Μετά το καλοκαίρι, αλλά σε κάθε περίπτωση πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους, αναμένεται, πλέον, να θεσπιστούν οι πρώτες κυβερνητικές παρεμβάσεις στο “καθεστώς” των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών.
Οι γραμμές πάνω στις οποίες κινούνται οι παραμετρικές αλλαγές αφορούν, σύμφωνα µε διασταυρωμένες πληροφορίες, μειώσεις οι οποίες θα ισχύσουν από το 2020, όχι στο κομμάτι των εισφορών κύριας σύνταξης (20%), αλλά στο υπόλοιπο κομμάτι των εισφορών (συνολικού ύψους 21%), δηλαδή εκείνων που αφορούν την ανεργία, το επικουρικό και την υγεία. Με άλλα λόγια, το σενάριο που ολοένα και περισσότερο κερδίζει έδαφος στην κυβέρνηση, όπως αναφέρουν οι ίδιες πληροφορίες, είναι να αποφευχθούν σε πρώτη φάση οι οριζόντιες μειώσεις στις εισφορές κύριας σύνταξης (ή να αφορούν πιλοτικά ορισμένες κατηγορίες) και να “τρέξουν” παραμετρικές μειώσεις σε άλλες εισφορές των μισθωτών πλην εκείνων της κύριας ασφάλισης
Τα σενάρια
Μεταξύ των παρεμβάσεων οι οποίες – μεταξύ άλλων – συζητούνται ώστε να θεσπιστούν φέτος και να ισχύσουν από του χρόνου, είναι η επίσπευση κατά τρία χρόνια της ήδη ψηφισμένης (για το 2022) μείωσης κατά 0,5% των εισφορών υπέρ της επικουρικής ασφάλισης (κατά 0,25% για τους εργοδότες και κατά 0,25% για τους εργαζομένους). Παράλληλα, εξετάζεται η μείωση 0,5%-1% των εισφορών υπέρ του ΟΑΕΔ, ενδεχοµένως η ελάττωση κατά αντίστοιχο ποσοστό των κρατήσεων υπέρ του ΕΟΠΥΥ ή ακόµα και η κατάργηση των εισφορών που καταβάλλουν οι εργοδότες, ιδίως της βιομηχανίας, για την κάλυψη του επαγγελματικού κινδύνου.
Δηλαδή, όπως προκύπτει από τις ίδιες πληροφορίες, η εξαγγελία της κυβέρνησης για μείωση των εισφορών κύριας σύνταξης (ΕΦΚΑ) από το 20% στο 5% σε ορίζοντα 4ετίας (2020-2023) βρίσκεται, για την ώρα, στο στάδιο της βαθιάς επεξεργασίας, υπό φόντο σκέψεων για μη άμεση (δηλαδή πιθανόν όχι από το 2020) και μη οριζόντια (δηλ. όχι για όλους τους μισθωτούς, αλλά πιλοτικά για ορισμένες κατηγορίες) εφαρμογή τους.
Πηγές του Capital.gr αναφέρουν πως το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχει ήδη στα χέρια του εμπεριστατωμένες εκτιμήσεις σε σχέση µε τις συνέπειες μιας τέτοιας σταδιακής προσαρμογής (π.χ. μείωσης 1,25% ανά έτος) των κρατήσεων κύριας ασφάλισης, τόσο στον προϋπολογισμό του ΕΦΚΑ και του κράτους, όσο και στο επίπεδο των μελλοντικών συντάξεων.
Σύμφωνα µε αρμόδιους παράγοντες, μια τέτοια παρέμβαση θα οδηγούσε στη δημιουργία “χρηματοδοτικών κενών” στον ΕΦΚΑ, καθώς άμεσα τουλάχιστον θα μειωθούν τα έσοδά του, πριν ανακάμψουν, π.χ. λόγω της αύξησης της απασχόλησης (με κίνητρο τις μειωµένες εισφορές). Για τα “κενά” αυτά, σημειώνουν οι ίδιες πηγές, πρέπει να βρεθεί δημοσιονοµικός χώρος για να καλυφθούν, και μάλιστα σε συνθήκες που η προηγούµενη κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ) έχει αφήσει έλλειμμα (αντί για πλεόνασμα που προβλέπει ο Προϋπολογισμός που ψήφισε για φέτος) στον εν λόγω φορέα.
Παράλληλα, εφιστούν την προσοχή στον κίνδυνο πως ενδεχόμενες μειώσεις στις καταβλητέες εισφορές των μισθωτών αντικειµενικά –αν δεν συνοδευτούν από άλλες παρεμβάσεις (π.χ. αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης ή γενικώς αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων)–ανοίγουν τον δρόµο για διορθώσεις και στις μελλοντικές νέες κύριες συντάξεις.
Εν αναμονή του ΣτΕ
Τέτοιου τύπου εξελίξεις δεν φαίνεται να προκρίνονται στο κυβερνητικό στρατόπεδο, ειδικά καθώς εκκρεμεί η απόφαση του ΣτΕ σε σχέση µε τη συνταγματικότητα του υφιστάμενου ασφαλιστικού νόμου, δηλαδή του νόμου Κατρούγκαλου. Έτσι, στην κυβέρνηση περιμένουν πρώτα τις αποφάσεις του ΣτΕ (οι οποίες αναμένονται φέτος), πριν καθορίσουν αποφασιστικά τις επόμενες στρατηγικές κινήσεις στο ασφαλιστικό.
Και αυτό γιατί θα είναι διαφορετικό το θεσμικό και δημοσιονομικό πεδίο στο οποίο θα μπορεί να κινηθεί η κυβέρνηση στην περίπτωση που ο ν. Κατρούγκαλου κριθεί συνταγματικός και διαφορετικό αν κριθεί αντισυνταγματικός. Στην πρώτη περίπτωση, θα προκύψει για το Δημόσιο υποχρέωση καταβολής αναδρομικών στους παλιούς συνταξιούχους ύψους 3,5 δισ. ευρώ. Στη δεύτερη περίπτωση, προκύπτει κόστος αναδρομικών 10 δισ. ευρώ και πάνω, ενώ θα πρέπει να θεσπιστεί ένας νέος ασφαλιστικός νόμος.