Ο γερασμένος και περιβαλλοντικά ανεπαρκής ελληνικός ακτοπλοϊκός στόλος επιβάλλει νέες επενδύσεις, νέα χρηματοδοτικά εργαλεία και ευέλικτα επιχειρηματικά σχήματα που θα μπορέσουν να προχωρήσουν σε άμεσες επενδύσεις», σημειώνει η XRTC Business Consultants στην ετήσια έκθεσή της για την ελληνική ακτοπλοΐα. «Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και πρώτη από όλες η Ελλάδα, είναι αναγκασμένες να ακολουθήσουν τον μονόδρομο της αναβάθμισης και αντικατάστασης των παλαιοτέρων πλοίων, αλλά αυτό πρέπει να γίνει με ευρωπαϊκή και εθνική χρηματοδοτική υποστήριξη», προσθέτει. Ο λόγος; Αφενός, η υποχρέωση συμμόρφωσης από την 1η Ιανουαρίου 2020 με το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) σχετικά με τη χρησιμοποίηση ναυτιλιακού καυσίμου χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο (0,5%) και, αφετέρου, μεσοπρόθεσμα οι στόχοι του IMO για τη δραστική μείωση των ατμοσφαιρικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τη ναυτιλία.
Η παγκόσμια ναυτιλία δεσμεύεται πλήρως ρυθμιστικά να μειώσει την ένταση εκπομπών άνθρακα από ορυκτά καύσιμα κατά τουλάχιστον 40% έως το 2030, καταβάλλοντας προσπάθειες για μείωση έως 70% μέχρι το 2050, σε σύγκριση με τις εκπομπές του 2008, και να μειώσει τις συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου τουλάχιστον κατά 50% μέχρι το 2050 σε σύγκριση με τις εκπομπές του 2008, σύμφωνα με την αρχική στρατηγική του UN ΙΜΟ.
Ο μέσος όρος της ηλικίας των 41 πλοίων των μεγάλων εταιρειών της ακτοπλοΐας (Attica, Minoan, ANEK) έχει φτάσει τα 19,3 έτη, γεγονός που προβληματίζει τις εταιρίες οι οποίες κατανοούν την ανάγκη ανανέωσης του στόλου τους αλλά τόσο τα οικονομικά τους αποτελέσματα όσο και η δυστοκία των τραπεζών για τη χρηματοδότηση αυτού του εγχειρήματος δημιουργούν αβεβαιότητα. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, τα πλοία που εξυπηρετούν την ακτοπλοΐα συνολικά, μαζί με τις μικρότερες εταιρείες, ανέρχονται σε 91, με μέσο όρο ηλικίας τα 26 έτη. «Σε κάθε περίπτωση η ανάγκη να ανανεωθεί ο στόλος την επόμενη δεκαετία είναι ανελαστική καθώς το μεγαλύτερο μέρος του στόλου θα φτάσει την ηλικία των 40 ετών», υπογραμμίζει ο Γιώργος Ξηραδάκης, επικεφαλής της συμβουλευτικής εταιρείας XRTC που ειδικεύεται στη ναυτιλία.
Επισημαίνεται πάντως πως η επιτυχής έκδοση του ομολόγου δημόσιας διάθεσης ύψους 175 εκατ. του ομίλου Attica, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο, «αποτελεί αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό και ελπιδοφόρο γεγονός της ακτοπλοϊκής αγοράς τα τελευταία χρόνια», καθώς δείχνει την ύπαρξη επενδυτικών κεφαλαίων και ιδιωτών (προσφέρθηκαν 375,6 εκατ.) διατεθειμένων να στηρίξουν τα επιχειρηματικά πλάνα των ελληνικών εταιρειών. Η προσφορά εμπράγματων εξασφαλίσεων (συνήθης πρακτική σε ναυτιλιακά δάνεια), με στόχο την έκδοση με χαμηλό επιτόκιο (3,4%) για την εταιρεία, συμβαίνει πρώτη φορά σε ομόλογο δημόσιας διάθεσης. Σημειώνεται πως μετά την εξαγορά της Hellenic Seaways, ο όμιλος Attica αποτελεί το μεγαλύτερο σχήμα στην ελληνική ακτοπλοΐα, ενώ εισηγμένες παραμένουν μόνον αυτή και η ΑΝΕΚ, αφού οι Μινωικές αποχώρησαν από το Χρηματιστήριο στις 23 Απριλίου. Επίσης, επισημαίνεται ότι, παρά την άνοδο των αφίξεων ξένων επισκεπτών, η ακτοπλοΐα δεν επωφελείται, αφού οι περισσότερες αφίξεις πραγματοποιούνται αεροπορικώς. Επωφελείται όμως από τις αυξημένες εμπορευματικές μεταφορές στα νησιά από αυτή την ανάπτυξη. Πάντως η αύξηση της ακτοπλοϊκής κίνησης που ανήλθε στο 5% το 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, δεν απεικονίζεται στο μεταφορικό έργο των εισηγμένων καθώς την καρπώθηκαν οι μικρότερες εταιρείες (κυρίως η Seajets με 15 πλέον πλοία, αλλά και οι Golden Star, Fast Ferries κ.ά.), των οποίων η παρουσία αυξάνει συνεχώς τόσο σε επίπεδο στόλου όσο και σε επίπεδο κίνησης. Επιπλέον, η αύξηση της τιμής του πετρελαίου έχει επηρεάσει αρνητικά τα οικονομικά αποτελέσματα των μεγάλων, αφού στη διετία 2017-2018 τα λειτουργικά κόστη τους επιβαρύνθηκαν με περίπου 100 εκατ.