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης.
Αυτό δημιουργεί, σύμφωνα με την έκθεση, σοβαρά ερωτήματα ως προς την καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα των προσφερόμενων ρυθμίσεων. Βέβαια, στην πλειονότητα των ρυθμίσεων οι τράπεζες επιλέγουν τη λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και σπανιότερα τη μείωση του επιτοκίου και τον διαχωρισμό του υπολοίπου οφειλής (split balance), εξέλιξη που πιθανότατα εξηγεί την αναποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων.
Στο τέλος Μαρτίου 2019, το υπόλοιπο των ρυθμισμένων δανείων ανερχόταν σε 29,4 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 36,7% του συνόλου των NPEs.
Όσον αφορά τους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των NPEs, ο δείκτης πρέπει να έχει διαμορφωθεί, κατά μέσο όρο, σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021. Ως προς τις επιμέρους κατηγορίες χαρτοφυλακίων, ο δείκτης NPEs διαμορφώθηκε σε 44,7% για το στεγαστικό, σε 54,1% για το καταναλωτικό και σε 44% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.
Όσον αφορά τη διάρθρωση των NPEs, το 49% του υπολοίπου αφορά δανειακές συμβάσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, το 30,9% δάνεια αβέβαιης είσπραξης και 20,1% δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών, τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί. Ο συντελεστής κάλυψης από προβλέψεις ανήλθε σε 47,1%.
Η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι απαιτείται μια αποφασιστική και συστημική λύση στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες των ίδιων των τραπεζών. Υπενθυμίζεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος έχει από καιρό προτείνει σχέδιο, το οποίο προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των NPEs μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTCs) που είναι εγγεγραμμένη στους ισολογισμούς των τραπεζών, σε Εταιρείες Ειδικού Σκοπού (NPL & DTC carve-out).
Η λύση αυτή αντιμετωπίζει με συστηματικό τρόπο δύο πολύ σημαντικά προβλήματα ταυτόχρονα: τα NPEs και τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, και επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις, τη διαμόρφωση στόχων επίτευξης μονοψήφιων ποσοστών εντός τριετίας.