Το Βερολίνο συνεχίζει να στέλνει σήματα για χαλάρωση της δημοσιονομικής του πολιτικής, ενώ η γερμανική κεντρική τράπεζα προειδοποιεί πως η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης ενδέχεται να εισέλθει σε περίοδο ύφεσης, ενισχύοντας την πίεση για ανάληψη δράσης. Το Βερολίνο διαθέτει ασφαλώς το περιθώριο να ασκήσει πιο επεκτατική πολιτική, ωστόσο το μεγάλο εμπόδιο είναι το λεγόμενο «φρένο χρέους» που μάλιστα έχει περιληφθεί στο γερμανικό σύνταγμα αλλά και η κουλτούρα λιτότητας που κυριαρχεί στη Γερμανία.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς άφησε να εννοηθεί την Κυριακή πως σε περίπτωση οικονομικής κρίσης, η γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε να διαθέσει 50 δισ. ευρώ, αναφέροντας για πρώτη φορά συγκεκριμένο ποσό, για να ενισχύσει την οικονομία. Βέβαια, ο Σολτς έστειλε σήμα πως η ανάληψη δράσης δεν θα πρέπει να θεωρείται άμεση, ωστόσο η επιβράδυνση της παγκόσμιας και της γερμανικής οικονομίας, η αβεβαιότητα που προκαλεί ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας, η ενδεχόμενη άτακτη έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. και οι απειλές Τραμπ για επιβολή υψηλότερων δασμών στις εισαγωγές αυτοκινήτων από την Ε.Ε. ασκούν όλο και μεγαλύτερη πίεση στην κυβέρνηση Μέρκελ. Σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg, το Βερολίνο ετοιμάζει μέτρα που θα ενεργοποιηθούν σε περίπτωση βαθιάς ύφεσης. Η δέσμη μέτρων έχει ως στόχο την ενίσχυση της οικονομίας και της κατανάλωσης, ενώ εξετάζονται κίνητρα για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας σπιτιών, τη βραχυπρόθεσμη ενίσχυση της απασχόλησης και της ενίσχυσης των εισοδημάτων μέσω κοινωνικής πολιτικής.
Το γερμανικό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί από το 60,9% το 2018 στο 58% του ΑΕΠ στο τέλος του τρέχοντος έτους, δηλαδή να υποχωρήσει κάτω από το όριο του 60% του ΑΕΠ που ορίζει η Συνθήκη του Μάαστριχτ. «Οπότε αν έχουμε δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ που είναι κάτω από το 60%, τότε αυτή είναι η δύναμη που διαθέτουμε ώστε να αντιμετωπίσουμε μια κρίση με όλες μας τις δυνάμεις», είπε ο Σολτς. Η κρίση μάλλον πλησιάζει, καθώς η γερμανική κεντρική τράπεζα προέβλεψε χθες στη μηνιαία έκθεσή της ότι το τρίτο τρίμηνο του 2019 ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας θα είναι «άτονος» και πως «θα μπορούσε να εξακολουθήσει να μειώνεται ελαφρώς». Το δεύτερο τρίμηνο η γερμανική οικονομία είχε συρρικνωθεί κατά 0,1% σε σύγκριση με το πρώτο, οπότε αν καταγραφεί και νέα συρρίκνωση θα έχουμε τεχνική ύφεση στη Γερμανία. Η έλλειψη ζήτησης από το εξωτερικό είναι η βασική αιτία για την επιβράδυνση της γερμανικής οικονομίας σύμφωνα με την Bundesbank, η οποία σημειώνει ότι ήδη καταγράφονται επιπτώσεις στην αγορά εργασίας με επιβράδυνση της απασχόλησης και του ρυθμού αύξησης μισθών.
Την περασμένη εβδομάδα η καγκελάριος Μέρκελ είχε αφήσει για πρώτη φορά ανοιχτό το ενδεχόμενο χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής λέγοντας ότι η οικονομία «κινείται προς μια δύσκολη φάση» και πως η κυβέρνησή της θα αντιδράσει «ανάλογα με την κατάσταση». Ηταν η πρώτη φορά που η κ. Μέρκελ άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, αν και δεν είχε παραλείψει να προσθέσει πως δεν θεωρεί ότι υπάρχει άμεση ανάγκη για μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα. Παράλληλα, η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters και το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel έχουν μεταδώσει τις δύο τελευταίες εβδομάδες πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες το Βερολίνο εξετάζει το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει την πολιτική του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.
Μέτρα ενίσχυσης
Κομισιόν, ΕΚΤ και ΔΝΤ καλούν συστηματικά τη Γερμανία να ακολουθήσει πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, ώστε να ενισχύσει την οικονομία της και να αντιμετωπίσει προβλήματα που έχει προκαλέσει η χρόνια μείωση των δημοσίων επενδύσεων. Ο Ολιβερ Ράου, οικονομολόγος στην Oxford Economics, εξηγεί στο Bloomberg ότι ακόμη και αν αποφασίσει η Μέρκελ να εγκαταλείψει την πολιτική του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, το συνταγματικό «φρένο χρέους» περιορίζει τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας στα 10 δισ. ευρώ το πολύ. Σύμφωνα δε με τον Κάρστεν Μπρζέσκι, η αναστολή ισχύος του νόμου θα μπορούσε να επιτρέψει στη γερμανική κυβέρνηση να εμφανίσει δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ προτού παραβιάσει το όριο χρέους 60%.
Κατά τον Κρίστιαν Οντενταλ, επικεφαλής οικονομολόγο του Centre for European Reform, η κυβέρνηση Μέρκελ θα πρέπει να σκεφτεί πιο μακροπρόθεσμα και να ανακοινώσει μεγάλο πρόγραμμα ενίσχυσης των επενδύσεων στις υποδομές για τα επόμενα 15 με 20 χρόνια. Αυτού του είδους τα προγράμματα αργούν κάπως να εφαρμοστούν, αλλά έχουν μεγαλύτερη θετική επίπτωση από άλλα παρόμοια μέτρα και θα επιτρέψουν σε γερμανικές επιχειρήσεις να αγοράσουν νέο μηχανολογικό εξοπλισμό και να αυξήσουν την παραγωγή τους. Μια παροδική μείωση του ΦΠΑ θα ενίσχυε την κατανάλωση και θα προλάμβανε μεγαλύτερη ύφεση, εξηγεί ο Κρίστιαν Σουλτς, οικονομολόγος της Citigroup, ενώ ο Οντενταλ προειδοποιεί πως η μείωση του φόρου εισοδήματος θα ήταν λανθασμένη διότι θα αφαιρούσε από τις τοπικές κυβερνήσεις μέσα για επενδύσεις. Υπάρχει ακόμα το μέτρο της επιδότησης αγοράς αυτοκινήτων, κάτι που είχε χρησιμοποιήσει το Βερολίνο το 2009, που θα ενίσχυε τη μετάβαση στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Ωστόσο ο Σουλτς της Citigroup είναι αυτός που εκφράζει ανοιχτά τον μεγαλύτερο φόβο των αναλυτών και επενδυτών: «Πιθανότατα θα υπάρξουν μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας, αλλά είμαι επιφυλακτικός σχετικά με τους αριθμούς».