Πόσο έχει αντιληφθεί η Ελλάδα τις επιπτώσεις που θα είχε μια οριστική ρήξη των σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών με την Τουρκία είτε λόγω των πολυσυζητημένων S400 είτε λόγω Συριακού;
Πόσο έχει αντιληφθεί η Ελλάδα τις επιπτώσεις που θα είχε μια οριστική ρήξη των σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών με την Τουρκία είτε λόγω των πολυσυζητημένων S400 είτε λόγω Συριακού; Οχι επαρκώς, είναι η, μάλλον επιεικής, απάντηση. Σε πολλούς κύκλους των Αθηνών έχει αρχίσει και κυκλοφορεί η άποψη ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να υποκαταστήσει την Τουρκία, να καταστεί η ίδια το σύνορο της Δύσης στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου. Εμπειροι παρατηρητές κάνουν λόγο για «επικίνδυνη ματαιοδοξία». Δεν είναι επίσης σαφές ότι και οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες θα το ήθελαν, αν κρίνει κανείς από τις δημόσιες δηλώσεις αμερικανών αξιωματούχων που δηλώνουν ικανοποιημένοι από την επίσημη στάση της Αθήνας υπέρ του ευρωπαϊκού και γενικότερα δυτικού προσανατολισμού της γείτονος.
Οι εξελίξεις στην ευρύτερη γεωπολιτική γειτονιά της Ελλάδας όμως δείχνουν ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι ιδιαίτερα δύσκολοι. Η απόφαση της Αγκυρας να ακολουθήσει μια πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, η οποία δεν θα στηρίζεται αποκλειστικά στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη αλλά θα αξιοποιεί επίσης τους δεσμούς με τη Ρωσία και την Κίνα, θα οδηγήσει αναμφίβολα την Ουάσιγκτον σε επανεξέταση της στάσης της, αλλά η πλήρης ρήξη δεν μοιάζει να είναι το επιθυμητό σενάριο. Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία αναδεικνύεται μείζον πεδίο ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, θα δοκιμάσει τις αντοχές όλων των πλευρών.
Οι υδρογονάθρακες
Η Αγκυρα εμφανίζεται αποφασισμένη να τραβήξει τα πράγματα στα άκρα σε ό,τι αφορά το ζήτημα των υδρογονανθράκων. Εχει επενδύσει τα τελευταία χρόνια σε πλωτά γεωτρύπανα και ερευνητικά πλοία με μεθοδικότητα, ώστε να μη μείνει έξω από τη μοιρασιά των υδρογονανθράκων – όποτε αυτή λάβει χώρα. Τούτο δεν αφορά μόνο την ανακάλυψη και εκμετάλλευση κοιτασμάτων στη θάλασσα αλλά και την έξοδο ενεργειακών οδεύσεων προς την Ανατολική Μεσόγειο όταν βρεθεί μια πολιτική λύση στο Συριακό. Οσα συμβαίνουν στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι μόνο ένα από τα επεισόδια και όσο το Κυπριακό μένει ανοιχτό τόσο προσφέρει ευκαιρίες στην Αγκυρα να το χρησιμοποιεί για ίδιον όφελος. Την Παρασκευή ο Νίκος Αναστασιάδης και ο Μουσταφά Ακιντζίσυναντήθηκαν έπειτα από καιρό με σκοπό να βρεθεί κοινός τρόπος για την επανέναρξη των συνομιλιών. Η διαφωνία όμως των δύο ηγετών για τον τρόπο διαχείρισης των υδρογονανθράκων είναι κεφαλαιώδης, με τους Τουρκοκυπρίους να ζητούν κοινό μηχανισμό διαχείρισης και τους Ελληνοκυπρίους να θεωρούν ότι αυτό το θέμα είναι χωριστό από τις συνομιλίες για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Με ορίζοντα τον Σεπτέμβριο και στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη θα καταβληθεί προσπάθεια εξεύρεσης κοινού τόπου. Η ευρύτερη ατμόσφαιρα όμως δεν επιτρέπει αισιοδοξία.
Στα κέντρα λήψεως αποφάσεων των Αθηνών υπάρχει μεγάλη ανησυχία για πιθανή έλευση τουρκικού ερευνητικού σκάφους (του «Oruc Reis») σε περιοχή ελληνικής υφαλοκρηπίδας εντός του Αυγούστου. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από όσα δημοσίως έχουν πει τούρκοι υπουργοί, με τελευταίο τον υπουργό Ενέργειας Φατίχ Ντονμέζ. Ο χειρισμός της ελληνικής πλευράς έχει υπάρξει μέχρι στιγμής «επαγγελματικός» – με εξαίρεση τις συνεχείς ρητορικές εξάρσεις σε μια προσπάθεια να ισοφαριστούν οι δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων -, αλλά οι αρμόδιοι βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση έχοντας στο μυαλό τους και όσα συνέβησαν το περασμένο φθινόπωρο με τη δράση του ερευνητικού σκάφους «Barbaros» στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Ωστόσο, η ρήξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων θα ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο για την ελληνική πλευρά. Και τούτο διότι θα περιόριζε ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα παρέμβασης της Ουάσιγκτον προς την Αγκυρα σε περίπτωση ανάγκης.