Εμπορία ανθρώπων για εργασιακή εκμετάλλευση
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 2/2019
– Εμπορία ανθρώπων για εργασιακή εκμετάλλευση. Αναιρείται υπέρ του Νόμου η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Με το άρθρο 1 του νόμου 3064/2002 “Καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων κλπ” (ΦΕΚ Α/248/15-10-2002) και προκειμένου να εναρμονισθεί η ελληνική νομοθεσία με την απόφαση – πλαίσιο 2002/629/JAI/19-7-2002 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και να αντιμετωπισθούν οι σύγχρονες μορφές της εμπορίας αυτής, όπως οι σχετικές με την αφαίρεση οργάνων του σώματος και την αναγκαστική ή απατηλή εκμετάλλευση της εργασίας, προστέθηκε στον Ποινικό Κώδικα το άρθρο 323Α, με τίτλο “Εμπορία Ανθρώπων”. Κατά το άρθρο αυτό, όπως ίσχυε κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο, ήτοι μετά την τροποποίησή του με τα άρθρα δεύτερο παρ. 4 και 5 του νόμου 3875/2010 και 40 του νόμου 3984/2011 και πριν τροποποιηθεί με τα άρθρα 2 παρ. 3 και 4 του νόμου 4198/2013 και 2 παρ. 3 του νόμου 4531/2018, “1. Όποιος, με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλων εξαναγκαστικών μέσων, με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, προσλαμβάνει, μεταφέρει, προωθεί εντός ή εκτός της επικρατείας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο, με σκοπό την αφαίρεση κυττάρων, ιστών ή οργάνων του σώματός του ή για να εκμεταλλευθεί ο ίδιος ή άλλος την εργασία ή την επαιτεία του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ. 2. Με την ποινή της προηγουμένης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος αν, για να επιτύχει τον ίδιο σκοπό, αποσπά τη συναίνεση προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων ή το παρασύρει, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων”. Ως εμπορία ανθρώπων λογίζεται, κατά το παραπάνω άρθρο, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, φαινόμενο προσβλητικό της ιδέας του ανθρώπου και της ανθρώπινης ιδιότητας και αξιοπρέπειας και απαράδεκτο και ανεπίτρεπτο σε κάθε φιλελεύθερη, δημοκρατική, ευνομούμενη και με ανθρώπινο πρόσωπο κοινωνία, αφού σε κάθε τέτοια κοινωνία, κυρίαρχη αξία, λόγω της φύσης της αυτής, αλλά και βάσει των σχετικών διεθνών συμβάσεων, είναι ο άνθρωπος. Η δυνατότητα της εκμετάλλευσης αυτής μετατρέπει τον άνθρωπο σε εμπορεύσιμο αντικείμενο, που υφίσταται απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, χάνοντας, ουσιαστικά, κάθε δικαίωμα σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του, ενώ ταυτόχρονα προσβάλλεται το δικαίωμά του στην ελευθερία στις διάφορες ειδικότερες μορφές του, όπως το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, το δικαίωμα της σεξουαλικής ελευθερίας, το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης, κυκλοφορίας και επιλογής τόπου κατοικίας, το δικαίωμα επιλογής εργασίας και μη εκτέλεσης αναγκαστικής εργασίας. Με το παραπάνω άρθρο, με το οποίο επιδιώκεται η αντιμετώπιση του απαράδεκτου αυτού φαινομένου της εκμετάλλευσης του ανθρώπου, προστατευόμενο έννομο αγαθό, όπως τούτο συνάγεται και από την ένταξή του στο Δέκατο Όγδοο Κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα με τον τίτλο “εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας”, είναι η προσωπική ελευθερία του ατόμου, με την ειδικότερη μορφή της αυτοδιάθεσής του και της δυνατότητάς του να ρυθμίζει κατά τη βούλησή του τα σχετικά με την εργασία του θέματα, την οποία δυνατότητα αναγνωρίζουν επιπλέον τόσο το άρθρο 22 παρ. 3 του Συντάγματος, όσο και το άρθρο 4 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η ελευθερία αυτή αναιρείται στα πλαίσια των εργασιακών σχέσεων, οπότε ο άνθρωπος μετατρέπεται σε αντικείμενο εμπορίας, όταν η εκμετάλλευση της εργασίας του δεν είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησής του, αλλά εξαναγκασμού του βάσει των αναγκαστικών μέσων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του ανωτέρω άρθρου. Το ίδιο συμβαίνει, όταν η εκμετάλλευση της εργασίας του δεν είναι απόρροια εξαναγκασμού, αλλά προέρχεται από τη βούλησή του, πλην, όμως, αυτή δεν έχει διαμορφωθεί ελεύθερα και αβίαστα, αλλά, αντίθετα, είναι προϊόν εξαπάτησής του ή επειδή παρασύρθηκε με δελεαστικές υποσχέσεις, μετά από εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου. Πρόκειται, όπως από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου αυτού συνάγεται, για διαζευκτικώς ή υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, με την έννοια, ότι οι περισσότεροι τρόποι τέλεσής του που το άρθρο αυτό προβλέπει, μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους, ενώ στην περίπτωση συνδρομής περισσοτέρων τρόπων, εφόσον το παθόν πρόσωπο είναι ένα, στοιχειοθετείται ένα μόνο έγκλημα και μια ποινή επιβάλλεται, οι δε τυχόν λοιπές μορφές τέλεσής του επάγονται επίταση του αξιοποίνου και λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του παραπάνω εγκλήματος απαιτείται, στα πλαίσια των εργασιακών σχέσεων, πρόσληψη, μεταφορά, προώθηση εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακράτηση, υπόθαλψη, παράδοση με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαβή από άλλον προσώπου και επίτευξη καθεμιάς των καταστάσεων αυτών με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου, με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, ήτοι χωρίς την ελεύθερη συναίνεση του παθόντος ή, με τη συναίνεσή του μεν, εφόσον, όμως, αποσπάσθηκε αυτή με τη χρήση απατηλών μέσων ή παρασύρθηκε το θύμα να συναινέσει, μετά από εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων. Είναι προφανές, βάσει των ανωτέρω, ότι η απόσπαση της συναίνεσης του θύματος με τη χρήση απατηλών μέσων και η παράσυρσή του να συναινέσει, με εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή άλλα ωφελήματα, που προβλέπονται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου, δεν αποτελούν επιμέρους τρόπους τέλεσης του εγκλήματος πλέον εκείνων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου, αλλά επιμέρους μέσα για την πραγμάτωση των πράξεων διακίνησης της πρώτης παραγράφου. Επίσης, η αλλοιωμένη συναίνεση του θύματος αναφέρεται στις πράξεις διακίνησης, όπως η πρόσληψή του κλπ και όχι στην εκμετάλλευση της εργασίας του, που αποτελεί την ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος. Από απόψεως δόλου, πρόκειται, αφού απαιτείται η τέλεσή του για το σκοπό που αναφέρεται στο κείμενο του άρθρου, για έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση και, συνεπώς, για τη στοιχειοθέτησή του, απαιτείται άμεσος δόλος, ενώ δεν αρκεί ο ενδεχόμενος. Ενεργεί δε ο υπαίτιος με δόλο, όταν γνωρίζει και θέλει, να προσλάβει, μεταφέρει, προωθήσει εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατήσει, υποθάλψει, παραδώσει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλάβει από άλλον πρόσωπο, πλην με τη χρήση κάποιου των ανωτέρω εξαναγκαστικών ή απατηλών μέσων, ήτοι με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου, με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας ή με απόσπαση της συναίνεσης του προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων ή με παράσυρσή του, μετά από εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων, με απώτερο σκοπό να εκμεταλλευθεί την εργασία του προσώπου αυτού ο ίδιος ο ενεργών τις ανωτέρω πράξεις ή άλλος. Η επίτευξη του παραπάνω σκοπού απαιτείται για την ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος, το οποίο, συνεπώς, είναι τετελεσμένο με την πρόσληψη κλπ του θύματος με τη χρήση βίας ή κάποιου από τα λοιπά εξαναγκαστικά ή παραπειστικά μέσα που αναφέρονται στο κείμενο του άρθρου. Μορφές εκμετάλλευσης της εργασίας, κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου, αποτελούν και η παροχή της από το θύμα σε τρίτους με την είσπραξη, όμως, της αμοιβής της από το δράστη για δικό του λογαριασμό, η παροχή της στον ίδιο το δράστη χωρίς αμοιβή ή με υποτυπώδη και, γενικά, με δυσανάλογη, σε σχέση με την πραγματική αξία της εργασίας, αμοιβή, ακόμη δε και όταν η εργασία παρέχεται μεν έναντι αντιπαροχής, πλην κατά προφανή παράβαση των διατάξεων του νόμου σχετικά με το ωράριο εργασίας, τους όρους υγιεινής και ασφάλειας και γενικά με συνθήκες, οι οποίες είναι προσβλητικές και εξευτελιστικές για την ανθρώπινη ιδιότητα του εργαζομένου, όπως και σε κάθε περίπτωση που ο δράστης διαμορφώνει και επιβάλει στον εργαζόμενο τέτοιες συνθήκες παροχής της εργασίας του, ώστε να εξασφαλίζεται και να επιτυγχάνεται η αθέμιτη κερδοσκοπία από την παροχή της. Πρόσληψη, ως μορφή τέλεσης του παραπάνω εγκλήματος, είναι η περιέλευση του θύματος, εξαιτίας των παραπάνω εξαναγκαστικών ή απατηλών ενεργειών του δράστη, στη σφαίρα εξουσίασης του τελευταίου, έτσι ώστε να τελεί σε σχέση εξάρτησης μαζί του. Πλην, όμως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων και σε αντίθεση με το έγκλημα της δουλείας (εμπόριο δούλων), που προβλέπεται από το προηγούμενο άρθρο 323 ΠΚ, η παραπάνω φυσική εξουσίαση του δράστη επί του θύματος δεν απαιτείται να εξικνείται μέχρι την πλήρη υποδούλωση του θύματος και την πλήρη στέρηση της ελευθερίας του, ούτε να επάγεται τη διαρκή και χωρίς διακοπή θέση του θύματος υπό την εξουσία του δράστη.
Συνεπώς, το παραπάνω έγκλημα δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι το θύμα μπορεί να διαθέτει ελεύθερα το χρόνο που του απομένει μετά την παροχή της εργασίας του, από τη δυνατότητά του να εγκαταλείψει την εργασία του και να αναζητήσει νέα και γενικά από τη δυνατότητά του να εναντιωθεί στην εξουσίασή του από το δράστη και να επιδιώξει την ανατροπή της εκμετάλλευσής του, αφού οι δυνατότητές του αυτές δεν αναιρούν το κυρίαρχο, για τη θεμελίωση του παραπάνω εγκλήματος, στοιχείο, που είναι η εκμετάλλευση της εργασίας του από το δράστη, εξαιτίας των ανωτέρω εξαναγκαστικών ή απατηλών μέσων, που αυτός χρησιμοποίησε για να πετύχει το σκοπό τούτο. Περαιτέρω συνέπεια των διαπιστώσεων αυτών είναι, ότι, για να χαρακτηρισθεί κάποιος ως αυτουργός του παραπάνω εγκλήματος, δεν απαιτείται, κατ’ ανάγκη, να είναι και εργοδότης, κατά την εργατική νομοθεσία, του θύματος, καθόσον το στοιχείο τούτο ούτε μεταξύ εκείνων της αντικειμενικής υπόστασης της παραπάνω αξιόποινης πράξης αναφέρεται, ούτε συνδέεται αναγκαστικά ή ενυπάρχει σε κάποιο από τα στοιχεία αυτά, ούτε αποτελεί προϋπόθεσή του. Επίσης, στην έννοια των απατηλών μέσων, με τη χρήση των οποίων αποσπάται η συναίνεση του θύματος για πρόσληψή του κλπ, με απώτερο σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας του, περιλαμβάνεται κάθε τι ψευδές, με το οποίο ο δράστης επιχειρεί να συγκαλύψει την αληθινή πρόθεσή του, να εκμεταλλευθεί την εργασία του θύματος και, εξαιτίας της αδυναμίας του θύματος να διαγνώσει το ψεύδος του, το εξαπατά ή το παρασύρει να συναινέσει στις παραπάνω πράξεις διακίνησης.
Συνεπώς, η πράξη της εμπορίας ανθρώπων τελείται με απατηλά μέσα, όταν ο δράστης παρουσιάζει στο θύμα μια ψεύτικη εικόνα της πραγματικότητας και με τον τρόπο αυτό καταφέρνει να το παραπλανήσει και να αποσπάσει τη συναίνεσή του για ορισμένη πράξη διακίνησης, δηλαδή, την πρόσληψή του κλπ, με απώτερο σκοπό να εκμεταλλευτεί την εργασία του. Τα απατηλά τεχνάσματα που μετέρχεται ο δράστης μπορεί να συνίστανται είτε στην εμφάνιση ενός ψευδούς γεγονότος ως αληθινού, είτε στην απόκρυψη ενός γεγονότος, με την παρεμπόδιση του θύματος να λάβει γνώση της αλήθειας, είτε στην παρασιώπηση ενός γεγονότος, με την παράλειψη του δράστη να ανακοινώσει την αλήθεια. Εξάλλου, ως παράσυρση θεωρείται κάθε συμπεριφορά του δράστη, με την οποία επηρεάζει τη βούληση του θύματος σε τέτοιο βαθμό, ώστε το ίδιο το θύμα, να συναινεί στο να εκχωρήσει τον εαυτό του, να παραδώσει, δηλαδή, την ελευθερία του στη σφαίρα επιρροής του δράστη, βιώνοντας έναν αποκλεισμό από τον εξωτερικό κόσμο, ισότιμο με εκείνον του θύματος που υπόκειται σε εξαναγκασμό.
Συνεπώς, ο πυρήνας της αυξημένης απαξίας του συγκεκριμένου μέσου πραγμάτωσης των πράξεων διακίνησης έγκειται στη θραύση της προσωπικής ελευθερίας του θύματος, η οποία καταλήγει στην εκούσια “υποταγή” του στη μεταχείρισή του ως πράγματος από το δράστη, ο οποίος το εξουσιάζει, χωρίς καν να χρειάζεται να χρησιμοποιήσει κάποιο εξαναγκαστικό ή απατηλό μέσο. Επομένως, ο δράστης παρασύρει το θύμα, όταν το θέτει υπό την εξουσία του, απομακρύνοντάς το από τις συνθήκες που στοιχειοθετούν το ευάλωτο της θέσης του, ελέγχοντας, παράλληλα, τις βιοτικές και κοινωνικές ανάγκες του. Επίσης, ως ευάλωτη θέση, την οποία, εκμεταλλευόμενος ο δράστης, παρασύρει το θύμα, με υποσχέσεις κλπ, να συναινέσει στην πρόσληψή του κλπ, με απώτερο σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας του, νοείται η κατάσταση ανάγκης, αδυναμίας ή κινδύνου, στην οποία έχει περιέλθει ένα πρόσωπο, λόγω των οικονομικών, προσωπικών, κοινωνικών κλπ προβλημάτων, που αντιμετωπίζει και εξαιτίας της οποίας κατάστασης δεν έχει άλλη πραγματική και αποδεκτή επιλογή, παρά μόνο να υποκύψει και να αποδεχτεί την εκμετάλλευσή του.
Συνεπώς, η ανωτέρω προϋπόθεση συντρέχει, όταν το θύμα στερείται απόλυτα, ενόψει των συγκεκριμένων βιοτικών και κοινωνικών συνθηκών που το περιβάλλουν, από τους υπάρχοντες σε κάθε άνθρωπο έμφυτους μηχανισμούς αυτοπροστασίας και παραδίδει την ελευθερία του στη σφαίρα επιρροής του δράστη, με πρωτοβουλία του τελευταίου, βιώνοντας έναν αποκλεισμό από τον εξωτερικό κόσμο. Επομένως, το άτομο βρίσκεται σε ευάλωτη, κατά την παραπάνω έννοια, θέση, όταν τελεί υπό συνθήκες απόλυτης αδυναμίας αυτοπροστασίας σημαντικών εννόμων αγαθών του, όπως η ζωή του, η σωματική του ακεραιότητα ή η ελευθερία του, ώστε να μην έχει άλλη πραγματική και αποδεκτή λύση και επιλογή από το να παρασυρθεί και να υποταγεί στην κατάχρηση. Είναι προφανές, ενόψει των ανωτέρω, ότι η οικονομική δυσπραγία και η αδυναμία ανεύρεσης σταθερής απασχόλησης, μόνες τους, εφόσον δεν συνοδεύονται και από άλλες συνθήκες και περιστάσεις, δεν αρκούν για τη στοιχειοθέτηση της ευάλωτης θέσης. Ειδικότερα, στην περίπτωση των παράνομων αλλοδαπών, για την κατάφαση της ευάλωτης θέσης δεν αρκεί η ιδιότητά τους ως αλλοδαπών, ούτε η παράνομη είσοδος και παραμονή τους στη Χώρα, αλλά πρέπει να συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, όπως η άγνοια της γλώσσας, των συνθηκών ζωής και εν γένει της νέας πραγματικότητας, η έλλειψη δεσμών με το κράτος παραμονής, ο φόβος της απέλασης, που αποτρέπει την προσφυγή τους στις αρμόδιες αρχές κλπ. Το σύνολο των δυσμενών αυτών παραγόντων δυσχεραίνει την ανεύρεση σταθερής και αξιοπρεπούς εργασίας και είναι δυνατόν, εφόσον συντρέχει και το στοιχείο της αδυναμίας εύρεσης εργασίας, να οδηγήσουν σε συνθήκες εξαθλίωσης, οι οποίες μπορούν να δικαιολογήσουν το χαρακτηρισμό της θέσης τους ως ευάλωτης, υπό την προϋπόθεση της έλλειψης εναλλακτικών επιλογών ή αν, παρά την έλλειψη εναλλακτικών επιλογών, η σύνδεση με το δράστη αποτελεί συνειδητή απόφαση και επιλογή του θύματος. Η παραπάνω έννοια της ευάλωτης θέσης συνάγεται και από το άρθρο 1 της ανωτέρω 2002/629/JAI/19-7-2002 απόφασης – πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ορίζει στην πρώτη παράγραφο, ότι “κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ακόλουθες πράξεις να συνιστούν αξιόποινες πράξεις: η στρατολόγηση, μεταφορά, μεταβίβαση, υπόθαλψη και εν συνεχεία παραλαβή ενός προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής ή μεταβίβασης του ελέγχου επί του προσώπου αυτού, όταν: α) γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλής, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής, ή β) γίνεται χρήση δόλου ή απάτης, ή γ) συντρέχει κατάχρηση εξουσίας ή μιας ευπαθούς θέσης, τέτοιας φύσεως ώστε το εν λόγω πρόσωπο να μην έχει άλλη αποδεκτή δυνατότητα παρά να υποταγεί στην κατάχρηση”, από την Οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που αντικατέστησε την παραπάνω απόφαση και η οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το νόμο 4198/2013, το άρθρο 2 παρ. 2 της οποίας ορίζει, ότι “ως κατάχρηση ευάλωτης θέσης νοείται η κατάσταση στην οποία το σχετικό πρόσωπο δεν έχει άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή από το να υποστεί τη συγκεκριμένη κατάχρηση”, από την εισηγητική έκθεση της από 16-5-2005 σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, η οποία ορίζει στην παράγραφο 83, ότι “με τον όρο κατάχρηση θέση αδυναμίας, πρέπει να εννοείται η κατάχρηση οποιασδήποτε κατάστασης στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν έχει άλλη πραγματική και αποδεκτή επιλογή από το να υποκύψει. Μπορεί επομένως να πρόκειται για οποιοδήποτε είδος αδυναμίας, είτε αυτή είναι φυσική, ψυχική, συναισθηματική, οικογενειακή, κοινωνική ή οικονομική…Συνοπτικά, πρόκειται για το σύνολο των καταστάσεων κινδύνου που μπορούν να οδηγήσουν ένα ανθρώπινο ον να αποδεχθεί την εκμετάλλευσή του”.
Συνεπώς, για να θεωρηθεί, ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται σε ευάλωτη, με την παραπάνω έννοια, θέση, απαιτείται να έχει περιέλθει, λόγω των ανωτέρω προβλημάτων που αντιμετωπίζει, σε πλήρη αδυναμία αυτοπροστασίας. Οπότε, αφού αδυνατεί πλήρως να αυτοπροστατευτεί, η δε προστασία του αυτή είναι αναγκαία για την επιβίωσή του ή για την προστασία κάποιου άλλου από τα αγαθά του που προαναφέρθηκαν, “παρασύρεται” πλέον από το δράστη, που εμφανίζεται, να του παρέχει την εν λόγω προστασία, με τη θέση του υπό την εξουσία του και τη δημιουργία σχέσης εξάρτησης απ’ αυτόν. Τέλος, η παράσυρση του θύματος με εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του θα πρέπει να γίνεται με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων. Στην έννοια των δώρων περιλαμβάνονται οικονομικού – περιουσιακού χαρακτήρα αγαθά, τα οποία μπορεί να περιέρχονται στο λήπτη τόσο με τη μορφή της κυριότητας, όσο και με τη μορφή άλλου αποτιμητού σε χρήμα δικαιώματος (εμπράγματου ή ενοχικού) και παροχή αποτιμητών σε χρήμα υπηρεσιών, ενώ παροχή άλλων ωφελημάτων είναι κάθε μη περιουσιακού χαρακτήρα χαριστική παροχή επωφελής για το θύμα, στην οποία αυτό δεν έχει νόμιμη αξίωση. Με τη συγκεκριμένη ρύθμιση της παράσυρσης του θύματος, σε αντίθεση με την προηγούμενη της απατηλής απόσπασης της συναίνεσής του, καλύπτεται η περίπτωση που δεν γίνεται χρήση απατηλών τεχνασμάτων, καθόσον όσα υπόσχεται ο δράστης στο θύμα ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Επομένως, το θύμα δεν διατελεί σε πλάνη, καθώς γνωρίζει επακριβώς το σκοπό για τον οποίο προσλαμβάνεται κλπ, ήτοι την προοπτική της εκμετάλλευσης της εργασίας του. Ωστόσο, ο δράστης χρησιμοποιεί τις υποσχέσεις, τα δώρα, τις πληρωμές ή άλλα ωφελήματα σε άτομο, το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης, το οποίο με αυτόν τον τρόπο παρασύρεται στο να δώσει τη συναίνεσή του. Το μέγεθος των παροχών είναι αδιάφορο, αφού εκείνο που προέχει είναι η σύνδεσή τους με τη συναινετική στάση του θύματος. Κατ’ ακολουθίαν όσων αναφέρθηκαν, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων με την ειδικότερη μορφή της εκμετάλλευσης της εργασίας, το στοιχείο της φυσικής εξουσίασης του δράστη επί του θύματος, την οποία επάγονται οι διάφορες μορφές διακίνησης (πρόσληψη κλπ), δεν απαιτεί την πλήρη υποδούλωση, την πλήρη στέρηση της ελευθερίας του θύματος, ούτε τη διαρκή και χωρίς διακοπή θέση του υπό την εξουσία του δράστη, ενώ, για να θεωρηθεί η θέση του θύματος ως ευάλωτη, πρέπει τούτο να έχει περιέλθει σε πλήρη αδυναμία αυτοπροστασίας, με συνέπεια, παρασυρόμενο, να επιδιώκει την προστασία, που ο ίδιος αδυνατεί να παράσχει στον εαυτό του, με τη θέση του υπό την εξουσία του δράστη και τη δημιουργία σχέσης εξάρτησής του απ’ αυτόν. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1β’ ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι, “με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης”, συνάγεται, ότι άμεσος συνεργός είναι εκείνος, ο οποίος, με πρόθεση, παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και τη διάρκεια της κύριας πράξης, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς αυτή τη συνδρομή, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ, για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας, απαιτείται: α) δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα, εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και β) παροχή άμεσης συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της κυρίας πράξης. Τέλος, δεν είναι ανεπίτρεπτη η μεταβολή της κατηγορίας από άμεσο συνεργό του φυσικού αυτουργού κάποιου εγκλήματος, σε αυτουργό ή συναυτουργό του εγκλήματος αυτού, αφού πρόκειται για την ίδια πράξη, με διαφοροποίηση μόνο του τρόπου συμμετοχής στο έγκλημα, η οποία διαφοροποίηση δεν καθιστά χειρότερη τη θέση του κατηγορουμένου, διότι και στις δύο περιπτώσεις προβλέπεται η ίδια ποινή.
https://www.inlaw.gr/content.aspx?id=537