Κατηγορία: Έλεγχος – Πρόστιμα – ΣΔΟΕ
Περίληψη
Κατ’ εξακολούθηση έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Λόγοι αναιρέσεως έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ευθέως και εκ πλαγίου, απόλυτη ακυρότητα λόγω κακής συνθέσεως του δικαστηρίου, απόλυτη ακυρότητα, άλλως παραβίαση δημοσιότητας από λήψη υπόψη εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν και υπέρβαση εξουσίας από 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’, Α’, Γ και Η’. Αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει τα έξοδα.
Αριθμός 1493/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα – Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Φ. Λ. του Α., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ………………….., για αναίρεση της υπ’αριθ. 10934/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία με την επωνυμία “… Α.Ε.” που … και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 196/17.
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α του ίδιου Κώδικα, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος απ’ αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Κ. Ζ., η πολιτικώς ενάγουσα στην κρινόμενη υπόθεση “… Α.Ε.” κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 196/15-2-2017 κλήση της, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε ο κατηγορούμενος, πλην όμως αυτή σήμερα δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Κατά συνέπεια, αφού εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως σαν να ήταν και αυτή παρούσα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 “περί επιταγής”, όπως αυτή ίσχυε κατά την αρχική της διατύπωση και προ της αντικαταστάσεώς της με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, οριζόταν ότι “εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών”. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι “εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών”. Ήδη, με το ίδιο ως άνω άρθρο (79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/72, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ.1 περ. α’ του Ν. 2408/1996, ορίζεται πλέον ότι “εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”. Από τη διάταξη αυτή του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, από την οποία απαλείφθηκε το “εν γνώσει” της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, β) υπογραφή του εκδότη στην οικεία θέση, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή και εταιρείας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρείας, γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και δ) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής και κατά το χρόνο της εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή και υποκειμενικά δόλος, η ύπαρξη του οποίου δεν απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως και για την ύπαρξη του οποίου αρκεί και η ενδεχόμενη γνώση του εκδότη για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Με τη νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξης. Κατά συνέπεια, για να είναι αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να θέλει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Έτσι, όταν στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα και δεν χρειάζεται για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκλημα να γίνεται σ’ αυτή και ειδική αναφορά στη “γνώση” του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, όπως απαιτούσε παλαιότερα η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972. Το αξιόποινο της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη αιτίας ή οφειλής του εκδότη, γιατί το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση ή την μη πληρωμή της επιταγής, χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ του εκδότη και λήπτη της επιταγής. Αρκεί η επιταγή ως αξιόγραφο να έχει τα τυπικά στοιχεία της εγκυρότητας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 28 του Ν. 5960/1933, η επιταγή είναι πληρωτέα εν όψει, κάθε δε αντίθετη μνεία θεωρείται μη γεγραμμένη. Η επιταγή, εμφανιζόμενη προς πληρωμή προ της ημέρας της σημειούμενης ως χρονολογίας εκδόσεως αυτής, είναι πληρωτέα κατά την ημέρα της εμφανίσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 29 εδ. α’ και δ’ του ιδίου νόμου, η επιταγή εμφανίζεται προς πληρωμή εντός προθεσμίας οκτώ ημερών, αφετηρία δε της προθεσμίας αυτής είναι η επί της επιταγής ως χρονολογία εκδόσεως αναγραφόμενη ημέρα.
Κατά την αληθή έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων η επιταγή που φέρει μεταχρονολογημένη ημερομηνία εκδόσεως μπορεί να εμφανισθεί οποτεδήποτε νομίμως προς πληρωμή μέσα στο χρονικό διάστημα που αρχίζει από της επομένης της ημέρας κατά την οποία πράγματι εκδόθηκε και λήγει την τελευταία ημέρα του οκταημέρου, το οποίο αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που σημειώνεται σ’ αυτήν ως ημεροχρονολογία εκδόσεώς της (Ολ. ΑΠ 123/1981, ΑΠ 46/1980). Αν κατά τον χρόνο αυτόν ο εκδότης μεταχρονολογημένης επιταγής δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, κατά τον χρόνο αυτόν τελεί και το ανωτέρω έγκλημα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών που στοιχειοθετούν την αξιόποινη πράξη και προκύπτει απ’ αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής, δεν αξιώνει άμεσο δόλο (εν γνώσει) ή υπερχειλή δόλο (σκοπό) ως πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ’ είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ’ αυτά και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ’ επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ.. Όμως, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη, η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη (από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του Κ.Ποιν.Δ.) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφέρεται, τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής κ.λπ.. Αντίθετα, δεν είναι αυτοτελείς όσοι ισχυρισμοί συνιστούν απλώς νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή αρνούνται ή αποκρούουν στοιχεία της κατηγορίας, οι οποίοι, λόγω της φύσης τους, αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., που επιφέρει σχετική ακυρότητα της ακροαματικής διαδικασίας και στοιχειοθετεί το λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του Κ.Ποιν.Δ., ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ.. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε αυτοτελή ισχυρισμό, ο οποίος δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλον λόγο, ούτε έχει υποχρέωση να διαλάβει στην απόφαση του ειδική αιτιολογία γι’ αυτόν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδ. α’ του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007) ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτωχεύσεως στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του (πτωχευτική απαλλοτρίωση), την οποία ασκεί μόνον ο σύνδικος και κατά τη διάταξη του άρθρου 172 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και χρηματική ποινή, όποιος ενώ βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών ή σε κατάσταση επαπειλούμενης αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων, ικανοποιεί απαίτηση πιστωτή ή του παρέχει ασφάλεια, εν γνώσει του, ευνοώντας αυτόν έναντι των λοιπών πιστωτών, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, οι πράξεις που ορίζονται στο άρθρο αυτό είναι αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή απορριφθεί η αίτηση για το λόγο ότι προβλέπεται πως η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η πτώχευση του εργοδότη ασκεί έννομη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του προς πληρωμή τραπεζικής επιταγής, υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από την εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, ενόψει του ότι, το μεν ο πτωχεύσας οφειλέτης στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχού στην περίπτωση πληρωμής των πιστωτών του μετά την ημέρα παύσης των πληρωμών, η οποία όμως καθορίζεται με την απόφαση που κηρύσσει τη πτώχευση.
Όμως, επειδή η απαγόρευση αυτή αίρει τον δόλο του υπόχρεου εργοδότη ως προς τη μη πληρωμή της τραπεζικής επιταγής, όταν η ημέρα παύσεως των πληρωμών δεν είναι γνωστή στον υπόχρεο πριν από την έκδοση της αποφάσεως που κηρύσσει την πτώχευση και καθορίζει την ημέρα παύσεως των πληρωμών του, δεν αίρεται ο δόλος του για τη μη πληρωμή τραπεζικής επιταγής που έπρεπε να πληρωθεί σε χρόνο προγενέστερο της κηρύξεως της πτωχεύσεως, δηλαδή σε χρόνο που εμπίπτει στην ύποπτη περίοδο από της ημέρας παύσεως των πληρωμών μέχρι την κήρυξη της πτωχεύσεως, οπότε και καθορίζεται πλέον η ημέρα παύσεως των πληρωμών και η ύποπτη περίοδος, τις οποίες αυτός δεν γνώριζε πριν καθορισθούν από την απόφαση που κήρυξε την πτώχευση. Έτσι, ο χρόνος πληρωμής της επιταγής, είναι κρίσιμος στην ανωτέρω περίπτωση της πτωχεύσεως του οφειλέτη της επιταγής, αλλά και όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξεως της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής λόγω παραγραφής.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 11020/2016 απόφασή του, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, κατέθεσε στο Δικαστήριο, δια του πληρεξουσίου συνηγόρου του, έγγραφο σημείωμα με τους παρακάτω, κατά πιστή μεταφορά, ισχυρισμούς, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικά: “Ι. Αυτοτελής ισχυρισμός του “άλλως δύνασθαι πράττειν”. Προτείνουμε τον αυτοτελή ισχυρισμό του “άλλως δύνασθαι πράττειν” ως λόγου που αποκλείει τον καταλογισμό μας, διότι κατ’ ορθή εκτίμηση των προβληθέντων από εμένα ισχυρισμών η παντελής αδυναμία ανταποκρίσεως απέναντι στις οικονομικές μου οφειλές συνιστά όχι μόνο την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 β ΠΚ, αλλά αποκλείει την πραγμάτωση της οικείας αντικειμενικής υποστάσεως, αφού, όπως ορθά επισημαίνεται, αληθινή παράλειψη μιας οφειλόμενης πράξης/ενέργειας ως εξωτερίκευση του ψυχικού κόσμου του δράστη δεν έχουμε εφόσον λ.χ. ο περί ου πρόκειται δεν είχε in concreto συνείδηση της συνδρομής των πραγματικών προϋποθέσεων που θεμελιώνουν την υποχρέωσή του και προπάντων εφόσον εξ αντικειμένου δεν είχε τη δυνατότητα εκπλήρωσής της (impossibilium nulla est obligatio). Εφόσον ο οφειλέτης του Δημοσίου και αντίστοιχα των οποιονδήποτε εισφορών απέναντι σε ασφαλιστικά ιδρύματα ή και εργατικές εισφορές βρίσκεται σε αληθινή αντικειμενική, μη προκληθείσα από τον ίδιο (παράλειψη με πράξη) αδυναμία εκπλήρωσης της οφειλής του, δεν πληροί καν την αντικειμενική υπόσταση του υπό συζήτηση εγκλήματος … . Στο ίδιο πλαίσιο υποστηρίζεται ότι η διάγνωση από το δικαστή της αδυναμίας του εργοδότη (ταμειακή δυσχέρεια, ήτοι έλλειψη διαθεσίμου ρευστού χρήματος) και για την καταβολή των δεδουλευμένων συνιστά έλλειψη δόλου … . Η προωθούμενη και κανονιστικά (σύμφωνα με τις εξαγγελίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης σε συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομικών) αυτονόητη αυτή προσέγγιση αναδεικνύεται ενεργός αν σκεφτεί κανείς ότι σε περίπτωση σφοδρής ψυχικής πίεσης πέραν των αναφερομένων στα άρθρα 32, 23 κ.λπ. ΠΚ, ο καταλογισμός σε ενοχή αποκλείεται βάσει της συνταγματικώς καθιερωμένης αρχής της ενοχής και της αρχής του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος). Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί, ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του ΠΚ (άρθρ. 32, 23 κ.λπ.), που προσδιορίζουν πότε αποκλείεται το “άλλως δύνασθαι πράττειν”, δεν επιδιώκουν, να αποκλείσουν την παροχή συγγνώμης σε άλλες περιπτώσεις ανυπέρβλητου ψυχικού αδιεξόδου, αλλά έχουν το νόημα ότι ο νομοθέτης από όλες τις περιπτώσεις αδυναμίας συμμόρφωσης, έχει επιλέξει εκείνες, ως προς τις οποίες καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο ανυπέρβλητης ψυχικής πίεσης, που οδηγεί κατά αυθεντική απόφανση του νόμου σε αδυναμία του δράστη να συμμορφωθεί προς τις επιταγές της έννομης τάξης. Όταν, επομένως, η ψυχική πίεση υπάρχει σε άλλες, πέραν των τυποποιημένων, περιπτώσεις, η βουλητική αδυναμία συμμόρφωσης δεν αποκλείεται εκ των προτέρων. Απλώς εναπόκειται στο δικαστήριο να αποφανθεί αν in concreto μπορούσε να αξιωθεί από τον υπό κρίση δράστη να υπερνικήσει την εσωτερική του σύγκρουση και να συμμορφωθεί προς την περί αδίκου αντίληψη του. Πράγματι, ο λόγος για τον οποίο οι ανωτέρω διατάξεις αποκλείουν τον καταλογισμό δια του αποκλεισμού της δυνατότητας συμμόρφωσης είναι η σφοδρή ψυχική πίεση υπό την οποία τελεί ο δράστης. Στις περιπτώσεις αυτές, λοιπόν, η ακαταμάχητη ψυχική πίεση, αλλά και το γεγονός, ότι αυτή προκάλεσε αιτιωδώς την αδυναμία του δράστη, να αποφασίσει διαφορετικά, τεκμαίρονται και μάλιστα αμάχητα. Στις λοιπές περιπτώσεις ψυχικής πίεσης, ωστόσο, ούτε ο ανωτέρω λόγος εκλείπει, εκ του γεγονότος, ότι δεν προβλέπονται στο νόμο, ούτε η αιτιότητα μπορεί να αποκλειστεί. Εκείνο που αποκλείεται είναι το τεκμήριο. Σ’ αυτές, λοιπόν, τις πέραν του θετικού δικαίου περιπτώσεις σφοδρής ψυχικής πίεσης, ανάλογης προς τις ανωτέρω ρυθμισμένες, δεν απαγορεύεται ο αποκλεισμός του καταλογισμού, αλλά απλώς δεν τεκμαίρεται. Κατά συνέπεια στις περιπτώσεις αυτές η βουλητική αδυναμία συμμόρφωσης θα πρέπει ν’ αποδειχθεί. Τούτο δε διότι, το να δεχτούμε, ότι η πράξη μπορεί να καταλογιστεί στο δράστη μόνον και μόνον επειδή η συγκεκριμένη αδυναμία συμμόρφωσης δεν περιλαμβάνεται, στον κατάλογο των περιοριστικώς απαριθμούμενων περιπτώσεων του ΠΚ, καίτοι το δικαστήριο διαπίστωσε, ότι αυτός, σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα, δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά λόγω της σφοδρής ψυχικής πίεσης, θα σήμαινε ευθεία παραβίαση της αρχής της ενοχής και, συνεπώς, της αρχής του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (άρθρ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος) … . Στην προκειμένη περίπτωση, πέραν της πασίδηλης οικονομικής αδυναμίας μας, είναι αξιοσημείωτο ότι από το αποδεικτικό υλικό το οποίο Σας προσκομίζουμε προκύπτει ότι στο επίμαχο χρονικό διάστημα οι Τράπεζες είχαν δεσμεύσει όλα τα ποσά των πιστωτικών καρτών που χρησιμοποιούνταν από τους πελάτες της εταιρίας μας για τις συναλλαγές τους με αυτήν, δηλαδή τόσον αυτά που αφορούσαν πωλήσεις τυπικής παρακαταθήκης, όσο και αυτά που αφορούσαν τις πωλήσεις των δικών μας προϊόντων. Αναφορικά δε με αυτήν την δέσμευση των ποσών επισημαίνεται ότι: Πρώτον, οι πωλήσεις μέσω πιστωτικών καρτών αντιπροσώπευαν περί το 30% των συνολικών μας πωλήσεων.
Συνεπώς το ποσό αυτό ήταν άνω του 23% που είναι ο ΦΠΑ, άρα οι τράπεζες ελάμβαναν ΟΛΟ το ΦΠΑ και άλλο 7% των συνολικών μας εισπράξεων. Για το έτος 2012 οι πωλήσεις μέσω πιστωτικών καρτών κάρτες είχαν ξεπεράσει συνολικά τα 10 εκατομμύρια ευρώ. Τις εισπράτταμε τμηματικά, διότι όπως παρείχαμε δόσεις στον πελάτη (π.χ. 10 δόσεις), αντίστοιχα σε δόσεις τις εισπράτταμε και εμείς. Δεύτερον, όλα αυτά έλαβαν χώρα έως και την αίτηση της εταιρίας μας για υπαγωγή στο άρθρο 99. Από εκεί και πέρα οι τράπεζες διέκοψαν σχεδόν πλήρως την απόδοση αυτών των ποσών και τα χρησιμοποιούσαν για να εξοφλούνται τόκοι, δόσεις από τα δάνεια κ.λπ.. Εντός 6 μηνών χρησιμοποίησαν με αυτόν τον τρόπο ρευστότητα περί τα 5 εκατομμύρια ευρώ. Έστω και ένα μέρος αυτής να είχαμε διαθέσιμη, θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα, καθώς θα μπορούσαμε να πληρώνουμε πολύ καλύτερα την Εφορία, του εργαζόμενους και το ΙΚΑ, ώστε να λειτουργούμε στοιχειωδώς. Τρίτον, προσδοκούσαμε βέβαια να έρθουμε σε συμφωνία μαζί τους. Και αυτό γιατί οι τράπεζες ήταν απαραίτητες για την επιτυχή έκβαση του άρθρου 99, δεδομένου ότι αποτελούσαν το 60% των πιστωτών μας, κάτι το οποίο βέβαια επετεύχθη, αλλά κάπως αργά, όπως δυστυχώς απέδειξε η ιστορία. Δηλαδή, αν μετά τη θετική απόφαση του δικαστηρίου της 7/6/2013, οι τράπεζες ελάμβαναν γρήγορα -όπως τους παρακαλούσαμε- τις αποφάσεις στα συμβούλιά τους (δηλ. εντός 1 μήνα και όχι σε 3 μήνες, όπως τελικά έγινε), δε θα είχαν γίνει όλα αυτά που έγιναν το Σεπτέμβριο (βλ. οικείο κεφάλαιο με οικονομική καταστροφή της εταιρίας μας). Στην προκειμένη περίπτωση, παρά την κρίση, μέχρι πρόσφατα καταφέραμε με “νύχια και με δόντια” να τιθασεύουμε τα προβλήματα ρευστότητας, ενώ ήδη εδώ και κάποιους μήνες, θέταμε τα θεμέλια, σε συνεργασία με τις πιστώτριες τράπεζες μας και την εταιρία συμβούλων …, προκειμένου να τα ξεπεράσουμε οριστικά, καταστρώνοντας από κοινού ένα αξιόπιστο σχέδιο εξυγίανσης της επιχείρησης μας. Κι όλα αυτά, βέβαια, προκειμένου να διατηρήσουμε ζωντανή την επιχείρησή μας και με τον τρόπο αυτό να διαφυλάξουμε και τα θεμέλια βιοπορισμού για 900 περίπου οικογένειες που συναρτούν την τύχη τους με την επιβίωση της εταιρίας μας πανελλαδικά, ήτοι τόσο τις οικογένειες των εργαζομένων όσο και των συνεργατών/προμηθευτών μας. Πράγματι, οι ως άνω προσπάθειές μας κατέληξαν στην κατάρτιση ενός πειστικού σχεδίου εξυγίανσης της εταιρίας, που θα βασιζόταν φυσικά σε σχετική μελέτη βιωσιμότητας, το οποίο θέσαμε υπ’ όψιν των πιστωτριών τραπεζών μας, ζητώντας την υποστήριξή τους μέσω έγκρισης περαιτέρω χρηματοδότησής μας. Ήδη από τα μέσα περίπου του Σεπτεμβρίου 2013, οι τρεις εμπλεκόμενες τράπεζες είχαν δώσει τις εσωτερικές τους εγκρίσεις για τη σχετική συμφωνία εξυγίανσης, που θα αποκαθιστούσε τη ροή της περαιτέρω χρηματοδότησής μας και θα καθιστούσε δυνατή την εξόφληση των οικονομικών υποχρεώσεων της εταιρίας και προς το Δημόσιο και προς το ΙΚΑ. Δεδομένου δε ότι η εταιρία μας είχε “πιάσει” τους οικονομικούς στόχους που είχαν τεθεί από τις ίδιες τις πιστώτριες τράπεζες το πρώτο οκτάμηνο της χρήσης 2013, απέμενε η ρύθμιση των τελικών λεπτομερειών και η τυπική υπογραφή της συμφωνίας εξυγίανσης, ώστε στη συνέχεια να υποβληθεί προς άμεση επικύρωση στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 106 β του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007), όπως ισχύει σήμερα. Η εν λόγω συμφωνία εξυγίανσης, η οποία ως προς τα βασικά της σημεία είχε εγκριθεί από τις εμπλεκόμενες τράπεζες και βρισκόταν ολίγες μόνο μέρες πριν από την τυπική υπογραφή της, θα διασφάλιζε πλήρως τα συμφέροντα του Δημοσίου, του ΙΚΑ, αλλά και της εκμισθώτριας του καταστήματος της … “…”, που δυστυχώς ήταν εκείνη που από ένα χρονικό σημείο και μετά έκανε τα πάντα, προκειμένου αυτή η συμφωνία εξυγίανσης να μην μπορέσει να λάβει εγκαίρως σάρκα και οστά, ήτοι αρχικά κατήγγειλε τη σύμβαση μισθώσεως στις 07-6-2013. δηλαδή την ημέρα εκείνη κατά την οποία (όλως τυχαίως…) δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. 11923/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία άνοιγε η διαδικασία εξυγίανσης της εταιρίας μας (!), ακολούθως θεώρησε την καταγγελία ως “μηδέποτε γενομένη”, υπό τον όρο όμως ότι θα της καταβάλαμε άμεσα το ποσό των 370.000 ευρώ και τελικώς αρνήθηκε να λάβει το εν λόγω ποσό, όταν της το προσφέραμε, ενώ στις 27-9-2013 προέβη κατά κατάχρηση δικαιώματος σε αιφνιδιαστική έξωσή μας από το μίσθιό της στην οδό … (!). Κατά της παραπάνω συμπεριφοράς της αντιδράσαμε με την κατάθεση από μέρους μας και κατά της … της υπ’ αριθμ. …30/21.10.2013 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, δικάσιμος για την οποία είχε οριστεί η 19.2.2014. Το γεγονός όμως ότι δεν ευδοκίμησε το αίτημά μας, που περιλαμβανόταν στην ανωτέρω αίτηση, για έκδοση προσωρινής διαταγής, είχε ως αποτέλεσμα την οριστικοποίηση της αποβολής μας από το ανωτέρω κατάστημα, δηλαδή από το πανελλαδικά μεγαλύτερο σημείο πώλησής μας. Έτσι, ματαιώθηκε το εξυγιαντικό εγχείρημα της εταιρίας μας, καθώς χωρίς τη λειτουργία του συγκεκριμένου καταστήματος μας καθίσταται άνευ αντικειμένου οποιαδήττοτε προσπάθεια εξυγίανσης. Κατόπιν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι κανένα κατάστημα της εταιρίας μας δεν λειτουργεί πλέον, η εταιρία μας έχει περιέλθει σε απόλυτη αδυναμία πληρωμής οποιοσδήποτε οφειλής της, έναντι του Δημοσίου ή τρίτων, ενώ η υποβολή αίτησης για κήρυξή της σε πτώχευση ήταν πλέον μονόδρομος, παρά τις όποιες προσπάθειές μας περί του αντιθέτου, όπως αναλυτικά περιγράφεται κατωτέρω. Κατόπιν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι κανένα κατάστημα της εταιρίας μας δεν λειτουργεί πλέον, η εταιρία μας έχει περιέλθει σε απόλυτη αδυναμία πληρωμής οποιοσδήποτε οφειλής της, έναντι του Δημοσίου ή τρίτων, ενώ η υποβολή αίτησης για κήρυξή της σε πτώχευση ήταν πλέον μονόδρομος, παρά τις όποιες προσπάθειές μας περί του αντιθέτου, όπως αναλυτικά περιγράφεται κατωτέρω.
Συνεπώς, ενόψει του γεγονότος ότι οι κρισιολογούμενες οφειλές προς το ΙΚΑ -κατέστησαν ληξιπρόθεσμες από 1-6-2013 έως 1-8-2014 (αναφορικά με τις εργοδοτικές και εργατικές εισφορές που αφορούν το διάστημα 1-5-2013 έως 1-7-2014 – 501/ΠΕΕ/Μ/590/2014 ΠΕΕ), από 1-6-2013 έως 1-8-2014 (για τις ασφαλιστικές εισφορές από 1-5-2013 έως 1-7-2014 – 501/ΠΕΕ/Μ/601/2014 ΠΕΕ) και από 1-6-2013 έως 1-8-2014 (για τις ασφαλιστικές εισφορές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες που αφορούν το διάστημα από 1-5-2013 έως 1-7-2014 – 501/ΠΕΕ/Μ/589/2014/ΠΕΕ) αντίστοιχα και δεδομένου του διαρκούς χαρακτήρα των οικονομικών προβλημάτων της εταιρίας, τα οποία προβλήματα δεν οφείλονται σε δική μας υπαιτιότητα αδυνατούμε πλήρως να καταβάλλουμε τα συγκεκριμένα ποσά και τούτο αίρει τον καταλογισμό μας ως προς την τέλεση του αδικήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ’ εξακολούθηση, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε το “άλλως δύνασθαι πράττειν” αποτελεί στοιχείο του καταλογισμού. Εξάλλου, η πιθανή τιμώρηση μας για μη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών τη στιγμή που δεν δυνάμεθα να τις καταβάλλουμε και τη στιγμή που ήδη έχει κατασχεθεί το σύνολο της περιουσίας μας η οποία υπερκαλύπτει τις οφειλές μας θα ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεδομένου ότι τα συγκεκριμένα αδικήματα, για τα οποία κατηγορούμαστε που προβλέπονται στον α.ν. 86/1967 δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από την ποινικοποίηση απαιτήσεων του ΙΚΑ με σκοπό τον εξαναγκασμό του οφειλέτη να καταβάλλει τα οφειλόμενα ποσά. Εξάλλου, για τα ποσά, τα οποία κατηγορούμαστε το ΙΚΑ έχει ήδη αναγγελθεί στην πτωχευτική περιούσια και πρόκειται να ικανοποιηθεί πλήρως. Στην προκειμένη περίπτωση μια πιθανή καταδίκη μας τη στιγμή που δεν δυνάμεθα να καταβάλλουμε τα συγκεκριμένα ποσά, ενώ το ΙΚΑ ικανοποιείται πλήρως από την πτωχευτική διαδικασία μας υποβιβάζει σε αντικείμενα και όχι υποκείμενα της ποινικής διαδικασίας. II. Αυτοτελής ισχυρισμός πτωχεύσεως. Κατά το άρθρο 1 παρ. 6 του Α.Ν. 86/1967, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 22 του Ν. 4038/2012 (Μεσοπρόθεσμο) προβλέπεται ότι : “Χρόνος τέλεσης του αδικήματος των παραγράφων 1 και 2 για όσους οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές άνω των 150.000 ευρώ είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση του μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές κατέστησαν απαιτητές μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής”. Ο ισχυρισμός περί πτωχεύσεως αποτελεί κατά παγία νομολογία αυτοτελή ισχυρισμό. Έχει κριθεί ως αυτοτελής ισχυρισμός -στο πλαίσιο δίκης για μη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών (ασφαλιστικών) εισφορών- ο ισχυρισμός ότι η εκπροσωπούμενη από τον αναιρεσείοντα ανώνυμη εταιρία είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως με χρόνο παύσεως των πληρωμών που ανέτρεχε πριν από τον χρόνο που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες οι απαιτήσεις του ΙΚΑ για την καταβολή των οικείων ασφαλιστικών εισφορών, οπότε σύμφωνα με το άρθρο 679 παρ. 4 του Εμπορικού Νόμου απαγορευόταν στον πτωχεύσαντα να καταβάλει τις εισφορές αυτές μετά την ημερομηνία παύσεως των πληρωμών, και ότι η απαγόρευση αυτή αναιρεί το δόλο του αναιρεσείοντος … . Ως αυτοτελής θεωρήθηκε ο ισχυρισμός του νομίμου εκπροσώπου της εργοδότριας ανώνυμης εταιρίας ότι τόσο ο ίδιος όσο και η εταιρία είχαν κηρυχθεί σε πτώχευση σε χρόνο προγενέστερο της παύσης καταβολής των μισθών στους εργαζομένους … . Η πτώχευση του οφειλέτη καταβολής ληξιπρόθεσμων εργοδοτικών και εργατικών εισφορών ασκεί έννομη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του υπόχρεου, υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από το ληξιπρόθεσμο αυτού και πριν την τέλεση του εγκλήματος, ενόψει του ότι, το μεν κατ’ άρθρο 2 του Α.Ν. 635/1937 ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού, επομένως και καταβολή χρέους που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε κατ’ άρθρο 679 του ΕμπΝ καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχού από την πληρωμή των πιστωτών του μετά την παύση των πληρωμών … . Επίσης θεωρήθηκε ως αυτοτελής ισχυρισμός -αναφορικά με παράβαση του άρθρου 1 του Ν.Δ. 3424/1955 περί υπερημερίας καταβολής τιμήματος γεωργικών προϊόντων- ο ισχυρισμός περί άρσης της υπερημερίας λόγω πτωχεύσεως της εταιρίας … . Αναφορικά με τις ασφαλιστικές (εργατικές και εργοδοτικές) εισφορές για το διάστημα από … έως 3… οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά του Αυγούστου του 2013, και από 1 Οκτωβρίου και έπειτα (διάστημα κατά το οποίο λόγω της πτωχεύσεως είχαμε και νομική αδυναμία καταβολής των εργατικών και εργοδοτικών εισφορών προς το ΙΚΑ αντίστοιχα ο χρόνος τελέσεως είναι (σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 6 του α.ν. 86/1967) το χρονικό διάστημα από την παρέλευση του μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές κατέστησαν απαιτητές μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Σημειωτέον ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν μπορεί να ερμηνεύεται μόνον κατά του κατηγορουμένου, αλλά επιβάλλεται να ερμηνεύεται και υπέρ αυτού. ΕΠΕΙΔΗ με την υπ. αριθ. 7/6/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης υπήχθη αρχικά η εταιρία “…” στο άρθρο 99, ενώ στη συνέχεια με την υπ’ αριθ. 4668/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας-κατόπιν της υπ. αριθ. κατάθεσης 32206/2013 αίτησης) κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και ορίστηκε ως ημέρα παύσης πληρωμών της η 1η Οκτωβρίου 2013 (χρονικό διάστημα εντός του χρόνου τελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 6 του α.ν. 86/1967). Τούτο δε συνεπάγεται, την ανικανότητα διαχειρίσεως της εταιρικής περιουσίας, στοιχείο το οποίο ως αυτοτελής ισχυρισμός δύναται να άρει οποιαδήποτε ευθύνη του πρώτου εξ ημών ως προς τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν αδικήματα, καθώς του στερεί τη δυνατότητα διοικητικού συμβιβασμού-ρυθμίσεως για τα συγκεκριμένα χρέη και παράλληλα δεν έχει ουδεμία ικανότητα διαχειρίσεως της εταιρικής περιουσίας (από το Νόμο). Και τούτο διότι, το μεν κατ’ άρθρο 2 του Α.Ν. 635/1937 ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού, επομένως και καταβολή χρέους που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε κατ’ άρθρο 679 του ΕμπΝ καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχού από την πληρωμή των πιστωτών του μετά την παύση των πληρωμών.
Συνεπώς, με δεδομένη την ημέρα παύσης πληρωμών (1/10/2013) βρισκόμαστε όχι μόνο σε πραγματική, αλλά και νομική αδυναμία καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών που αναφέρονται στο υπ’ αριθμ. ΒΜ Τ2014/269 κλητήριο θέσπισμα που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες από 1/5/2014 1/12/2013 έως 1/6/2014 στο βαθμό που αυτές αφορούν χρονικό διάστημα όπου η Επιχείρησή μας είχε πτωχεύσει όπως αναφέρεται ειδικά ανωτέρω. Επίσης και για τις ασφαλιστικές εισφορές που αναφέρονται στο με αριθμό ΒΜ Τ 2014/268 κλητήριο θέσπισμα (για τη χρονική περίοδο 1/11/2013 έως ΔΠ/4/2014) η επιχείρησή μας είχε ήδη πτωχεύσει, καθώς ημερομηνία τελέσεως του αδικήματος και βρισκόμασταν σε πλήρη αδυναμία καταβολής των επίμαχων ασφαλιστικών εισφορών. Αναφορικά δε με τις ασφαλιστικές εισφορές που αναφέρονται στο υπ. αριθ. ΒΜ Τ 2014/270 κλητήριο θέσπισμα (1/11/2012 έως ΔΠ/4/2013) που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες από 1/5/2013 έως 1/7/2014 ο διαρκής χαρακτήρας του εγκλήματος που εγκαθιδρύει το άρθρο 1 παρ. 6 του α.ν. 86/1967 δεν μπορεί να εφαρμόζεται μόνον σε βάρος του κατηγορουμένου αλλά και υπέρ του, και ως εκ τούτου και δεδομένου του χρόνου τελέσεως του εγκλήματος και οι συγκεκριμένες πράξεις εμπίπτουν (και) σε χρονικό διάστημα όπου η εταιρία μας είχε πτωχεύσει και υπάρχει πλήρης (νομική και ουσιαστική) αδυναμία καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ. III. (Επικουρικό) Αίτημα αναγνώρισης ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου έντιμου βίου (άρθρο 84 § 2 α Π.Κ.) Πρέπει να αναγνωρισθεί ότι, μέχρι την τέλεση της πράξεως, ζήσαμε πραγματικά έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. α ΠΚ). Αυτό πιστοποιείται από το λευκό, ουσιαστικώς, ποινικό μου μητρώο, από τις καθόλου θετικές και σταθερές εκδηλώσεις του οικογενειακού και επαγγελματικού μας βίου και, γενικότερα, κάθε μορφής της ζωής μας, από την εργατικότητά μας και από τις άριστες κοινωνικές σχέσεις γενικώς. Ειδικότερα: Όπως και κατά την ακροαματική διαδικασία αποδείχθηκε, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας … Α.Ε., σε όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, έχουμε προσφέρει στην πόλη και την κοινωνία …, με πολλαπλούς τρόπους, ένας εκ των οποίων ήταν και οι δωρεές πολύ μεγάλων χρηματικών ποσών, ανερχομένων συνολικά σε μεγαλύτερο των € 15.000.000,00 ποσό. Ειδικότερα, στο προ της κρίσεως χρονικό διάστημα, η εταιρία μας έχει προβεί στην εκτέλεση, με δικές της δαπάνες, των ακολούθων έργων: •Η κατασκευή του συγκροτήματος Γυμνασίου και Λυκείου “…” … στη μνήμη του αδελφού μας, Ο. …. Η κατασκευή και επιχορήγηση … στην περιοχή … με το όνομα “… Ο. …”. Η κατασκευή τετραώροφης οικοδομής στο …, η οποία• σήμερα στεγάζει δραστηριότητες για τη δημιουργική απασχόληση παιδιών προνηπιακής ηλικίας. Η κατασκευή πάρκων και παιδικών χαρών σε διάφορες περιοχές της πόλης, μεταξύ των οποίων πιο γνωστή είναι η παιδική χαρά “…” …. Η κατασκευή του Κέντρου Αναπτυξιακής … …ς”, ενός ανεξάρτητου κτιρίου εντός του συγκροτήματος του …, που είναι αφιερωμένο στα παιδιά με ειδικές ανάγκες, καθώς και η μόνιμη προμήθεια του αναγκαίου ιατρικού εξοπλισμού του. Η ανέγερση πολυώροφου … στην …, μία δωρεά στην …. Η ανέγερση του … … στην …. Η κατασκευή ενός σπιτιού στο … Ελλάδος, στο …. 1.1. Παράλληλα, έχω τιμηθεί επανειλημμένα από το Δήμο …….. αλλά και την Εκκλησία, με διάφορους τιμητικούς τίτλους, για την προσφορά μου αυτή. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρεται η επιστολή του Δημάρχου Θεσσαλονίκης για τα σημαντικά έργα που έδωσε για τις ανάγκες των κατοίκων της Θεσσαλονίκης και η επιστολή της … για την εν γένει κοινωνική προσφορά του και την επιστολή του Μ. Λ., Γενικό Διευθυντή του ΣΕΒ για τη Βιώσιμη ανάπτυξη σχετικά με την επαγγελματική του πορεία και την καταστροφή του λόγω της κρίσεως, καθώς και το συστατήριο γράμμα του … σχετικά με την κοινωνική δράση της οικογένειας και την δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε αυτή. 1.2.Η εταιρία μας, πριν από την κρίση, ήταν συνεχώς και αδιαλείπτως συνεπής προς όλες τις αρχές. Δεν είχε ποτέ καθυστερήσει την καταβολή ούτε για μια ημέρα των ασφαλιστικών της εισφορών ή των υποχρεώσεών της προς το Δημόσιο, τους υπαλλήλους της, τις τράπεζες ή τους προμηθευτές της. 1.3. Η εταιρία μας απασχολούσε, το τελευταίο προς της κρίσης χρονικό διάστημα, πάνω από 1.000 υπαλλήλους, δίνοντάς τους εργασία και υποστηρίζοντάς τους με κάθε δυνατό τρόπο. 1.4. Ποτέ δεν έχουμε δώσει λαβή για σχόλια για την ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική μας ζωή. Ο πρώτος από μας μεγάλωσα με τη σύζυγό μου έξι παιδιά, που όλα σπούδασαν στο Πανεπιστήμιο και ασχολήθηκαν με την επιχείρηση. Εξάλλου, εκτός από την προαναφερόμενη πλούσια δράση στο επίπεδο του επαγγελματικού και κοινωνικού βίου, επιδεικνύει εντιμότητα και στο πεδίο του οικογενειακού του βίου. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι χάρη στους κόπους, στις προσπάθειές του και στην ιδιαίτερη επιμέλεια δημιούργησε μια ευτυχισμένη οικογένεια, αποτελούμενη από τη σύζυγό του Τ. Π. και τα τέκνα του … Λ. (7 ετών) και τον … Ο. ( 5 ετών). Υπήρξα πρότυπο πατέρα και στήριγμα για τα παιδιά μου, τους προσέφερα τα εφόδια που χρειαζόταν για να μεγαλώσουν ομαλά. Σχετικά δε με την εντιμότητα του επαγγελματικού του βίου εκτός των προαναφερομένων πλούσιων και πολυσχιδών δράσεών του αναφέρεται ότι είναι πτυχιούχος της …, συμμετείχε σε σεμινάριο εκμάθησης πληροφορικής της εταιρίας Microsoft, είναι κάτοχος πτυχίου επαγγελματικών Αγγλικών -Stage 5-Cycle εξειδικεύθηκε από το Διεθνές Κέντρο Επιμορφώσεως ΕΠΕ στο θέμα: “Νομικά για μη Νομικούς”, παρακολούθησε σεμινάριο με θέμα: “Ανάλυση Ισολογισμών και αποτελεσμάτων χρήσεων” που διεξήχθη από την Ελληνική Εταιρία Διοικήσεως Επιχειρήσεων (Τμήμα Μακεδονίας), παρακολούθησε σεμινάριο που διεξήχθη από την Ελληνική Εταιρία Διοικήσεως Επιχειρήσεων (Τμήμα Μακεδονίας) με θέμα: “Ηγεσία- Εκχώρηση-Μανατζμεντ Αλλαγών”, καθώς και με θέμα: “Σύγχρονες τάσεις στο Management”, καθώς και πλήθος άλλων σεμιναρίων διεξαχθέντων από έγκυρους επαγγελματικούς και πανεπιστημιακούς φορείς. Για όλους τους παραπάνω λόγους, άλλως και όλως επικουρικώς αιτούμαστε να μας αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου (:άρθρο 84 παρ. 2 α ΠΚ). Ε. (Επικουρικό) Αίτημα αναγνώρισης ελαφρυντικού των μη ταπεινών αιτίων (άρθρο 84 §2 β Π.Κ). Η οικονομική κρίση που μαστίζει την πατρίδα μας τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια έχει επηρεάσει καθοριστικά το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, καθώς βάλλεται με πολλαπλούς τρόπους η ψυχολογία και η αγοραστική τους δύναμη και έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στη ρευστότητα των επιχειρήσεων λιανικής πώλησης. Παρ’ όλο ότι η κρίση αυτή ταλαιπωρεί όλη την ελληνική οικονομία τουλάχιστον τα τελευταία πέντε χρόνια, η εταιρία μας επηρεάστηκε σημαντικά από τη συνεχιζόμενη κρίση μόλις το 2012, με αποτέλεσμα βέβαια η ρευστότητά της να μειωθεί σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, για τους παρακάτω λόγους: Η εταιρία μας είχε πραγματοποιήσει τα τελευταία δέκα χρόνια επενδύσεις ποσού άνω των € 20.000.000 ευρώ για τα καταστήματά της, τα οποία προηγουμένως ανακαίνισε πλήρως και κατέστησε σύγχρονα, ανακαινισμένα εκ βάθρων κτίρια, με όλες τις προδιαγραφές που αφορούν σε αντίστοιχα ασφαλή κτίρια του μέλλοντος, με εξαιρετικά σημαντικές κτιριακές, ηλεκτρομηχανολογικές και άλλες επενδύσεις καθώς και μέσω των συνεχών και υψηλών δαπανών συντηρήσεών τους. Όμως λόγω της επελθούσας κρίσης οι επενδύσεις από το 2007 και μετά δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα και έτσι δεν μπόρεσαν να αποσβεστούν. Λόγω και της τεράστιας μείωσης της κατανάλωσης, αναγκαστήκαμε να προβούμε σταδιακά και νόμιμα σε κλείσιμο των ζημιογόνων καταστημάτων. Έτσι, κατά το έτος 2011 έκλεισαν τα καταστήματα της εταιρίας μας στην …, …, ενώ το 2012 έκλεισαν τα καταστήματα της …, των … στην …. Το Μάρτιο του 2013 έκλεισε επίσης το κεντρικό κατάστημα της …. ενώ το καλοκαίρι του 2013 έκλεισε και το κατάστημα της οδού … και …. Τέλος, λόγω εξώσεως, το Σεπτέμβριο 2013 έκλεισε και το κεντρικό μας κατάστημα στην οδό …, …και ακολούθησε η διακοπή της λειτουργίας και των υπολοίπων καταστημάτων μας, στην …. Ο κύκλος εργασιών της εταιρίας μας της χρήσης 2008, ύψους € 95.165.069,37 (βλ. τον ισολογισμό ΦΕΚ τ.Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 11478/2009), μειώθηκε σταδιακά, με αποτέλεσμα κατά την οικονομική χρήση του 2012 να ανέλθει σε μόλις € 28.601.977,97 (βλ. τους ισολογισμούς ΦΕΚ τ.Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 4856/2011 και 5595/2013 σχετ. 2α και 2β), μειωμένος δηλαδή κατά 70,61% περίπου. Ενώ μάλιστα η χρήση 2008 παρουσίαζε κέρδη € 357.811,13, η οικονομική χρήση του 2012 παρουσίασε λειτουργικές ζημίες περίπου € 16.500.000 σε συνέχεια μάλιστα των προηγούμενων, επίσης βαρύτατα ζημιογόνων χρήσεων. Το έτος 2008 η εταιρία μας απασχολούσε κατά μέσο όρο 821 άτομα με ετήσιο κόστος 20.022.842,80 ευρώ. Το έτος 2009 η εταιρία μας απασχολούσε κατά μέσο όρο 907 άτομα με ετήσιο κόστος 19.966.911,80 ευρώ (απορρόφηση των εταιρειών … Α.Ε.). Το έτος 2010 η εταιρία μας απασχολούσε κατά μέσο όρο 854 άτομα με ετήσιο κόστος 19.347.809,17 ευρώ. Το έτος 2011 η εταιρία μας απασχολούσε κατά μέσο όρο 715 άτομα με ετήσιο κόστος 16.876.696,26 ευρώ. Το έτος 2012 η εταιρία μας απασχολούσε κατά μέσο όρο 572 άτομα με ετήσιο κόστος 13.225.233,14 ευρώ. Παράλληλα, η δημοσιονομική πολιτική που ασκείται τα τελευταία χρόνια, η οποία εκλαμβάνει ως ταυτόσημες τις έννοιες της “συγκράτησης των δημοσίων δαπανών” και της αδικαιολόγητης αναστολής πληρωμών του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των επιχορηγούμενων από αυτές νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οφειλές διάφορων ΟΤΑ, εταιριών και οργανισμών τους, συνεταιρισμών υπαλλήλων Υπουργείων, ΟΤΑ και ΔΕΚΟ, ύψους άνω των 158.000 ευρώ, για την είσπραξη των οποίων η εταιρία έχει προσφύγει στα δικαστήρια, με άγνωστο το χρόνο έκδοσης των σχετικών αποφάσεων και κυρίως αβέβαιη τη δυνατότητα ικανοποίησης των απαιτήσεων. Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει, από τον Ιούνιο του 2011 μέχρι και το Μάιο του 2012 η εταιρία προχώρησε σε διαδοχικές αυξήσεις του μετοχικού της κεφαλαίου, συνολικού ποσού12.525.000 ευρώ, οι οποίες καλύφθηκαν και καταβλήθηκαν ολοσχερώς με καταβολή μετρητών από τους μετόχους της, τον πρώτο και τα μέλη της οικονένειάς του, δηλαδή και τους λοιπούς (βλ. ΦΕΚ τ. ΑΕ & ΕΠΕ 11107/08.10.2012, στο οποίο αναφέρονται και οι προηγούμενες αυξήσεις), που απέδειξαν έμπρακτα, υποθηκεύοντας την προσωπική τους περιουσία και το μέλλον των παιδιών τους, σε εποχή που πολλοί συμπολίτες μας διοχέτευαν την περιουσία τους στο εξωτερικό, την πίστη τους στο μέλλον της εταιρίας και την απόφασή τους να τη στηρίζουν. Έτσι, το κεφάλαιο της εταιρίας ανήλθε σε 21.855.000 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πιστοποίηση καταβολής της τελευταίας χρονικά αύξησης, ποσού 1.302.000 ευρώ, έγινε μόλις στις 04.09.2012 (ΦΕΚ τ. Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 10627/2012). Επειδή η κατάσταση περί τα μέσα του έτους 2012 ήταν πλέον εξαιρετικά δυσχερής, η εταιρία μας υπέβαλε αίτηση υπαγωγής της στο άρθρο 99 Πτωχ.Κ., η οποία έγινε και δεκτή με την υπ’ αριθ. 11923/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (εκουσία δικαιοδοσία) η διάρκεια της οποίας παρατάθηκε με την υπ’ αριθ. 7/2013 πράξη της κας Προέδρου. Η απόφαση του Δικαστηρίου, αφού εξέτασε τις μελέτες των ειδικών, έκρινε ότι η εταιρία μας μπορούσε να συνεχίσει τη λειτουργία της υπό όρους και την επέτρεψε. Δυστυχώς, το Σεπτέμβριο 2013, η εταιρία μας εξώστηκε από το κύριο και εμβληματικό της κατάστημα στην οδό … και ενώ επέκειτο η υπογραφή της συμφωνίας εξυγίανσης με τους βασικούς πιστωτές της, τις τράπεζες. Η κατάρρευση ήταν άμεση και ακολουθήθηκε από την πτώχευσή της, με αίτηση πιστωτή, με την υπ’ αριθ. 4668/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (εκουσία δικαιοδοσία). Η οικονομική κρίση και οι προσπάθειες που έγιναν για να αποσοβηθεί η κατάρρευση της εταιρίας, αποδεικνύουν ότι δεν είχαμε κανένα σκοπό να μη καταβάλουμε τις υποχρεώσεις μας προς ιδιώτες- πιστωτές της εταιρίας που σε διαταγή των οποίων εκδόθησαν οι κρισιολογούμενες επιταγές. Η κατάρρευση όμως της κατανάλωσης και η γενικότερη καταστροφική οικονομική συγκυρία, οδήγησαν στην αδυναμία εξόφλησης των υποχρεώσεών της. Σήμερα, πρώτος εξ ημών είναι ηλικίας 90 ετών και την υγεία μου πολύ επισφαλή (πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ινσουλινοθεραπευόμενο από τριακονταετίας με 3 ενέσεις ινσουλίνης ημερησίως, συχνά επεισόδια υπογλυκαιμίας, διαβητική νευροπάθεια, αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδαιμία και ήπια γεροντική άνοια αγγειακού τύπου και -όπως αποδεικνύεται από το εν γένει αποδεικτικό υλικό- συχνά νοσηλεύεται σε νοσοκομεία εξαιτίας των παθήσεων από τις οποίες πάσχει), είδε τους κόπους τόσων ετών να καταστρέφονται και να μην έχω περιουσία ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου. Η μη εξόφληση των επίδικων υποχρεώσεων οφείλεται σε πλήρη αδυναμία, η οποία πιστοποιήθηκε και από την πτώχευση της εταιρίας … . Για το λόγο αυτό ζητούμε, άλλως και όλως επικουρικώς να μας αναγνωριστεί ότι η πληρωμή των επίμαχων (ακάλυπτων) επιταγών δεν έγινε από ταπεινά αίτια και οφείλεται στην απόλυτη ένδεια της εταιρίας και δική μας. V. (Επικουρικό) αίτημα αναγνώρισης του ελαφρυντικού της έμπρακτης μετάνοιας (: άρθρο 84 παρ. 2 δ ΠΚ). Όπως αποδεικνύεται από το εν γένει αποδεικτικό υλικό (μάρτυρες, έγγραφα) επιδείξαμε ειλικρινή μετάνοια και επιδιώξαμε να μειώσουμε τις συνέπειες των πράξεών μου, δεδομένου στο μέτρο του εφικτού αποφεύγοντας να προσβάλλουμε με οποιονδήποτε τρόπο τα μέσα αναγκαστικής εκτελέσεως που ελήφθησαν από το δημόσιο σε βάρος της περιουσίας μας. Η συγκεκριμένη μετάνοια είναι ειλικρινής και έμπρακτη, συνειδητή επιλογή όλων μας, ενώ η καταβολή των συγκεκριμένων ποσών σε χρήμα οφείλεται σε πλήρη αδυναμία καταβολής των συγκεκριμένων λόγω της οικονομικής μου αδυναμίας (βλ. ισχυρισμό για το “άλλως δύνασθαι πράττειν”). Όπως αποδεικνύεται από το εν γένει αποδεικτικό υλικό (μάρτυρες, έγγραφα) επέδειξα ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξα να μειώσω τις συνέπειες των πράξεών μου, δεδομένου στο μέτρο του εφικτού, και δεδομένου ότι η μη καταβολή δεδουλευμένων θα πρέπει να αντιμετωπιστεί συνολικά, δεν πρέπει να παροραθεί το γεγονός ότι παρά την οικονομική δυσπραγία μου προσέμειξα το σύνολο της ατομικής μου περιουσίας με την εταιρική. Στο ίδιο πλαίσιο, προσπάθησα να θέσω την επιχείρηση σε διαδικασία εξυγίανσης (στο πλαίσιο της οποίας είχα συμμάχους την συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων της επιχειρήσεως), διαδικαστική ενέργεια η οποία δεν τελεσφόρησε δίχως δική μου υπαιτιότητα. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι το σύνολο της εταιρικής περιουσίας, σε συνδυασμό με την προσωπική μου περιουσία, η οποία όπως σημειώθηκε ανωτέρω υποθηκεύεται για το καλό της εταιρίας και των εργαζομένων, στο πλαίσιο της πτωχεύσεως κατά της οποίας δεν άσκησα κανένα απολύτως ένδικο μέσο ή άλλο ένδικο βοήθημα αρκεί για να καλύψει τις οφειλές της εταιρίας έναντι του ΙΚΑ. Σημειωτέον ότι το ΙΚΑ έχει ήδη προβεί σε κατάσχεση της κατοικίας του υιού μου Α. …, καθώς και στα 2 μεγάλα ακίνητα της εταιρίας …… Α.Ε. (αποθήκες σε …), ύψους εκατομμυρίων ευρώ, αλλά και από τη νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας γίνεται δεκτό ότι μερική εξόφληση του χρέους δύναται να αναγνωριστεί ως ελαφρυντικό ειλικρινούς μεταμέλειας … . Όχι μόνον δεν έχουμε ασκήσει ανακοπές κατά του πλειστηριασμού προσωπικής και εταιρικής περιουσίας, αλλά στεκόμαστε συνοδοιπόροι στις προσπάθειες της συνδίκου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του δημοσίου στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Πλέον, η καταβολή και των επίμαχων οφειλών από φόρους προς το Δημόσιο αναμένεται να γίνει στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία σημειωτέον ξεκίνησε με την υπ’ αριθ. 4668/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας – κατόπιν της υπ’ αρ. κατάθεσης 32206/2013 αίτησης της εταιρίας μας με την επωνυμία “…”) με την οποία ειδικότερα η εταιρίας μας κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και ορίστηκε ως ημέρα παύσης των πληρωμών της η 1η Οκτωβρίου 2013. Τούτο δε συνεπάγεται, όπως αναλύεται στο σχετικό κεφάλαιο, την ανικανότητα διαχειρίσεως της περιουσίας αυτής, στοιχείο το οποίο ως αυτοτελής ισχυρισμός δύναται να άρει οποιαδήποτε ευθύνη μας ως προς τα αποδιδόμενα σε εμάς (οικονομικά) αδικήματα, και μας στερεί και τη δυνατότητα συμβιβασμού για τα συγκεκριμένα χρέη, καθώς δεν έχω ουδεμία ικανότητα διαχειρίσεως της περιουσίας της εταιρίας (από το Νόμο), που θα ακολουθήσει δια της ρευστοποίησης της περιουσίας της εταιρίας, κινητής και ακίνητης, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ένα κτίριο αποθηκών και γραφείων 12.550,64 τετραγωνικών μέτρων …, που είναι κτισμένο επί γηπέδου 25 στρεμμάτων και ένα κτίριο αποθηκών και γραφείων 2.500 τετραγωνικών μέτρων, πλέον δικαιώματος ανοικοδόμησης άλλων 4.000 τετραγωνικών μέτρων, που είναι κτισμένο επί γηπέδου 5 στρεμμάτων επί της …. Σχετικά δε με την αλήθεια των παραπάνω ισχυρισμών μου, αλλά και την αλήθεια του ισχυρισμού ότι κατά τρόπο πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα προσμείξαμε την προσωπική μας περιουσία με την εταιρική με σκοπό την ικανοποίηση των απαιτήσεων του δημοσίου (αλλά και των εν γένει πιστωτών μας) και την εξυγίανση της επιχειρήσεως αναφέρεται ότι ήδη -μόλις πριν από λίγες ημέρες- εκπλειστηριάστηκε το διαμέρισμα του 6ου ορόφου εμβαδού καθαρού 124,00 μ2 και εμβαδού μικτού 141.35 μ2 για 675.500,00 ευρώ και μια θέση σταθμεύσεων αυτοκινήτου με αριθμό ένα (1) εμβαδού 15,00 μ2 για 25.500,00 ευρώ, ήτοι συνολικά το ακίνητο επί της … ήδη έχει εκπλειστηριασθεί έναντι επτακοσίων μιας χιλιάδων ευρώ (701.000 ευρώ) (βλ. περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως ακινήτων αξίας: 675.500,00 + 25.500,00= 701.000,00 ευρώ υπ.’ αριθ. 130620 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως ακινήτων της Εταιρίας Συμβολαιογράφων Θεσσαλονίκης Ι. Χ.-Μ. Δ. Χ. “…”), ποσό το οποίο θα δοθεί κατά προτεραιότητα για τις απαιτήσεις του δημοσίου λόγω ανείσπραχτων φόρων.
Συνεπώς, ήδη έχει ξεκινήσει η διαδικασία αποκαταστάσεως των οφειλών μου προς το Δημόσιο, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί με ταχύτατους ρυθμούς. Σχετικά δε με την αλήθεια των ισχυρισμών μου Σας προσκομίζω και την περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης ενυπόθηκης ακίνητης περιουσίας σχετικά με τα προπεριγραφέντα ακίνητα της εταιρίας μας στο Δήμο …….., τα οποία εκπλειστηριάζονται την 1/4/2015 με βάσιμες ελπίδες να ικανοποιηθεί το δημόσιο εξ ολοκλήρου. Η συγκεκριμένη μετάνοια είναι ειλικρινής και έμπρακτη, ενώ το υπόλοιπο των οφειλομένων αποδεικνύεται περίτρανα ότι οφείλεται σε πλήρη αδυναμία καταβολής των συγκεκριμένων λόγω της οικονομικής μου αδυναμίας (βλ. ισχυρισμό για το “άλλως δύνασθαι πράττειν”). Και από τη νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας γίνεται δεκτό ότι η μερική εξόφληση του χρέους δύναται να αναγνωριστεί ως ελαφρυντικό ειλικρινούς μεταμέλειας … . Επιπλέον, επιδιώξαμε (στο μέτρο του εφικτού) να βοηθούσε τη σύνδικο κατά την πτωχευτική διαδικασία στην εξυπηρέτηση των απαιτήσεων των πιστωτών της επιχειρήσεώς μας. Καθίσταται πασιφανές από το εν γένει αποδεικτικό υλικό το γεγονός ότι αναμείξαμε την προσωπική μας περιουσία με την εταιρική με σκοπό όχι μόνο να τονώσουμε την εταιρία και να αποφύγουμε τις απολύσεις, αλλά και για να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των οφειλετών σε βάρος μας. VI. (Επικουρικό) αίτημα μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ. 2 ε ΠΚ). Σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 ε ΠΚ ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται “το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του”. Αναφορικά με τον πρώτο εξ ημών σημειωτέον ότι η επιχείρησή μου κηρύχθηκε σε πτώχευση και δεν ασκώ καμία απολύτως εμπορική δραστηριότητα δεικνύει ότι δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα τελέσω νέες αξιόποινες πράξεις. Είμαι ένας άνθρωπος 92 ετών με βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό και παρουσιάζω σοβαρότατα προβλήματα υγείας. Ειδικότερα πάσχω από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ινσουλινοθεραπευόμενο από τριακονταετίας με 3 ενέσεις ινσουλίνης ημερησίως, συχνά επεισόδια υπογλυκαιμίας, διαβητική νευροπάθεια, αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδαιμία και ήπια γεροντική άνοια αγγειακού τύπου. Παραπέρα, δεν ασκώ πλέον οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα, προσπαθώ να καλύψω το σύνολο των χρεών που με βαραίνουν απέναντι στο δημόσιο και δεν υφίσταται πιθανότητα εκ νέου εμπλοκής μου σε πράξη ανάλογη αυτής για την οποία σήμερα διώκομαι. Ουδέποτε προέβην σε νέες εγκληματικές πράξεις. Δηλαδή, από το Μάιο του 2013 και μέχρι και σήμερα (23/4/2015), ήτοι για χρονικό διάστημα σχεδόν τριών ετών αντίστοιχα ζώντας, σε περιβάλλον ελεύθερης διαβίωσης δεν δίνω δικαιώματα σχολιασμού σε κανένα. Επίσης, διαμένω ήσυχα χωρίς να απασχολώ τις αρχές, έχω φιλίες με διάφορους ανθρώπους οι οποίοι με επισκέπτονται στην κατοικία μου και καταθέτουν για εμένα τα καλύτερα (βλ. τις συνημμένες συστατικές επιστολές) και οι οποίοι με σέβονται και με εκτιμούν, ενώ έχω σταματήσει οποιαδήποτε επιχειρηματική μου δραστηριότητα. Η συμπεριφορά αυτή αφορά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (περίπου τριών ετών) κατά το οποίο ζούμε υπό καθεστώς ελεύθερης στην κοινωνία διαβίωσης και η συμπεριφορά μου αυτή είναι προϊόν συνειδητής επιλογής, δημιουργώ κοινωνικές σχέσεις με τα άτομα του τόπου κατοικίας μου και δεν δημιουργούμε κανένα απολύτως πρόβλημα, ενώ ο επικαλούμενος χρόνος από την τέλεση της πράξεως είναι αναμφισβήτητα μεγάλος. Η δε συνεισφορά μας δεν εκδηλώνεται μόνον αρνητικά (δια της αποφυγής εκδηλώσεως εγκληματικής δραστηριότητος), αλλά και θετικά, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, αλλά και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία διακρινόμαστε για την σεμνότητά μας, το ήθος μας, δεν διστάσαμε να υποθηκεύσουμε την προσωπική μας περιουσία με αποτέλεσμα να βρεθούμε σε δεινή οικονομική κατάσταση και διακρινόμεθα για την ηθική μου συγκρότηση και τον τρόπο συμπεριφοράς μου. Δεδομένου δε ότι υπέρ μας δηλώνουν την εκτίμησή του άτομα όπως ο Σ. Κ., καθηγητής Πανεπιστημίου, Ι. Χ. – Μ., συμβολαιογράφος, ο Σ. Γ., …. Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και η Ν. Κ., Αρχιτέκτων Μηχανικός αποδεικνύεται η συνεκτικότητα του κοινωνικού μας βίου. Επίσης, διαμένουμε ήσυχα χωρίς να απασχολούμε τις αρχές, έχουμε φιλίες με διάφορους ανθρώπους οι οποίοι μας επισκέπτονται στην κατοικία μας και καταθέτουν για εμάς τα καλύτερα (βλ. τις συνημμένες συστατικές επιστολές) και οι οποίοι μας σέβονται και μας εκτιμούν, ενώ έχω σταματήσει οποιαδήποτε επιχειρηματική μου δραστηριότητα Η συμπεριφορά αυτή αφορά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (περίπου τριών ετών) κατά το οποίο ζούμε υπό καθεστώς ελεύθερης στην κοινωνία διαβίωσης και η συμπεριφορά μου αυτή είναι προϊόν συνειδητής επιλογής, δημιουργώ κοινωνικές σχέσεις με τα άτομα του τόπου κατοικίας μου και δεν δημιουργούμε κανένα απολύτως πρόβλημα, ενώ ο επικαλούμενος χρόνος από την τέλεση της πράξεως είναι αναμφισβήτητα μεγάλος. Η δε συνεισφορά μας δεν εκδηλώνεται μόνον αρνητικά (δια της αποφυγής εκδηλώσεως εγκληματικής δραστηριότητος), αλλά και θετικά, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, αλλά και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία διακρινόμαστε για την σεμνότητά μας, το ήθος μας, δεν διστάσαμε να υποθηκεύσουμε την προσωπική μας περιουσία με αποτέλεσμα να βρεθούμε σε δεινή οικονομική κατάσταση και διακρινόμεθα για την ηθική μου συγκρότηση και τον τρόπο συμπεριφορά μου. Δεδομένου δε ότι υπέρ μας δηλώνουν την εκτίμησή του άτομα όπως ο Σ. Κ., καθηγητής Πανεπιστημίου, Ι. Χ. – Μ., συμβολαιογράφος, ο Σ. Γ., Καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και η Ν. Κ., Αρχιτέκτων Μηχανικός αποδεικνύεται η συνεκτικότητα του κοινωνικού μας βίου. Η θετική μου (και όχι μόνον αρνητική συμπεριφορά μου) αποτυπώνεται σε θετικές ενέργειες όσο βέβαια μου το επιτρέπει η ηλικία μου και σχετίζεται με την σχέση μου με την Εκκλησία (στην οποία πάντοτε στάθηκα συνοδοιπόρος, παρά τα όσα υπέστην από την …), δεδομένου ότι εκκλησιάζομαι με όποιον τρόπο είναι αυτό δυνατό και στο μέτρο που είναι αυτό εφικτό και την βοήθεια που παρέχω στην σύνδικο πτωχεύσεως μέσω της ενεργητικής μου συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια αυτής μέσω της παροχής όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για να τελεσφορήσει η πτωχευτική διαδικασία και να ικανοποιηθούν οι πιστωτές της επιχειρήσεως “… ….. Α.Ε.”). Όχι μόνον δεν έχω ασκήσει ανακοπές κατά του πλειστηριασμού προσωπικής και εταιρικής περιουσίας, αλλά στέκομαι συνοδοιπόρος στις προσπάθειες της συνδίκου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του ΙΚΑ στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Πέραν της ανωτέρω θετικής μου συμβολής, πρέπει να σημειωθεί ότι αναπτύσσω επαφές στο επίπεδο του κοινωνικού μου με διάφορα επιφανή άτομα της Θεσσαλονίκης τα οποία έχουν να λένε για εμένα τα καλύτερα (βλ. την επιστολή του Δημάρχου Θεσσαλονίκη, την επιστολή της … και την επιστολή του Μ. Λ., Γενικό Διευθυντή του ΣΕΒ) , τα οποία δημιουργούν παράλληλα έναν συμπαγή κοινωνικό περίγυρο ο οποίος όχι μόνον αποτρέπει την συμμετοχή μου σε οποιαδήποτε εγκληματική ενέργεια, αλλά συνιστά αυτοτελή, θετική συνεισφορά σε επίπεδο κοινωνικού βίου, δεδομένου ότι βάσει της εμπειρίας που έχω αποκτήσει στο επίπεδο της κοινωφελούς δράσεως μεταλαμπαδεύω με τη σειρά μου τις αρχές αυτές στα άτομα του περιβάλλοντος μου τα οποία είναι σε θέση να συνεισφέρουν στο δύσκολο αυτό έργο. Εξάλλου, σε επίπεδο θετικού-οικογενειακού βίου είναι αξιοσημείωτο ότι έχω συχνές επαφές με τα εγγόνια μου και ιδιαίτερα συνεισφέρω στην ανατροφή και γαλούχηση των τέκνων της κόρης μου Β. …, Μ. (…) και Ν. (απόφοιτης Λυκείου), των τέκνων του Α. …, … Λ. (7 ετών) και τον … Ο. (5 ετών) και των τέκνων της Μ. …, Α. (25 ετών) και Α. .. (…) …. Στα εγγόνια μου όλο αυτό το διάστημα (από 1-9-2013 έως 13-11-2015) μεταλαμπάδευσα τις αρχές και τις αξίες που έχω αναπτύξει όλα αυτά τα χρόνια και σχετίζονται με την παροχή βοήθειας στον συνάνθρωπο, τη σχέση με την Εκκλησία και τον σεβασμό προς τους γονείς και τους προπάτορές μας. Εξάλλου, σε επίπεδο κοινωνικής συνεισφοράς δεν μπορεί να παροραθεί το γεγονός ότι χάρη στο ευρείας εμβέλειας κοινωφελές μου έργο (το οποίο έγκειται στην κατασκευή του συγκροτήματος Γυμνασίου και Λυκείου “…” στο Δήμο ….., στην κατασκευή και επιχορήγηση … στην περιοχή … με το όνομα “… Ο. …”, στην κατασκευή τετραώροφης οικοδομής στο …, η οποία σήμερα στεγάζει δραστηριότητες για τη δημιουργική απασχόληση παιδιών προνηπιακής ηλικίας, στην κατασκευή πάρκων και παιδικών χαρών σε διάφορες περιοχές της πόλης, μεταξύ των οποίων πιο γνωστή είναι η παιδική χαρά “…” …, στην κατασκευή του Κέντρου Αναπτυξιακής … …ς”, ενός ανεξάρτητου κτιρίου εντός του συγκροτήματος του …, που είναι αφιερωμένο στα παιδιά με ειδικές ανάγκες, καθώς και η μόνιμη προμήθεια του αναγκαίου ιατρικού εξοπλισμού του, στην ανέγερση πολυώροφου … στην …, μία δωρεά στην …, στην ανέγερση του … … στην …, στην κατασκευή ενός σπιτιού στο … Ελλάδος, στο ….) και στο διάστημα από 1/9/2013 έως και σήμερα 13/11/2015 εξακολουθούν να εξυπηρετούνται χιλιάδες συμπολιτών μας τόσο στην παροχή υπηρεσιών υγείας (ιδίως στο παγκόσμιας πρωτοτυπίας Κέντρο Αναπτυξιακής … …..”, όσο στην παροχή υπηρεσιών στέγης (ιδίως σε μικρά παιδιά στο παιδικό χωριό SOS), όσο και στην ανατροφή τους (ιδίως στον “… Ο. …”,) όσο και στην αναψυχή του (ιδίως στην παιδική χαρά “…” και τα πάρκα “…” …), στοιχείο που καθιστά θετική τη συνεισφορά μου στην κοινωνική ζωή της Θεσσαλονίκης και του ευρύτερου χώρου της βορείου Ελλάδος και στο πεδίο αυτό. Εξάλλου, ως προς τον επαγγελματικό βίο πλέον είναι απολύτως αδύνατο να επιδείξω θετική συνεισφορά, δεδομένης της ηλικίας μου (είμαι άτομο 92 ετών), αλλά και της πτωχεύσεως της επιχειρήσεώς μου ( “… Α.Ε”), συνεισφορά για την οποία έχω τιμηθεί και από το Δήμο Θεσσαλονίκης. Εξάλλου, η καταβολή και των επίμαχων οφειλών προς τους εργαζομένους αναμένεται να γίνει στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία σημειωτέον ξεκίνησε με την υπ’ αριθ. 4668/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας – κατόπιν της υπ’ αρ. κατάθεσης 32206/2013 αίτησης της εταιρίας μας με την επωνυμία “…”) με την οποία ειδικότερα η εταιρίας μας κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και ορίστηκε ως ημέρα παύσης των πληρωμών της η 1η Οκτωβρίου 2013. Τούτο δε συνεπάγεται, όπως αναλύεται στο σχετικό κεφάλαιο, την ανικανότητα διαχειρίσεως της περιουσίας αυτής, στοιχείο το οποίο ως αυτοτελής ισχυρισμός δύναται να άρει οποιαδήποτε ευθύνη μου ως προς τα αποδιδόμενα σε εμένα (φορολογικά) αδικήματα, και μου στερεί και τη δυνατότητα διοικητικού συμβιβασμού για τα συγκεκριμένα χρέη, καθώς δεν έχω ουδεμία ικανότητα διαχειρίσεως της περιουσίας της εταιρίας (από το Νόμο).που θα ακολουθήσει δια της ρευστοποίησης της περιουσίας της εταιρίας, κινητής και ακίνητης, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ένα κτίριο αποθηκών και γραφείων 12.550,64 τετραγωνικών μέτρων …, που είναι κτισμένο επί γηπέδου 25 στρεμμάτων και ένα κτίριο αποθηκών και γραφείων 2.500 τετραγωνικών μέτρων, πλέον δικαιώματος ανοικοδόμησης άλλων 4.000 τετραγωνικών μέτρων, που είναι κτισμένο επί γηπέδου 5 στρεμμάτων επί της …. Η συμπεριφορά αυτή αφορά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (πλέον των τριών ετών) κατά το οποίο ζω υπό καθεστώς ελεύθερης στην κοινωνία διαβίωσης και η συμπεριφορά μου αυτή είναι προϊόν συνειδητής επιλογής, δημιουργώ κοινωνικές σχέσεις με τα άτομα του τόπου κατοικίας μου και δεν δημιουργώ κανένα απολύτως πρόβλημα, ενώ ο επικαλούμενος χρόνος από την τέλεση της πράξεως είναι αναμφισβήτητα μεγάλος. Η συμπεριφορά αυτή αφορά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (πλέον του έτους) κατά το οποίο ζω υπό καθεστώς ελεύθερης στην κοινωνία διαβίωσης και η συμπεριφορά μου αυτή είναι προϊόν συνειδητής επιλογής, δημιουργώ κοινωνικές σχέσεις με τα άτομα του τόπου κατοικίας μου και δεν δημιουργώ κανένα απολύτως πρόβλημα, ενώ ο επικαλούμενος χρόνος από την τέλεση της πράξεως είναι αναμφισβήτητα μεγάλος. Επισημαίνεται, άλλωστε, πως οι ελαφρυντικές περιστάσεις θεσπίσθηκαν και αναγνωρίζονται ή όχι, με βάση την προσωπικότητα του δράστη και την καθόλου συμπεριφορά του, πριν και μετά την πράξη, ανεξαρτήτως δε της βαρύτητας της πράξεως. Οι συνθήκες αυτές δικαιολογούν απολύτως την αναγνώριση, στο πρόσωπο μου, αμφοτέρων των ανωτέρω ελαφρυντικών περιστάσεων, που, σε κάθε περίπτωση παραδεκτώς (και μετά, δηλαδή την κατάγνωση της τυχόν ενοχής μας … ), ζητούμε να μας αναγνωρισθούν, αφού συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Και στην περίπτωση, όμως, της υπάρξεως αμφιβολίας, αυτή, όπως πάντοτε, πρέπει να ερμηνευθεί υπέρ ημών, να γίνει, δηλαδή, δεκτόν, ότι συντρέχουν στο πρόσωπό μας οι ανωτέρω ελαφρυντικές περιστάσεις”. Μετά και από τους ως άνω ισχυρισμούς που προέβαλε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 10934/2016 απόφασή του, δέχθηκε στο σκεπτικό της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ’ είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: “Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τις ένορκες καταθέσεις επ’ ακροατηρίω των μαρτύρων του κατηγορητηρίου και υπεράσπισης, τα έγγραφα που διαβάστηκαν και από την υπόλοιπη συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, Λ. …… του Α., … με περισσότερες πράξεις που συνιστούν κατ’ εξακολούθηση τέλεση του αυτού ίδιου εγκλήματος ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία “… …” εξέδωσε εκ προθέσεως 1. στις 15.11.2012 την υπ’ αριθ. …9537-5 επιταγή ποσού 15.000,00 Ευρώ, 2. στις 30.11.2012 την υπ’ αριθ. …9538-3 επιταγή ποσού 20.000,00 Ευρώ, 3. στις 10.12.2012 την υπ’ αριθ. …1774-8 επιταγή ποσού 36.027,50 Ευρώ, 4. στις 20.12.2012 την υπ’ αριθ. …9539-1 επιταγή ποσού 30.209,74 Ευρώ, άπασες εις διαταγήν της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία “… Α.Ε.” προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “… Α.Ε”. οι οποίες εμφανίσθηκαν εμπροθέσμως και νομοτύπως προς πληρωμή στις 12.11.2012, 21.11.2012, 30.11.2012 και 11.12.2012 αντίστοιχα και δεν πληρώθηκαν γιατί στον υπ’ αριθ. …08879 λογαριασμό της εταιρίας επί του οποίου σύρονταν τα αξιόγραφα δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε με σχετική μνεία επί εκάστου αξιογράφου από υπαλλήλους της πληρώτριας τράπεζας. Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που του αποδίδεται, απορριπτομένου ως αβασίμου του ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί “άλλως μη δύνασθαι πράττειν”, ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί ισχυρισμό περί ολικής ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής, πλην όμως να αναγνωρισθεί ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι ελαφρυντικές περιστάσεις των άρθρων 84 § 2 περ. α και β Π.Κ., εκ των οποίων το δεύτερο είχε χορηγηθεί και πρωτοδίκως κατ’ εφαρμογή του κανόνα της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου κατ’ άρθρ. 470 εδ. 1 Κ.Π.Δ.. Τουναντίον, δεν πρέπει να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 περ. δ Π.Κ., δεδομένου ότι το ενδεχόμενο ικανοποίησης των δανειστών αυτού μέσω της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν δύναται εννοιολογικά να θεωρηθεί ως “προσπάθεια” (και δη σοβαρή) του κατηγορουμένου να άρει τις συνέπειες των πράξεων αυτού. Επιπροσθέτως απορριπτέο ως μη νόμιμο είναι το αίτημα αυτού να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 περ. ε Π.Κ. δεδομένου ότι δεν εκτίθενται σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του κατά το μετά την πράξη χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η οποία προηγήθηκε ειμή μόνο περιστατικά που ανάγονται στην κατάσταση της υγείας του αλλά και περιστατικά καλής και συνήθους συμπεριφοράς και ομαλής οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, τα οποία, ωστόσο, δεν επαρκούν για να καταφανθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 περ. ε Π.Κ.. Τέλος, με δεδομένο ότι ο χρόνος τέλεσης ως άνω αποδιδόμενων επιμέρους πράξεων του κατηγορουμένου εντοπίζεται προ της 01.10.2013, η οποία ορίσθηκε ως ημέρα παύσης των πληρωμών της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία “… Α.Ε.” με την υπ’ αριθμ. 4.668/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, διά της οποίας η ως άνω εταιρία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως, ουδόλως δύναται να γίνει λόγος για συνδρομή λόγου, ο οποίος να άρει το δόλο αυτού ως προς την τέλεση των ως άνω πράξεων”. Στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο της αξιόποινης πράξης της κατ’ εξακολούθηση εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση ότι ωθήθηκε στην κατ’ εξακολούθηση πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος από μη ταπεινά αίτια, η οποία του είχε αναγνωρισθεί και πρωτόδικα, αλλά και την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του Π.Κ. και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, της οποίας ανέστειλε την εκτέλεση επί τριετίαν, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ αυτόν ΕΝΟΧΟ και συγκεκριμένα του ότι: Στη Θεσσαλονίκη, στους παρακάτω χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν κατ’ εξακολούθηση τέλεση του αυτού ίδιου εγκλήματος, ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία ” … …” εξέδωσε εκ προθέσεως 1. στις 15.11.2012 την υπ’ αριθ. …….. επιταγή ποσού 15.000,00 Ευρώ, 2. στις 30.11.2012 την υπ’ αριθ. ……… επιταγή ποσού 20.000,00 Ευρώ, 3. στις 10.12.2012 την υπ’ αριθ. …1774-8 επιταγή ποσού 36.027,50 Ευρώ, 4. στις 20.12.2012 την υπ’ αριθ. ……… επιταγή ποσού 30.209,74 Ευρώ, άπασες εις διαταγή της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία “… Α.Ε.” προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “… Α.Ε”. οι οποίες εμφανίσθηκαν εμπροθέσμως και νομοτύπως προς πληρωμή στις 12.11.2012, 21.11.2012, 30.11.2012 και 11.12.2012 αντίστοιχα και δεν πληρώθηκαν γιατί στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της εταιρίας επί του οποίου σύρονταν τα αξιόγραφα δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε με σχετική μνεία επί εκάστου αξιογράφου από υπαλλήλους της πληρώτριας τράπεζας”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 84 παρ. 1 και 2 περ. α’ και β’, 98 παρ. 1 του Π.Κ. και 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/72, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες που να μη επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο και να την στερούν από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι πλήρης, περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της κατ’ εξακολούθηση αξιόποινης πράξης της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρας, έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτίμησε και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ, δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί άρσεως του αδίκου των επί μέρους πράξεών του και περί άρσεως του καταλογισμού του γι’ αυτές λόγω αδυναμίας του να πληρώσει τις ακάλυπτες επιταγές, προβλήθηκε αορίστως και απαραδέκτως, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται περιστατικά που θα μπορούσαν να στηρίξουν στο νόμο και συγκεκριμένα στις διατάξεις των άρθρων 20, 25 και 32 του Π.Κ. σύγκρουση καθηκόντων, κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο και κατάσταση ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό, αντίστοιχα, αλλ’ ούτε καν πραγματικά περιστατικά που να στηρίζουν άγνοιά του για τα στοιχεία που συγκροτούσαν την κατ’ εξακολούθηση από μέρους του έκδοση ακάλυπτων επιταγών ή έστω ανυπαίτια γι’ αυτόν αδυναμία πληρωμής των ως άνω ακάλυπτων τραπεζικών επιταγών που εξέδωσε. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο της ουσίας δεν όφειλε να απαντήσει σ’ αυτόν με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και παρόλα αυτά τον απέρριψε ως αβάσιμο. Ο αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί ελλείψεως δόλου ένεκα αδυναμίας πληρωμής των ακάλυπτων επιταγών που εξέδωσε λόγω της πτωχεύσεως της εταιρείας της οποίας ήταν Διευθύνων Σύμβουλος και Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου απορρίφθηκε με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε με σαφήνεια ότι, “με δεδομένο ότι ο χρόνος τελέσεως ως άνω των αποδιδόμενων επιμέρους πράξεων του κατηγορουμένου εντοπίζεται προ της 1-10-2013, η οποία ορίσθηκε ως ημέρα παύσης των πληρωμών της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία “… Α.Ε.” με την υπ’ αριθ. 4.668/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, διά της οποίας η ως άνω εταιρία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως, ουδόλως δύναται να γίνει λόγος για συνδρομή λόγου, ο οποίος να άρει το δόλο αυτού ως προς την τέλεση των ως άνω πράξεων”, δηλαδή δέχθηκε με σαφήνεια ότι οι μερικότερες πράξεις της εκδόσεως και μη πληρωμής των ακάλυπτων επιταγών έγιναν όχι μόνον πριν εκδοθεί η απόφαση που κήρυξε την πτώχευση της ως άνω εταιρείας, αλλά και πριν από την ημέρα που ορίστηκε ως ημέρα παύσεως των πληρωμών της πτωχεύσασας εταιρείας, με συνέπεια να μην αίρεται εξαιτίας της πτωχεύσεώς της ο δόλος του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου που εξέδωσε, ως Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, τις ακάλυπτες επιταγές. Εξάλλου, αβάσιμες είναι και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του περί συνδρομής στο πρόσωπό του και των ελαφρυντικών περιστάσεων της ειλικρινούς μετάνοιας του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ’ του Π.Κ. και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ. και τούτο διότι, ανεξάρτητα από το ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αυτός είχε ζητήσει το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου (84 παρ. 2 περ. α’ Π.Κ.) και επικουρικά τα ως άνω ελαφρυντικά της ειλικρινούς μετάνοιας και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς και αφού του αναγνωρίστηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει το Δικαστήριο στα επικουρικά αιτούμενα απ’ αυτόν ελαφρυντικά, σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τα ως άνω επικουρικά αιτούμενα ελαφρυντικά, δεχόμενο, επί λέξει, τα εξής: ” … Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που του αποδίδεται, απορριπτομένου ως αβασίμου του ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί “άλλως μη δύνασθαι πράττειν”, ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί ισχυρισμό περί ολικής ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής, πλην όμως να αναγνωρισθεί ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι ελαφρυντικές περιστάσεις των άρθρων 84 § 2 περ. α και β Π.Κ., εκ των οποίων το δεύτερο είχε χορηγηθεί και πρωτοδίκως κατ’ εφαρμογή του κανόνα της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου κατ’ άρθρ. 470 εδ. 1 Κ.Π.Δ.. Τουναντίον, δεν πρέπει να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 περ. δ Π.Κ., δεδομένου ότι το ενδεχόμενο ικανοποίησης των δανειστών αυτού μέσω της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν δύναται εννοιολογικά να θεωρηθεί ως “προσπάθεια” (και δη σοβαρή) του κατηγορουμένου να άρει τις συνέπειες των πράξεων αυτού. Επιπροσθέτως απορριπτέο ως μη νόμιμο είναι το αίτημα αυτού να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 περ. ε Π.Κ. δεδομένου ότι δεν εκτίθενται σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του κατά το μετά την πράξη χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η οποία προηγήθηκε, ειμή μόνο περιστατικά που ανάγονται στην κατάσταση της υγείας του αλλά και περιστατικά καλής και συνήθους συμπεριφοράς και ομαλής οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, τα οποία, ωστόσο, δεν επαρκούν για να καταφανθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 περ. ε Π.Κ.”. Ακόμη, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε στις νομικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής, η επιταγή μπορεί να εκδοθεί και μεταχρονολογημένη, δηλαδή να φέρει ημερομηνία εκδόσεως μεταγενέστερη από την πραγματική, και στην περίπτωση αυτή, κατά την αληθή έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 79, 28 και 29 εδάφια α’ και δ’ του Ν. 5960/1933, το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο από την πρώτη απ’ αυτές ως άνω έγκλημα, συντελείται όταν η μεταχρονολογημένη επιταγή εμφανιστεί προς πληρωμή και δεν πληρωθεί ελλείψει αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ανάμεσα στην ημέρα της πραγματικής εκδόσεως και την ημέρα κατά την οποία παρέχεται η προθεσμία προς εμφάνιση, δηλαδή κατ’ άρθρο 56 του Ν. 5960, από την επομένη της πραγματικής εκδόσεως της επιταγής, μέχρι και την όγδοη ημέρα από την επομένη της ημέρας που αναγράφεται σε αυτήν ως ημέρα εκδόσεως, οπότε, αν κατά τον χρόνο αυτόν της εμφανίσεώς της, ο εκδότης μεταχρονολογημένης επιταγής δεν έχει κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, κατά τον χρόνο αυτόν τελεί το ανωτέρω έγκλημα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία ασάφεια ως προς το χρόνο εμφανίσεως των τραπεζικών επιταγών προς πληρωμή και τελέσεως των μερικοτέρων πράξεων του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, η οποία να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής από μέρους της των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται με σαφήνεια ότι οι επιταγές, που ήταν εκδόσεως στις 15.11.2012, στις 30.11.2012, στις 10.12.2012 και στις 20.12.2012 “εμφανίσθηκαν εμπροθέσμως και νομοτύπως προς πληρωμή στις 12.11.2012, 21.11.2012, 30.11.2012 και 11.12.2012 αντίστοιχα και δεν πληρώθηκαν γιατί στον υπ’ αριθ. …08879 λογαριασμό της εταιρίας επί του οποίου σύρονταν τα αξιόγραφα δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε με σχετική μνεία επί εκάστου αξιογράφου από υπαλλήλους της πληρώτριας τράπεζας”, δηλαδή δέχεται με σαφήνεια ότι οι επιταγές εμφανίστηκαν προς πληρωμή πριν από τους χρόνους εκδόσεώς τους και ότι ο χρόνος που εμφανίστηκαν προς πληρωμή οι επιταγές, οπότε και τελέστηκαν και οι μερικότερες πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, βεβαιώθηκε επί του σώματός τους από τους υπαλλήλους της πληρώτριας τράπεζας και κατά συνέπεια δέχεται με σαφήνεια ότι οι χρόνοι εκδόσεώς τους δεν ήταν οι πραγματικοί, αλλά ήταν μεταχρονολογημένες και ως εκ τούτου ουδεμία ασάφεια ως προς τους χρόνους εμφανίσεως των επιταγών και τελέσεως των μερικοτέρων πράξεων του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος δεν υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση που να καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και η απόφαση έχει σαφή αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις και κενά και δεν στερείται νόμιμης βάσης. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, οι υπό στοιχεία Β’ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV και ΣΤ’ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εκ πλαγίου εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι. Σύμφωνα με το άρθρο 128 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο, αν η συνεκδίκαση δεν προκαλεί βλάβη. Το δικαστήριο που δικάζει το βαρύτερο έγκλημα είναι στην περίπτωση αυτή αρμόδιο και για τα άλλα συναφή. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όταν τα συναφή εγκλήματα δικάστηκαν χωριστά στον πρώτο βαθμό και ασκήθηκαν εφέσεις, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για όλα με μία μόνο απόφαση, δηλαδή η συνεκδίκαση των συναφών εγκλημάτων μπορεί να γίνει στην κατ’ έφεση δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι, και σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν προκαλείται βλάβη. Το ενδεχόμενο της προκλήσεως βλάβης ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η άρνηση του οποίου να συνεκδικάσει συναφή εγκλήματα, είτε στον πρώτο, είτε στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, δεν συνεπάγεται ακυρότητα. Αν όμως υποβληθεί, από τους διαδίκους ή τον Εισαγγελέα σαφές και συγκεκριμένο αίτημα συνεκδικάσεως συναφών εγκλημάτων, το δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί σχετικώς με αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., απόφασή του. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο συνήγορος που εκπροσωπούσε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στην κατ’ έφεση δίκη, ζήτησε να συνεκδικαθούν ως συναφείς, τελεσθείσες αμφότερες από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, η παρούσα υπόθεση, που αφορά έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση, με άλλη υπόθεση που εκκρεμούσε κατ’ έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας και που αφορούσε μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών Ι.Κ.Α.. Το Δικαστήριο της ουσίας, αφού αναφέρθηκε στις ως άνω διατάξεις του άρθρου 128 παρ. 1 και 2 του Κ.Ποιν.Δ., απέρριψε το αίτημα συνεκδιάσεως με το ακόλουθο αιτιολογικό (σκεπτικό): “Εν προκειμένω, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου δεν πρέπει να συνεκδικασθεί η υπ’ αριθμ. 1709/28.04.2015 έφεση, κατά της υπ’ αριθμ. 9.820/23.04.2015 αποφάσεως του Γ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης με την υπ’ αριθμ. 3.361/14.10.2015 έφεση του ιδίου κατά της υπ’ αριθμ. 20.589/06.10.2015 αποφάσεως του Δ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καίτοι εκκαλών κατηγορούμενος σε αμφότερες είναι ο Λ. …….. του Α. και συνεπώς τα σχετικά εγκλήματα είναι συναφή με την έννοια του άρθρου 129 περ. α Κ.Π.Δ., καθόσον η ανομοιογένεια των πράξεων και του συνοδεύοντος αυτές αποδεικτικού υλικού θα καταστήσει δυσχερή τον έλεγχο της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξεως με κίνδυνο βλάβης του τελευταίου”. Η αιτιολογία αυτή, με την οποία το Δικαστήριο της ουσίας δέχεται κατά την ανέλεγκτη κρίση του ότι η ανομοιογένεια των πράξεων και του αποδεικτικού υλικού που τις συνοδεύει θα καταστήσει δυσχερή τον έλεγχο της αποδιδόμενης στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο πράξης, με κίνδυνο βλάβης του τελευταίου, είναι η απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως εκ τούτου, ο περί του εναντίου υπό στοιχείο Α’ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος.
Στο άρθρο 171 παρ.1 περ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ. ορίζεται ότι “Ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: 1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν … δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος”. Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών συγκαταλέγεται και το δικαίωμά του σε “δίκαιη δίκη”, δηλαδή το δικαίωμά του στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, οι εκδηλώσεις του οποίου περιγράφονται στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α.. Στην παρ. 1 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι “Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή …. υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου”. Η παραβίαση του δικαιώματος αυτού δημιουργεί την ακυρότητα που αναφέρθηκε, η οποία είναι απόλυτη και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ.. Σύμφωνα με την ερμηνεία που έχει δοθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), η υποχρέωση αμεροληψίας αναφέρεται όχι μόνο στο δικαστήριο, ως δικαιοδοτικό όργανο, αλλά και στα μέλη που το συγκροτούν, ως φυσικά πρόσωπα στα οποία είναι ανατεθειμένη η συγκεκριμένη λειτουργία. Η αμεροληψία οικοδομεί την εμπιστοσύνη, την οποία πρέπει ένα δικαστήριο να εμπνέει στους πολίτες. Η εμπιστοσύνη κλονίζεται, όταν υπάρχουν δεδομένα που μπορούν να θέσουν σε αμφισβήτηση την αμεροληψία. Ένα τέτοιο δεδομένο, που μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του Δικαστή, είναι και όταν αυτός, εκτός δίκης και Δικαστηρίου και πριν από τη δίκη που πρόκειται να δικάσει, εκφράσει και υποστηρίξει συγκεκριμένη γνώμη για τη συγκεκριμένη υπόθεση που πρόκειται να δικάσει. Το γεγονός, όμως, ότι ο Δικαστής που συμμετέχει ως μέλος του Δικαστηρίου έχει δικάσει στην ίδια δικάσιμο ως μέλος του ίδιου Δικαστηρίου και άλλη υπόθεση του ίδιου διαδίκου με διαφορετικό αντικείμενο και έχει ερμηνεύσει και εφαρμόσει κατά συγκεκριμένο τρόπο, που τον αποδέχεται η κρατούσα στη νομολογία άποψη, το νόμο, η έκφραση αυτή της νομικής του άποψης ως προς την ερμηνεία του νόμου, από μόνη της, δεν καθιστά τον συγκεκριμένο Δικαστή μεροληπτικό, ούτε επηρεάζει το αμερόληπτο της κρίσης του για την επόμενη υπόθεση του ίδιου διαδίκου που θα δικάσει, η οποία έχει διαφορετικό αντικείμενο. Στην προκείμενη περίπτωση, εκκρεμούσαν στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την ίδια δικάσιμο, δύο υποθέσεις με κατηγορούμενο τον αναιρεσείοντα. Μία έφεσή του κατά της υπ’ αριθ. 9820/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που τον είχε καταδικάσει για μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών Ι.Κ.Α. και μία έφεσή του κατά της υπ’ αριθ. 20589/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που τον είχε καταδικάσει για κατ’ εξακολούθηση έκδοση ακάλυπτων επιταγών. Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος υπέβαλε αίτημα για να συνεκδικασθούν οι δύο υποθέσεις, πλην όμως το Δικαστήριο αιτιολογημένα, όπως προαναφέρθηκε, απέρριψε το αίτημα για συνεκδίκασή τους και τις δίκασε με τη σειρά τους από το οικείο έκθεμα. Πρώτη εκδικάστηκε η υπόθεση που είχε αντικείμενο την μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών Ι.Κ.Α., στην οποία κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και ακολούθησε η εκδίκαση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που είχε ως αντικείμενο την κατ’ εξακολούθηση έκδοση ακάλυπτων τραπεζικών επιταγών, στην οποία και πάλι κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος. Και στις δύο υποθέσεις προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι δεν είχε δόλο τελέσεως των πράξεων ο κατηγορούμενος διότι είχε πτωχεύσει η εταιρεία της οποίας ήταν Προέδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και ένεκα της πτωχεύσεως δεν μπορούσε αυτός να καταβάλει έγκαιρα τις εργοδοτικές και εργατικές ασφαλιστικές εισφορές στην πρώτη υπόθεση και να πληρώσει τις επιταγές κατά το χρόνο της εμφάνισής τους προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα στη δεύτερη υπόθεση και το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη το νόμο, δέχθηκε, στην μεν πρώτη υπόθεση ότι η μη καταβολή των εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών Ι.Κ.Α. έγινε πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως και πριν από την ημέρα παύσεως των πληρωμών που ορίστηκε με την απόφαση που κήρυξε την πτώχευση και ως εκ τούτου η μεταγενέστερη κήρυξη της πτωχεύσεως δεν επηρέασε το δόλο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων της μη έγκαιρης καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών του Ι.Κ.Α., στην δε δεύτερη υπόθεση ότι η εμφάνιση των επιταγών και η μη πληρωμή τους έγινε πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως και πριν από την ημέρα παύσεως των πληρωμών που ορίστηκε με την απόφαση που κήρυξε την πτώχευση και ως εκ τούτου η μεταγενέστερη κήρυξη της πτωχεύσεως δεν επηρέασε το δόλο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά το χρόνο εμφανίσεως των επιταγών προς πλήρωμή, που ήταν και ο χρόνος τελέσεως των πράξεων της εκδόσεως των ακάλυπτων επιταγών. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ο Προεδρεύων του Δικαστηρίου, Πρωτοδίκης Δ. Γ. και Δ. Φ., όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στην κρινόμενη αίτηση, σε άλλη υπόθεση του αναιρεσείοντος, που είχε το ως άνω διαφορετικό αντικείμενο, έκρινε ότι δεν επηρεάζεται ο δόλος τελέσεως της αξιοποίνου πράξεως της μη έγκαιρης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών Ι.Κ.Α. από πτώχευση του εργοδότη που κηρύχθηκε μετά την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων και που όρισε ως χρόνο παύσεως των πληρωμών χρόνο μεταγενέστερο της τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων, όπως άλλωστε έκριναν και τα υπόλοιπα μέλη του Δικαστηρίου, από μόνο του, δεν δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς το αμερόληπτο της κρίσεως του και δεν τον καθιστούσε μεροληπτικό Δικαστή στη δεύτερη υπόθεση που θα δίκαζε το ίδιο Δικαστήριο και η οποία μάλιστα είχε και διαφορετικό αντικείμενο. Ως εκ τούτου, ο περί του εναντίου υπό στοιχείο Ε’ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας λόγω παραβιάσεως του δικαιώματος του από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. να δικασθεί από αμερόληπτο Δικαστή και από αμερόληπτο Δικαστήριο, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. α του Κ.Ποιν.Δ. απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του Οργανισμού Δικαστηρίων και του νόμου περί μικτών ορκωτών δικαστηρίων για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσης του. Η ακυρότητα αυτή δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της απόφασης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ.. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 στοιχ. Β’ παρ. 1 του Ν. 1756/1988 “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών”, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 του Ν. 1868/1989, ακολούθως από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2172/1993 και ακολούθως με το άρθρο 93 παρ.5Α του Ν.4139/2013 και αναριθμήθηκαν οι παράγραφοί του με το 32 παρ. 3 και 4 αντίστοιχα του Ν. 4509/2017, “1. Σε όσα Πρωτοδικεία και Εφετεία, καθώς και στις αντίστοιχες Εισαγγελίες προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση. …. Στους πίνακες που καταρτίζονται από την Ολομέλεια, περιλαμβάνεται ο ανάλογος με τις ανάγκες του δικαστηρίου αριθμός δικαστών, μεταξύ των οποίων γίνεται η κλήρωση των τακτικών και αναπληρωματικών, κατά τις επόμενες παραγράφους. 2. Η κλήρωση για την κατάρτιση των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων στις δικάσιμους κάθε μήνα γίνεται από το πρώτο τριμελές πλημμελειοδικείο ή τριμελές ποινικό εφετείο στην πρώτη δικάσιμο του δεύτερου δεκαήμερου του προηγούμενου μήνα και, αν δεν υπάρχει ή ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο, γίνεται την επόμενη δικάσιμο ή εργάσιμη ημέρα αντίστοιχα. 3. Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ’ αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα: Στο πρωτοδικείο: α) όλων των προέδρων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και ανάλογος, προς τις υπηρεσιακές ανάγκες, αριθμός προέδρων των τριμελών πλημμελειοδικείων, β) των αρχαιότερων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των υπόλοιπων τριμελών πλημμελειοδικείων, γ) όλων των υπόλοιπων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, των τριμελών πλημμελειοδικείων και οι δικαστές των μονομελών πλημμελειοδικείων, δ) των παρέδρων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται μέλη στις συνθέσεις τριμελών πλημμελειοδικείων. …. 4. Με βάση τους πιο πάνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός. Αν εξαντληθούν οι κλήροι πριν συμπληρωθούν όλες οι συνθέσεις, τοποθετούνται πάλι στην κληρωτίδα. Δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του ίδιου δικαστικού έτους έχουν κληρωθεί κατ’ επανάληψη, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν με προσφυγή στο τριμελές συμβούλιο ή στον προϊστάμενο της εισαγγελίας την εξαίρεση τους από την κλήρωση του επόμενου μήνα. Στην κληρωτίδα δεν τίθενται τα ονόματα των δικαστικών λειτουργών που έχουν συμπληρώσει την ανάλογη μηνιαία υπηρεσία. Στο δικαστήριο που ενεργεί την κλήρωση μετέχουν δύο γραμματείς, οι οποίοι τηρούν τα πρόχειρα πρακτικά χωριστά με χρήση χημικού χάρτη σε δύο όμοια πρωτότυπα ο καθένας, τα οποία υπογράφονται στην έδρα από τα μέλη της σύνθεσης. Το ένα από αυτά αναρτάται αμέσως στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου. 5. Με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς και οι σύνεδροι δικαστές και δεύτεροι εισαγγελείς. 6. Ο κανονισμός του δικαστηρίου και, αν δεν υπάρχει, η πράξη του προέδρου του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ρυθμίζει τις λοιπές λεπτομέρειες της διαδικασίας της κλήρωσης. 7.α. Αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται παρά μόνον από τον αναπληρωματικό δικαστή και εισαγγελέα αντιστοίχως, που ορίζεται κατά τη διαδικασία των παραγράφων 4 και 5, για λόγους ασθενείας ή ανυπέρβλητης υπηρεσιακής ή προσωπικής ανάγκης του κληρωθέντος μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου. Ο λόγος της αναπλήρωσης αναγράφεται στα πρακτικά του δικαστηρίου. …. 10. Η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης”. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε, συμμετείχε ως Προεδρεύων Πλημμελειοδίκης του Δικαστηρίου ο Πρωτοδίκης Διονύσιος Γιαννούλης, ο οποίος ορίστηκε με κλήρωση από τον πίνακα των αρχαιοτέρων Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, από τους οποίους κληρώνονται οι Πρόεδροι των υπολοίπων Τριμελών Πλημμελειοδικείων, για τα οποία δεν επαρκούν οι Πρόεδροι Πρωτοδικών, χωρίς να προβάλει αντίρρηση κανένας παράγοντας της δίκης για τη συμμετοχή του στη σύνθεση του Δικαστηρίου και χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε ακυρότητα από μέρους του κατηγορουμένου. Επομένως, ενόψει όλων όσων προαναφέρθηκαν, η συμμετοχή του ως άνω Πρωτοδίκη ως Προεδρεύοντος στη σύνθεση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε νόμιμα, κατόπιν κληρώσεώς του από πίνακα των αρχαιοτέρων Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που θα κληρώνονταν ως Προεδρεύοντες για τα υπόλοιπα Τριμελή Πλημμελειοδικεία για τα οποία δεν επαρκούσαν οι Πρόεδροι Πρωτοδικών, και ως εκ τούτου δεν χρειαζόταν να αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι κωλύονταν να προεδρεύσουν οι Πρόεδροι Πρωτοδικών, αλλ’ αρκούσε το ότι αναφερόταν στα πρακτικά ότι ορίστηκε η σύνθεση του Δικαστηρίου μετά από κλήρωση και ουδεμία ακυρότητα από κακή σύνθεση, ανεξάρτητα από το ότι δεν προτάθηκε από τον κατηγορούμενο τέτοια ακυρότητα πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (άρθ. 17 στοιχ. Β’ παρ. 10 Ν. 1756/1988) και ουδεμία παραβίαση του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. για δίκαιη δίκη από φυσικό δικαστή επήλθε εκ του ότι άσκησε καθήκοντα Προεδρεύοντος ο ως άνω Πρωτοδίκης, που νόμιμα είχε κληρωθεί για να ασκήσει τα καθήκοντα αυτά στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ο δε περί του εναντίου υπό στοιχείο Ζ’ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 2 και 369 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. , σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ’ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο, καθώς και παραβίαση των αρχών περί προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας, εκ της οποίας δημιουργείται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Γ’ Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως. Τέτοια όμως ακυρότητα και παραβίαση της δημοσιότητας της διαδικασίας, δεν επέρχεται όταν το έγγραφο που λήφθηκε υπόψη χωρίς να αναγνωσθεί αναφέρεται διηγηματικά στην προσβαλλόμενη απόφαση ή αν για το έγγραφο αυτό υπάρχει αναφορά σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως στην κατάθεση εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρος η σε άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα. Επίσης, δεν είναι αναγκαίο να αναγνωσθούν στο ακροατήριο τα διαδικαστικά έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, τα οποία δεν είναι έγγραφα της αποδεικτικής διαδικασίας και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, ούτε επέρχεται η συνιστώσα λόγο αναιρέσεως απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και η συνιστώσα λόγο αναιρέσεως παραβίαση της δημοσιότητας της διαδικασίας, όταν το δικαστήριο, για τον σχηματισμό της περί ενοχής ή όχι του κατηγορουμένου κρίσης του, έλαβε υπόψη του μη δημοσίως αναγνωσθέν έγγραφο, εφόσον τούτο αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου και εντεύθεν αναπόσπαστο μέρος της σε βάρος του κατηγορουμένου ασκηθείσας ποινικής δίωξης, για κάποιο έγκλημα, αφού αυτός, προς αντίκρουση του εγγράφου τούτου, μπορεί, κατ’ άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ., να εκθέσει τις απόψεις του και να δώσει τις περί αυτού αναγκαίες εξηγήσεις, διότι γνωρίζει το περιεχόμενό του, αφού τούτο αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου και μνημονεύεται στο επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον υπό στοιχείο Η’ λόγο της κρινόμενης αιτήσεως προβάλει την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας έχει λάβει υπόψη του έγγραφο μη αναγνωσθέν. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη τον υπ’ αριθ. … τραπεζικό λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς, επί του οποίου εκδόθηκαν οι τραπεζικές επιταγές και ο οποίος αναφέρεται τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, χωρίς αυτός να αναγνωσθεί κατά την ακροαματική διαδικασία και δίχως να έχει αυτός τη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με αυτόν. Όμως, ο αριθμός του ως άνω τραπεζικού λογαριασμού αναφερόταν στις αναγνωσθείσες ακάλυπτες τραπεζικές επιταγές, αφού ήταν ο λογαριασμός από τον οποίο θα πληρώνονταν οι επιταγές, καθώς επίσης και στο διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης, αλλά ακόμη και στο κατηγορητήριο, ως αναπόσπαστο μέρος της σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ασκηθείσας ποινικής δίωξης. Έτσι, ανεξάρτητα από το ότι δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ως έγγραφο αποδεικτικό μέσο που έλαβε αυτή υπόψη της, αλλά ως ο αριθμός του λογαριασμού που προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία και από τον οποίο θα έπρεπε να πληρωθούν οι επιταγές, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος γνώριζε το λογαριασμό αυτό και τον αριθμό του, αφού αυτός αναφερόταν στο κατηγορητήριο, στο διατακτικό της πρωτόδικης αποφάσεως και στις τραπεζικές επιταγές που αναγνώστηκαν, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, και μπορούσε αυτός να τον αντικρούσει και να εκθέσει τις απόψεις του ή να δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις κατά το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. και ως εκ τούτου δεν έχει στερηθεί κανένα υπερασπιστικό του δικαίωμα και δεν υπάρχει καμμιά ακυρότητα ή παραβίαση του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α.. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ουδεμία ακυρότητα επήλθε από το ότι ο ως άνω λογαριασμός δεν αναγνώστηκε δημοσίως, ενώ λήφθηκε υπόψη για τον σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης του κατηγορουμένου και ούτε παραβιάστηκε από τη μη ανάγνωσή του η δημοσιότητα της διαδικασίας και ο υπό στοιχείο Η’ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ και Γ’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ του Κ.Ποιν.Δ. απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και της παραβιάσεως της δημοσιότητας της διαδικασίας, είναι αβάσιμος.
Τέλος, ο αναιρεσείων, με τον υπό στοιχείο Θ’ λόγο αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεώς του, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που είχε δικάσει κατ’ έφεση, την πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας και της απόλυτης ακυρότητας, επειδή δεν ασχολήθηκε καθόλου με τους ειδικούς και σαφείς λόγους που είχε στην έφεσή του, τους οποίους όμως ειδικούς λόγους δεν προσδιορίζει στην κρινόμενη αίτησή του, αλλ’ ούτε και αναφέρει αν αυτούς του ανέπτυξε και προφορικά στο κατ’ έφεση δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, όπως επιβαλλόταν από την αρχή της προφορικότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 331 Κ.Ποιν.Δ.), για να καταστούν αντικείμενο της κατ’ έφεση συζητήσεως και να εξετασθούν από το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός της κρινόμενης αιτήσεως είναι αόριστος, ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και ως εκ τούτου απαράδεκτος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-12-2016 δήλωση – αίτηση του Λ. … του Α. και της Β., κατοίκου … η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 27-12-2016, για αναίρεση της 10934/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος ο Αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ