Θλιβερό παγκόσμιο ρεκόρ της Ελλάδας: Πληρώσαμε τα περισσότερα σε ενισχύσεις τραπεζών, σχεδόν 20% του ΑΕΠ.
Στοιχεία που σοκάρουν, καθώς επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα πλήρωσε το υψηλότερο τίμημα από κάθε άλλη χώρα για να σταθεροποιήσει τον τραπεζικό της τομέα στη διάρκεια της διεθνούς οικονομικής κρίσης, αποκαλύπτει νέα έκθεση στελεχών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.
Στην έκθεση με τον εύγλωττο τίτλο «Η μακρά σκιά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης: Δημόσιες επεμβάσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα» (“The long shadow of the Global Financial Crisis: Public sector interventions in the financial sector”), οι δύο συγγραφείς επιχειρούν για πρώτη φορά μια πλήρη καταγραφή του κόστους που είχε για τις εθνικές κυβερνήσεις η παροχή υποστήριξης στις τράπεζες, τη δεκαετία 2007 – 2017.
Τα συμπεράσματα είναι απογοητευτικά για την Ελλάδα, όπως και για την Κύπρο, καθώς αναδεικνύονται ως οι δύο χώρες που πλήρωσαν το βαρύτερο τίμημα για τη στήριξη των τραπεζών τους, με μεγάλη διαφορά από την τρίτη, που ήταν η Σλοβενία.
Είναι ενδιαφέρον ότι υπάρχουν και χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Σουηδία, η Ολλανδία, η Δανία και το Λουξεμβούργο, οι οποίες παρείχαν στήριξη στις τράπεζες, αλλά τελικά βγήκαν κερδισμένες δημοσιονομικά, με οφέλη που φθάνουν και το 0,5% του ΑΕΠ, καθώς κατάφεραν να ανακτήσουν τις ενισχύσεις με το παραπάνω.
Για την Ελλάδα, τα στοιχεία είναι αποκαρδιωτικά, καθώς δείχνουν ότι:
- Tο συνολικό κόστος των ενισχύσεων στις τράπεζες έφθασε το 46,3% του ΑΕΠ του 2017, δηλαδή ήταν τάξεως των 83 δισ. ευρώ. Σε αυτό το ποσό υπολογίζονται και οι εγγυήσεις δανεισμού που πρόσφερε το Δημόσιο.
- Όμως, η άμεση ανάκτηση (direct recovery) ήταν μόλις 21,9% του ΑΕΠ. Έτσι, το καθαρό δημοσιονομικό κόστος υπολογίζεται σε 24,4% του ΑΕΠ.
- Από αυτό, οι συντάκτες της έκθεσης αφαιρούν την τρέχουσα αξία που έχουν τα στοιχεία ενεργητικού που κατέχει το Δημόσιο, δηλαδή οι μετοχές τραπεζών που έχουν μείνει στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (3,3% του ΑΕΠ) και τα έμμεσα δημοσιονομικά οφέλη που είχε το Δημόσιο (τόκοι και προμήθειες για δάνεια και εγγυήσεις), που φθάνουν το 1,1% του ΑΕΠ.
- Έτσι, το συνολικό δημοσιονομικό κόστος φθάνει το 19,9% του ΑΕΠ του 2017, δηλαδή σε ένα ποσό της τάξεως των 36 δισ. ευρώ. Για την Κύπρο, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν λίγο χαμηλότερο, 19,2%, ενώ για την Σλοβενία ήταν 12,1%.
Τα στελέχη του Ταμείου καταγράφουν αρκετά αναλυτικά, στο ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα, όλες τις επιμέρους παρεμβάσεις που έγιναν για να υποστηριχθούν οι τράπεζες με χρήματα των φορολογουμένων (για την ακρίβεια: με κεφάλαια που δανειζόταν το Δημόσιο από τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ).
Όπως επισημαίνουν, στην Ελλάδα έγιναν δημόσιες παρεμβάσεις σε 19 τράπεζες, από τις οποίες μόνο οι τέσσερις εξακολουθούν να λειτουργούν σήμερα, καθώς το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας αναδομήθηκε στη διάρκεια της κρίσης, με το σχηματισμό τεσσάρων μεγάλων ομίλων.
Πέρα από τις γνωστές ανακεφαλαιοποιήσεις που έγιναν στις συστημικές τράπεζες με κρατικό χρήμα, το ΔΝΤ καταγράφει τις ουκ ολίγες περιπτώσεις όπου το Δημόσιο κλήθηκε να καλύψει τα χρηματοδοτικά κενά τραπεζών που κατέρρεαν και εξαγοράζονταν από μεγαλύτερες.
Στην ουσία, όπως τονίζουν οι συγγραφείς, αυτές οι δαπάνες για την κάλυψη χρηματοδοτικών κενών, δηλαδή της διαφοράς μεταξύ παθητικού και ενεργητικού των προβληματικών τραπεζών, αποτελούν ένα είδος αποζημίωσης του αγοραστή, δηλαδή των μεγάλων τραπεζών που έκαναν τις εξαγορές.
Είναι εντυπωσιακό ότι μικρές τράπεζες, που ήταν θύματα κακής ή ύποπτης διαχείρισης, απορρόφησαν τεράστια ποσά δημοσίων πόρων, σε σχέση με το μέγεθός τους. Για παράδειγμα, το Ταμείο καταγράφει δαπάνη 457 εκατ. ευρώ για το χρηματοδοτικό κενό της FBB (ιδιοκτησίας Ρέστη, πουλήθηκε στην Εθνική), ενώ η Probank υπολογίζεται από τους συντάκτες της έκθεσης (το ποσό παραμένει μυστικό) ότι χρειάσθηκε 700 εκατ. ευρώ. Πάνω από 1,1 δισ. ευρώ ήταν το χρηματοδοτικό κενό της Νέας Proton, που εξαγοράσθηκε από την Eurobank. Τρεις τράπεζες, δηλαδή, με ασήμαντα μερίδια αγοράς απορρόφησαν συνολικά για τα χρηματοδοτικά τους κενά σχεδόν 2,3 δισ. ευρώ!