Σημείωση:
Γίνεται δεκτό στη νομολογία, ότι η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επικουρική σε σχέση με τις αξιώσεις από έγκυρη σύμβαση. Ουσιαστικά η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν γεννάται, εφόσον υπάρχει σύμβαση ισχυρή, που δεν έχει ανατραπεί, είτε π.χ. με ακύρωση, υπαναχώρηση, καταγγελία κλπ. Αυτό εξηγείται από το ότι η ύπαρξη έγκυρης και ισχυρής ακόμα σύμβασης συνιστά νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού του λήπτη, δηλ., στην περίπτωση της ένδικης υπόθεσης, της παροχής του πωλητή από τον αγοραστή. Το ΜΠρΑθ με την απόφαση 2958/2019 (αδημ.) απορρίπτει την ένδικη αγωγή ως νόμω αβάσιμη, διότι η ενάγουσα δεν διαλαμβάνει στο δικόγραφό της τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που δικαιολογούν την επιλογή της αξίωσης από τα 904 ΑΚ επ. αντί της αξίωσης από τη σύμβαση πωλήσεως που τη συνέδεε με την εναγομένη.
Απόσπασμα:
Από το άρθρο 904 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, συνάγεται ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι εκτός άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Κατά την πιο πάνω διάταξη, προϋποθέσεις της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού και συνακόλουθα στοιχεία της σχετικής αγωγής είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και 6) η έλλειψη νόμιμης αιτίας [ΑΠ 493/2010]. Αντίθετα δεν αποτελεί στοιχείο της ανωτέρω αγωγής ο ισχυρισμός ότι ο πλουτισμός σώζεται, ο οποίος συνιστά ένσταση του εναγομένου, στηριζόμενη στο άρθρο 909 ΑΚ [ΟλΑΠ 294/1981, ΑΠ 1316/2011, ΑΠ 1468/2010].
Περαιτέρω, δύο αξιώσεις συρρέουν όταν κατευθύνονται στην ικανοποίηση του ίδιου συμφέροντος, όταν δηλαδή συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις και της μιας και της άλλης και επιδιώκουν και οι δύο τον ίδιο σκοπό (Γεωργιάδη-Σταθόπουλου Γεν. Αρχ., άρθ. 247 αρ. 26, Μπαλή Γεν. Αρχ. § 139). Αυτό συμβαίνει προεχόντως όταν ο δικαιούχος έχει κατά του ίδιου υπόχρεου περισσότερες αξιώσεις, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την ίδια παροχή, χωρίς όμως να υπάρχει μεταξύ των διατάξεων οι οποίες θεμελιώνουν τις αξιώσεις αυτές σχέση επικουρικότητας ή σχέση γενικής προς ειδική, όπως όταν το πραγματικό των συρρεουσών αξιώσεων είναι τελείως διαφορετικό. Στις περιπτώσεις αυτές η άσκηση της μιας των συρρεουσών αξιώσεων δεν αποκλείει την άσκηση της άλλης, επέρχεται όμως απόσβεση όλων με την ικανοποίηση της μιας, εκτός αν οι υπόλοιπες παρέχουν επί πλέον όφελος (Κονδύλης ο.π. § 21 σελ. 250). Δεν πρόκειται περί συρροής αξιώσεων αλλά περί «συρροής νόμων», όταν το ίδιο πραγματικό γεγονός υπάγεται σε περισσότερες διατάξεις, οι οποίες τελούν μεταξύ τους σε σχέση επικουρικότητας, όπως είναι η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, έναντι της από τη σύμβαση ή το αδίκημα [ΑΠ 1567/83 ΝοΒ 1984, 1354, ΕΦΑΘ 10641/1995 ΕλλΔνη 1999.157, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου άρθ. 904-913 IV αρ. 24], Έτσι, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αγωγή (άρθρο 904 ΑΚ) είναι μεν φύσης επιβοηθητικής, υπό την έννοια όμως ότι αυτή δεν χωρεί όταν δύναται να ασκηθεί η εκ της σύμβασης αγωγή, ώστε να μην αποστερηθεί ο εναγόμενος της ευχέρειας να αντιτάξει τις ενστάσεις εκ της τοιαύτης εννόμου σχέσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον, όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία [ΑΠ 16/2008]. Εάν, επομένως, αυτή στηρίζεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, τότε η αγωγή εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού τυγχάνει νομικά αβάσιμη [Ολ.Α.Π. 2/1987 ΝοΒ 36.69, Εφ.Θρ. 664/2004 Δ.Ε.Ε. 2005.591].
Η κατά το αστικό δίκαιο επικουρικό της της εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αξίωσης δεν κωλύει, κατ’ άρθρο 219 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, την επικουρική έγερση αγωγής περί αυτής, αφού το Δικαστήριο θα αποφανθεί περί αυτής, ήτοι περί της επικουρικής αγωγής, όταν θα έχει απορρίψει την κυρίως ασκηθείσα. Δηλαδή, δια της κατ’ άρθρο 219 παρ. 1 και 2 δικονομικής επικουρικότητας, ο ενάγων εξαρτά την εξέταση της αγωγής ή άλλης διαδικαστικής πράξης ή μίας επικουρικής βάσης της αγωγής του από ορισμένη διαδικαστική εξέλιξη και στην περίπτωση της επικουρικής βάσης της αγωγής από την απόρριψη της κύριας βάσης. Επομένως, ανεξαρτήτως του επικουρικού χαρακτήρα, από άποψης ουσιαστικού δικαίου η αξίωση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού δύναται από άποψης δικονομικού δικαίου, να ασκηθεί επικουρικός, δια την περίπτωση της απόρριψης της κυρίας βάσης αγωγής [ΕΦ ΛΑΡ 323/2001 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2002.185, Γεωργιάδη Σταθόπουλο Αστικός Κώδιξ», υπ’ άρθρ. 904 παρ. 27]. Έτσι, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνά με το άρθρο 216 παρ. Ια* του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνον αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση κυρία βάση της αγωγής απορριφθεί μετά από παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης. Έτσι πληρούται με τον τρόπο αυτόν ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή [Ολ ΑΠ 22/2003, ΑΠ Ολ ΑΠ 23/2003].
[…] Η (ένδικη) αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη νομική σκέψη της παρούσας, διότι η ενάγουσα επικαλείται τα ίδια περιστατικά που στηρίζουν την αξίωσή της από τη σύμβαση, χωρίς να αναφέρει ότι συντρέχει κάποιος λόγος ακυρότητας της τελευταίας, εξαιτίας του οποίου επιλέγει να διεκδικήσει την αξίωσή της με βάση τις αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.