Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας χαίρουν απόλυτης προστασίας κατά το δίκαιο της ΕΕ;
Με τη δημοσιευθείσα στις 29-07-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι η χρήση ενός προστατευόμενου, δυνάμει των διατάξεων του δικαίου της ΕΕ περί πνευματικής ιδιοκτησίας (ήτοι δυνάμει της οδηγίας 2001/29/ΕΚ), έργου κατά την παρουσίαση της επικαιρότητας δεν προϋποθέτει, καταρχήν, τη λήψη προηγούμενης συγκατάθεσης του δημιουργού.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η παράθεση αποσπασμάτων ενός έργου μέσω υπερσυνδέσμων επιτρέπεται, υπό τον όρο ότι το εν λόγω έργο, με τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται, έχει καταστεί προηγουμένως διαθέσιμο στο κοινό με τη συγκατάθεση του δικαιούχου ή δυνάμει υποχρεωτικής ή ακόμη και νόμιμης άδειας.
Το ΔΕΕ επισημαίνει ακόμα ότι, στο πλαίσιο της στάθμισης που υποχρεούται να πραγματοποιεί ο εθνικός δικαστής μεταξύ, αφενός, των αποκλειστικών δικαιωμάτων του δημιουργού και, αφετέρου, της ελευθερίας της έκφρασης, τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας δεν είναι απαραβίαστα και ότι, συνεπώς, δεν πρέπει να χαίρουν απόλυτης προστασίας.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο V. Beck είναι μέλος του Bundestag (Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου) από το 1994. Είναι συντάκτης ενός χειρογράφου σχετικά με την ποινική πολιτική για τα σεξουαλικά εγκλήματα εις βάρος ανηλίκων. Το χειρόγραφο αυτό είχε περιληφθεί, υπό ψευδώνυμο, ως άρθρο σε συλλογή που δημοσιεύθηκε το 1988. Στο πλαίσιο της δημοσίευσης εκείνης, ο εκδότης είχε τροποποιήσει τον τίτλο του χειρογράφου και είχε συντμήσει μια πρότασή του. Με επιστολή της 5ης Μαΐου 1988, ο συντάκτης διαμαρτυρήθηκε στον εκδότη και απαίτησε ανεπιτυχώς να επισημανθεί, κατά την έκδοση της συλλογής, ότι είχαν γίνει αυτές οι τροποποιήσεις. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο V. Beck είχε επανειλημμένως απαντήσει στις επικρίσεις τις οποίες δέχθηκε για το περιεχόμενο του ως άνω άρθρου ότι το νόημα των γραφομένων του είχε αλλοιωθεί από τον εκδότη της συλλογής. Ήδη από το 1993 τουλάχιστον, ο V. Beck είχε αποκηρύξει το περιεχόμενο του άρθρου αυτού.
Το 2013 το χειρόγραφο του V. Beck ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια έρευνας σε αρχεία και του παραδόθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, ενώ ήταν υποψήφιος στις κοινοβουλευτικές εκλογές στη Γερμανία. Την επομένη, ο V. Beck έθεσε το χειρόγραφο στη διάθεση των συντακτών διαφόρων εφημερίδων, προκειμένου να αποδείξει ότι αυτό είχε τροποποιηθεί από τον εκδότη στο πλαίσιο της δημοσίευσης του επίμαχου άρθρου. Ωστόσο, δεν έδωσε στους συντάκτες των εφημερίδων αυτών τη συγκατάθεσή του για να δημοσιεύσουν το χειρόγραφο και το άρθρο. Αντιθέτως, τα δημοσίευσε ο ίδιος στον προσωπικό του ιστότοπο, προσθέτοντας σε κάθε σελίδα τους τη σημείωση «Αποκηρύσσω το κείμενο αυτό. Volker Beck». Στις σελίδες του άρθρου που είχε δημοσιευθεί στην επίμαχη συλλογή υπήρχε επιπλέον η ακόλουθη σημείωση: «Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε χωρίς άδεια και έχει παραποιηθεί, στην επικεφαλίδα και σε ορισμένα σημεία του, από τον εκδότη».
Η Spiegel Online εκμεταλλεύεται τη δικτυακή πύλη ενημέρωσης Spiegel Online. Στις 20 Σεπτεμβρίου 2013 δημοσίευσε άρθρο στο οποίο υποστηριζόταν ότι, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς του V. Beck, το κεντρικό μήνυμα των γραφομένων του δεν είχε αλλοιωθεί από τον εκδότη και ότι, ως εκ τούτου, είχε παραπλανήσει επί σειρά ετών το κοινό. Πέραν του άρθρου αυτού, το χειρόγραφο και το άρθρο που είχε δημοσιευθεί στην επίμαχη συλλογή ήταν διαθέσιμα, στην αρχική τους μορφή, προς τηλεφόρτωση μέσω υπερσυνδέσμων.
Ο V. Beck προσέφυγε ενώπιον του Landgericht (περιφερειακού δικαστηρίου, Γερμανία) επικαλούμενος προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας λόγω της δημοσιοποίησης του πλήρους κειμένου του χειρογράφου και του άρθρου στον δικτυακό τόπο της Spiegel Online. Το δικαστήριο αυτό δικαίωσε τον V. Beck. Κατόπιν απόρριψης της έφεσής της, η Spiegel Online άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία).
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Bundesgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα ως προς το πεδίο εφαρμογής των εξαιρέσεων που προβλέπονται στην οδηγία περί πνευματικής ιδιοκτησίας (ήτοι την οδηγία 2001/29/ΕΚ), επί της ουσίας, σχετικά με την παρουσίαση στο κοινό ζητημάτων της επικαιρότητας και την παράθεση αποσπασμάτων, που παρέχουν τη δυνατότητα σε ένα χρήστη να μην αναζητά τη συγκατάθεση του δικαιούχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι η οδηγία δεν εναρμονίζει πλήρως το περιεχόμενο των εξαιρέσεων και περιορισμών που προβλέπει στα αποκλειστικά δικαιώματα αναπαραγωγής και παρουσίασης στο κοινό. Συνεπώς, τα κράτη μέλη έχουν στη διάθεσή τους, κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2001/29/ΕΚ στο εσωτερικό τους δίκαιο και κατά την εφαρμογή των σχετικών με τη μεταφορά της διατάξεων του εθνικού δικαίου, σημαντικό, πλην όμως αρκετά οριοθετημένο, περιθώριο εκτίμησης.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η ελευθερία πληροφόρησης και η ελευθερία του Τύπου, όπως κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν, πέραν των εξαιρέσεων και των περιορισμών που προβλέπονται σχετικώς στην οδηγία 2001/29/ΕΚ, παρέκκλιση από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού για αναπαραγωγή του έργου του και παρουσίασή του στο κοινό.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της στάθμισης που υποχρεούται να πραγματοποιεί ο εθνικός δικαστής μεταξύ, αφενός, των αποκλειστικών δικαιωμάτων του δημιουργού και, αφετέρου, της ελευθερίας της έκφρασης, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας δεν είναι απαραβίαστα και ότι, συνεπώς, δεν πρέπει να χαίρουν απόλυτης προστασίας, καθώς και ότι είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι το είδος της «συζήτησης» ή της πληροφορίας έχει ιδιαίτερη σημασία, στο πλαίσιο ιδίως του πολιτικού διαλόγου ή ενός διαλόγου που άπτεται του γενικού συμφέροντος.
Ιδίως, αναφορικά με τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιτρέπουν τη χρήση έργων ή άλλων προστατευόμενων αντικειμένων για να παρουσιαστούν γεγονότα της επικαιρότητας (στον βαθμό που δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο ενημερωτικό σκοπό και υπό την επιφύλαξη ότι αναφέρεται, στο μέτρο του δυνατού, η πηγή, περιλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού), το Δικαστήριο καταλήγει ότι, κατά την εφαρμογή αυτής της εξαίρεσης ή αυτού του περιορισμού, τα κράτη μέλη δεν έχουν τη δυνατότητα να εξαρτήσουν την εξαίρεση ή τον περιορισμό από την υποχρέωση να ληφθεί προηγούμενη συγκατάθεση του δημιουργού.
Το Δικαστήριο τονίζει σχετικά ότι εναπόκειται στο Bundesgerichtshof να ελέγξει αν ήταν αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου ενημερωτικού σκοπού η δημοσιοποίηση του πλήρους κειμένου του χειρογράφου και του ήδη δημοσιευμένου στην επίμαχη συλλογή άρθρου το έτος 1988, ως είχαν στην αρχική τους μορφή και χωρίς μνεία της αποκήρυξης του περιεχομένου τους από τον V. Beck.
Ως προς την προβλεπόμενη στη οδηγία εξαίρεση περί παράθεσης αποσπασμάτων, το Δικαστήριο δεν κρίνει απαραίτητο το έργο από το οποίο παρατίθενται αποσπάσματα να περιλαμβάνεται ως αναπόσπαστο μέρος, παραδείγματος χάρη μέσω τυπογραφικών προσθηκών ή αναπαραγωγής σε υποσημειώσεις, στο σώμα του αντικειμένου όπου γίνεται η παράθεση. Αντιθέτως, τέτοια παράθεση αποσπασμάτων μπορεί να συνίσταται και στην ύπαρξη υπερσυνδέσμου προς το έργο.
Εντούτοις, η επίμαχη παράθεση πρέπει να είναι σύμφωνη με τα χρηστά ήθη και η έκτασή της να δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ακολούθως, η διάθεση στο κοινό από το Spiegel Online του χειρόγραφου και του άρθρου του V. Beck από το 1988, στο Διαδίκτυο μέσω υπερσυνδέσμων, ως ηλεκτρονικά αρχεία τα οποία μπορούν να διαβαστούν αυτοτελώς με σκοπό την παράθεση αποσπασμάτων, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα όρια αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με την παράθεση αυτή.
Τέλος, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι η εξαίρεση της παράθεσης αποσπασμάτων τυγχάνει εφαρμογής υπό την προϋπόθεση ότι η επίμαχη παράθεση αφορά έργο το οποίο έχει καταστεί νομίμως προσιτό στο κοινό. Αυτό συντρέχει όταν το έργο, με τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται, έχει καταστεί προσβάσιμο στο κοινό με τη συγκατάθεση του δικαιούχου ή δυνάμει υποχρεωτικής ή ακόμη και νόμιμης άδειας.
Εναπόκειται δε στο εθνικό δικαστήριο, στην υπόθεση της κύριας δίκης, να ελέγξει αν, ενόψει της αρχικής δημοσίευσης του χειρόγραφου του V. Beck ως άρθρου σε συλλογή, ο εκδότης διέθετε, διά της συμβατικής ή άλλης οδού, το δικαίωμα να πραγματοποιήσει τις επίμαχες συντακτικές τροποποιήσεις. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ελλείψει της σύμφωνης γνώμης του δικαιούχου, το έργο, με τον τρόπο που δημοσιεύθηκε στη συλλογή, δεν κατέστη νομίμως προσιτό στο κοινό.
Ωστόσο, όταν το χειρόγραφο και το άρθρο του V. Beck δημοσιεύθηκαν στον δικό του ιστότοπο, τα έγγραφα αυτά κατέστησαν νομίμως προσιτά στο κοινό μόνο στον βαθμό που συνοδεύονταν από τη μνεία της αποκήρυξης του περιεχομένου τους.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA