Ο εργαζόμενος που βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τη λήξη της σχέσης εργασίας του και εξαιτίας του λόγου αυτού δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του για λήψη της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, έστω και εάν η απουσία του υπερβεί τα όρια της βραχείας ασθένειας δεν αποστερείται από το δικαίωμά του αυτό.
Στην περίπτωση αυτή η υπέρβαση των ορίων βραχείαςασθένειας δεν θεωρείται αδικαιολόγητη απουσία και δεν απομειώνει τις ημέρες της κανονικής άδειας και, εφόσον ο εργαζόμενος δεν άσκησε αυτουσίως (in natura) το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, αυτή μετατρέπεται σε χρηματική αξίωση και ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα αυτών. οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας αποτελούν συνακολούθημα της άδειας αναψυχής, ως συνυφασμένα με αυτήν λόγω της στενής σχέσης, που υπάρχει μεταξύ τους.
Εφόσον ο εργαζόμενος συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση σ’αυτόν ετήσιας άδειας, δικαιούται να λάβει, εκτός από την αυτούσια άδεια, τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας, που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 8 του ΑΝ 539/1945 και άρθρο 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, διότι οι μισθολογικές αυτές παροχές (αποδοχές άδειας και επίδομα άδειας) χορηγούνται μόνον, εφόσον υπάρχει ενεργό δικαίωμα για άδεια αναψυχής.
Απόσπασμα της απόφασης ΟλΑΠ 7/2019
Στην ένδικη υπόθεση ο εργαζόμενος δεν εργάστηκε καθόλου εντός του έτους 2014 και κατ’ αρχήν υπερέβη τα όρια βραχείας ασθένειας, που εδικαιούτο (3 μήνες), απουσιάζοντας εννέα μήνες και 2 ημέρες και ειδικότερα, από τις 9-8-2013, που συνέβη το ατύχημα έως την επιστροφή του στην επιχείρηση, στις 11-5-2014, οπότε έληξε η αναρρωτική του άδεια. Η ανωτέρω όμως απουσία του δεν ήταν αδικαιολόγητη, ώστε να καταλογιστεί στις ημέρες της κανονικής άδειας αναψυχής του έτους 2014 και να απομειώσει αυτήν ,εφόσον εκ του λόγου αυτού δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Ειδικότερα, εφόσον τελούσε σε αναρρωτική άδεια και για το λόγο αυτό δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του για άδεια αναψυχής αυτουσίως (in natura), η αξίωσή του μετατράπηκε σε χρηματική και συνακόλουθα, δικαιούται τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας ως συνακολούθημα της άδειας αναψυχής.
Η προσβαλλόμενη 5417/2017 οριστική απόφαση του ως εφετείο δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δέχθηκε ότι οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας είναι διαφορετικές αξιώσεις και ότι ο αναιρεσίβλητος εργαζόμενος, αν και είχε απωλέσει το δικαίωμα λήψης κανονικής άδειας λόγω υπέρβασης των ορίων βραχείας ασθένειας των τριών μηνών, που εδικαιούτο, σύμφωνα με την προϋπηρεσία του, εξακολουθούσε να δικαιούται τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας για το έτος 2014,κατά το οποίο δεν είχε εργασθεί καθόλου. Επομένως, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 παρ.6,3 παρ.1 και 8, 5 παρ.3 του ΑΝ 539/1945, άρθρο 3 Ν4558/1930 και άρθρο 3 παρ.16 Ν.4504/1966, τις οποίες κατ’ αποτέλεσμα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου και κατέληξε σε ορθό διατακτικό, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, που στηρίζει εκ του πράγματος το ορθό διατακτικό.
Συνεπώς, ο παραπεμφθείς στην πλήρη ολομέλεια μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, εκ του άρθρου 560 αρ.1 περ.α ΚΠολΔ, κατά το μέρος αυτού, που αφορά το κεφάλαιο της προσβαλλομένης απόφασης περί καταβολής των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας, με τον οποίο η αναιρεσείουσα-εργοδότης υποστηρίζει το αντίθετο, ότι δηλαδή ο αναιρεσίβλητος, που υπερκάλυψε τα όρια βραχείας ασθένειας, δεν δικαιούται αποδοχές άδειας και επίδομα άδειας, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Τούτο διότι η απουσία του αναιρεσιβλήτου δεν ήταν αδικαιολόγητη, σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί, ούτε απομειώνει το δικαίωμά του για αυτούσια άδεια αναψυχής, το οποίο παραμένει ενεργό και, εφόσον ο αναιρεσίβλητος δεν μπόρεσε να το ασκήσει, διότι τελούσε σε αναρρωτική άδεια, εξακολουθεί να δικαιούται τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα αυτών.
Τέλος, δικαστικά έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας, που ηττήθηκε (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ) και υπέρ του αναιρεσιβλήτου δεν πρέπει να επιδικασθούν, διότι ο τελευταίος λόγω της ερημοδικίας του δεν έχει υποβληθεί σε δικαστική δαπάνη.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr