Απόφαση ΔΕΕ: Η κατάθεση της αίτησης από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα θεωρείται «ανεπιφύλακτη» αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας
Στις 19-04-2018 δημοσιεύτηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε υπόθεση ελληνικού ενδιαφέροντος η οποία περιήλθε στο ΔΕΕ κατόπιν υποβολής προδικαστικού ερωτήματος από το Ειρηνοδικείο Λέρου και αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία σε υπόθεση οικογενειακού δικαίου και δη την παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο β’ του κανονισμού (ΕΕ) 2201/2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας (κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα).
Πιο συγκεκριμένα, με την απόφασή του αυτή, το ΔΕΕ αποφαίνεται ότι η εκ μέρους των γονέων του παιδιού, ως ασκούντων τη γονική μέριμνα, από κοινού κατάθεση αιτήσεως ενώπιον του δικαστηρίου της επιλογής τους συνιστά ανεπιφύλακτη εκ μέρους τους αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ο οποίος, στα πλαίσια της εκουσίας δικαιοδοσίας κατά τον ελληνικό ΚΠολΔ, καθίσταται αυτοδικαίως διάδικος στη δίκη που κίνησαν οι γονείς αποτελεί ενδιαφερόμενο μέρος της διαδικασίας, κατά την έννοια του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα.
Ωστόσο, το ενδεχόμενο να αντιταχθεί ο διάδικος αυτός στην εκ μέρους των γονέων του παιδιού επιλογή δικαστηρίου σε χρόνο μεταγενέστερο από εκείνον κατά τον οποίο το δικαστήριο επελήφθη της υποθέσεως δεν επιτρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται αποδοχή της παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά το ως άνω χρονικό σημείο. Ελλείψει τέτοιας αντιρρήσεως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται σιωπηρή αποδοχή του διαδίκου αυτού και ότι πληρούται η προϋπόθεση περί του ότι η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να έχει γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά τον χρόνο κατά τον οποίο το εν λόγω δικαστήριο επιλαμβάνεται της υποθέσεως.
Τέλος, όπως επισημαίνει το ΔΕΕ, το γεγονός ότι ο τόπος συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου κατά τον χρόνο θανάτου του, η κληρονομιαία περιουσία και το παθητικό της κληρονομίας ευρίσκονταν στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται το επιλεγέν δικαστήριο καθιστά δυνατό, ελλείψει στοιχείων καταδεικνυόντων ότι συντρέχει κίνδυνος να έχει η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας επιζήμιες συνέπειες για την κατάσταση του παιδιού, να γίνει δεκτό ότι η ως άνω παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας συνάδει με το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού.
Είναι αξιοσημείωτο πως το σκεπτικό του ΔΕΕ στην απόφαση εν προκειμένω ακολουθεί σε γενικές γραμμές τις από 6-12-2017 προτάσεις του γεν. εισαγγελέα Evgeni Tanchev. Εντούτοις, το ΔΕΕ υιοθετεί διαφορετική συλλογιστική και καταλήγει σε αντίθετο συμπέρασμα αναφορικά με την έννοια του «υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού», καθώς προχωρά το ίδιο στην έρευνα αν πληρούται ο συγκεκριμένος όρος εν προκειμένω, μη καταλείποντας τη συνολική εκτίμηση στην αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου.
Ιστορικό της υποθέσεως
Οι Alessandro Saponaro και Καλλιόπη-Χλόη Ξυλινά, έχουν τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης τους Κλειώς-Μαργκώ Σαπονάρο. Τα ως άνω τρία πρόσωπα έχουν τη συνήθη διαμονή τους στη Ρώμη (Ιταλία). Το δε παιδί έχει την ελληνική ιθαγένεια.
Ο παππούς του παιδιού από τη μητρική γραμμή Μιχαήλ Ξυλινάς ζούσε στην Ελλάδα, όπου απεβίωσε στις 10 Μαΐου 2015 χωρίς να αφήσει διαθήκη. Δεδομένου ότι η σύζυγος και τα τέκνα του αποποιήθηκαν την κληρονομία, αυτή επάγεται στην εγγονή του, Κλειώ-Μαργκώ.
Η κληρονομιαία περιουσία του Μιχαήλ Ξυλινά περιλαμβάνει κατ’ ουσίαν δύο περιουσιακά στοιχεία, ένα αυτοκίνητο και μία βάρκα, τα οποία βρίσκονται στην Ελλάδα και των οποίων η συνολική αξία ανέρχεται στα 900 ευρώ.
Τον Απρίλιο του 2015, μετά την καταδίκη του θανόντος με απόφαση ποινικού δικαστηρίου για απόπειρα απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, η παθούσα από την εν λόγω αξιόποινη πράξη απείλησε ότι θα ασκούσε αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ζητώντας αποζημίωση. Δεδομένου ότι ο Μιχαήλ Ξυλινάς απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη, την ευθύνη για την καταβολή αποζημιώσεως που ενδεχομένως θα επιδικασθεί τη φέρουν οι κληρονόμοι του.
Κατά συνέπεια, οι αιτούντες κίνησαν τη διαδικασία για τη χορήγηση άδειας αποποιήσεως κληρονομίας για λογαριασμό της ανήλικης κόρης τους, καταθέτοντας σχετική αίτηση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου (Ειρηνοδικείο Λέρου, Ελλάδα).
Το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν έχει διεθνή δικαιοδοσία και ζητεί, στο πλαίσιο του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ. του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν: α) υπάρχει ανεπιφύλακτη συμφωνία παρέκτασης εκ μέρους των γονέων με μόνη την κατάθεση της αίτησης ενώπιον του ελληνικού δικαστηρίου, β) είναι ο εισαγγελέας πρωτοδικών ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη που θα πρέπει να συμφωνούν με την παρέκταση κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, δεδομένου ότι κατά το ελληνικό δίκαιο είναι εκ του νόμου διάδικος στη σχετική δίκη, και γ) είναι προς το συμφέρον του τέκνου η παρέκταση, δεδομένου ότι το ίδιο και οι αιτούντες γονείς του έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ιταλία, ενώ η κατοικία του κληρονομουμένου κατά τον χρόνο του θανάτου και η κληρονομιά βρίσκονται στην Ελλάδα.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο διαπιστώνει προκαταρκτικά ότι αίτηση για τη χορήγηση αδείας υποβληθείσα από τους γονείς επ’ ονόματι του ανηλίκου τέκνου τους με σκοπό την αποποίηση κληρονομίας δεν εμπίπτει στο κληρονομικό δίκαιο, αλλά συνιστά ζήτημα γονικής μέριμνας και ότι, συνεπώς, η διεθνής δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου θα κριθεί με γνώμονα τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα.
Το Δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι σε περίπτωση κατά την οποία οι δύο γονείς ανηλίκου τέκνου υποβάλλουν από κοινού αίτηση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, καταδεικνύουν την κοινή βούληση να κινήσουν διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου αυτού και, επομένως, τη συμφωνία τους ως προς την επιλογή του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου. Έτσι, ελλείψει άλλων στοιχείων που να αντικρούουν τη διαπίστωση αυτή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για «ανεπιφύλακτη» αποδοχή, κατά την έννοια του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα.
Στη συνέχεια, όσον αφορά το αν ο εισαγγελέας συνιστά «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά την έννοια του ως άνω κανονισμού, το Δικαστήριο προκειμένου να δώσει απάντηση λαμβάνει υπόψη του, αφενός, το ελληνικό δίκαιο με βάση το οποίο ο εισαγγελέας καθίσταται αυτοδικαίως διάδικος στην επίμαχη διαδικασία σύμφωνα με τον ελληνικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και ενεργεί ως εκπρόσωπος της Πολιτείας με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, καθώς και ότι, στην περίπτωση της αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας αποποιήσεως κληρονομίας για λογαριασμό ανηλίκου, το δημόσιο συμφέρον συμπίπτει με εκείνο του τέκνου, και, αφετέρου, το γράμμα της σχετικής διάταξης του κανονισμού, όπου ο νομοθέτης της Ένωσης επιλέγει τη χρήση του όρου «όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη» μεριμνώντας έτσι να κάνει χρήση όρου ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των μετεχόντων στη διαδικασία κατά το εθνικό δίκαιο.
Το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο εισαγγελέας ο οποίος, κατά το εθνικό δίκαιο, καθίσταται διάδικος στην περίπτωση ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος όπως αυτό στην υπόθεση της κύριας δίκης και ο οποίος ενεργεί με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού αποτελεί ενδιαφερόμενο μέρος της διαδικασίας, κατά την έννοια του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα. Κατά συνέπεια, το ενδεχόμενο αυτός να αντιταχθεί στην παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί.
Ωστόσο, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι σε περίπτωση που εισαγγελέας, βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, καθίσταται αυτοδικαίως διάδικος σε δίκη απτόμενη ζητημάτων γονικής μέριμνας, το ενδεχόμενο να αντιταχθεί ο διάδικος αυτός στην εκ μέρους των γονέων του παιδιού επιλογή δικαστηρίου σε χρόνο μεταγενέστερο από εκείνον κατά τον οποίο το δικαστήριο επελήφθη της υποθέσεως δεν επιτρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται αποδοχή της παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά το ως άνω χρονικό σημείο. Αντιθέτως, ελλείψει τέτοιας αντιρρήσεως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται σιωπηρή αποδοχή του διαδίκου αυτού και ότι πληρούται η προϋπόθεση περί του ότι η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να έχει γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά τον χρόνο κατά τον οποίο το εν λόγω δικαστήριο επιλαμβάνεται της υποθέσεως.
Τέλος, αναφορικά με την έννοια του «υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού», το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη νομολογία του κατά την οποία η απαίτηση να εξυπηρετεί η παραπομπή το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού συνεπάγεται ότι το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία πρέπει να βεβαιωθεί, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, ότι δεν συντρέχει κίνδυνος να έχει η σχεδιαζόμενη παραπομπή της υπόθεσης σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους επιζήμιες συνέπειες για την κατάσταση του παιδιού.
Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο, ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα μνημονεύει ρητώς το ενδεχόμενο να έχουν διεθνή δικαιοδοσία τα δικαστήρια κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο της συνήθους διαμονής του παιδιού εφόσον οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας έχουν συνάψει συμφωνία σχετικώς, προϋπόθεση η οποία πληρούται εν προκειμένω.
Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι βάσει των στοιχείων που επισήμανε το αιτούν δικαστήριο – ήτοι η ιθαγένεια του παιδιού η οποία είναι αυτή του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται το επιλεγέν δικαστήριο, ο τόπος συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου κατά τον χρόνο θανάτου του και ο τόπος της κληρονομιαίας περιουσίας οι οποίοι αμφότεροι ευρίσκοντο στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται το συγκεκριμένο δικαστήριο – και τα οποία τονίζουν τη σχέση μεταξύ του παιδιού και του εν λόγω κράτους μέλους, καθώς περιάγουν το δικαστήριο αυτό σε προσήκουσα θέση για να εκτιμήσει το πλαίσιο της αποποιήσεως της κληρονομίας για λογαριασμό του παιδιού, μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούται η προϋπόθεση που επιτάσσει να λαμβάνεται υπόψη το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού. Άλλωστε, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο ίδιος ο εισαγγελέας, ο οποίος οφείλει να προασπίσει το συμφέρον του παιδιού, δεν αντιτάχθηκε στην επιλογή αυτή.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA