Αίρονται και τα τελευταία εμπόδια για την εμβληματική επένδυση στο Ελληνικό καθώς το Συμβούλιο της Επικρατείας με αποφάση της Ολομελείας του έκρινε νόμιμες τις διαδικασίες που έχουν ακολουθηθεί σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις, τις μελέτες και την οργάνωση τους για θέματα περιβάλλοντος.
Η σημερινή αποφάση έρχεται σε συνέχεια πρόσφατων αποφάσεων – πάλι της Ολομέλειας του ΣτΕ – που είχαν και εκείνες λύσει θέματα που αφορούσαν την επένδυση.
Σήμερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ,με την υπ΄ αριθμ. 1761 απόφαση της (πρόεδρος η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγητή τιου Σύμβουλο Επικρατείας Χρήστο Ντουχάνης), έκρινε κρίθηκε και πάλι τη νομιμότητα του από 28.2.2018 προεδρικού διατάγματος «Έγκριση του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ) του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά Περιφέρειας Αττική» (Α.Α.Π. 35), συνολικής εκτάσεως 6.008.076,24 τ.μ., με τον καθορισμό περιοχών και ζωνών, καθώς και χρήσεων, όρων και περιορισμών δόμησης.
Αναλυτικότερα, το ΣτΕ αρχικώς, επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενο των προγενέστερων αποφάσεων του σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και περαιτέρω, ότι πολλές από τις πλημμέλειες της μελέτης, που είχαν προβληθεί, αφορούσαν την εφαρμογή συστήματος ελέγχου των περιβαλλοντικών συνεπειών του σχεδίου, ζήτημα το οποίο, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, ανακύπτει μετά την έγκριση του σχεδίου, και, πάντως, εν προκειμένω, η ΣΜΠΕ είχε προνοήσει για την καθιέρωση συστήματος περιβαλλοντικής παρακολούθησης.
Κρίθηκε, ειδικότερα, ότι «νομίμως προβλέπεται η κατάρτιση επιμέρους συμπληρωματικών μελετών, βάσει των οποίων θα λάβει χώρα η περαιτέρω πρόοδος και εφαρμογή του ΣΟΑ, το γεγονός δε ότι αυτές δεν έχουν ακόμη εκπονηθεί δεν συνιστά πλημμέλεια ή έλλειψη της Σ.Μ.Π.Ε. ή, πολύ περισσότερο, του σχεδίου, αφού αυτά προβλέπονται ως μέρος “συστήματος περιβαλλοντικής παρακολούθησής” του».
Κρίθηκε, ακόμη, σύμφωνα κατά την ανακοίνωση πάντα, ότι, «κατά την έννοια της διαδικαστικού χαρακτήρα οδηγίας 2001/42/ΕΚ, οι απόψεις που διατυπώνονται κατά τη διαβούλευση επί σχεδίου ή προγράμματος και της καταρτιζόμενης ΣΜΠΕ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης με την οποία εγκρίνεται το σχέδιο, η αξιολόγηση, όμως, των πληροφοριών αυτών, αλλά και των επ’ αυτών ισχυρισμών των συμμετασχόντων στη διαβούλευση, δεν είναι υποχρεωτικό να προσλαμβάνει τη μορφή ρητής αντίκρουσης όσων από αυτούς δεν είναι ουσιώδεις, κατά μείζονα δε λόγο δεν είναι υποχρεωτικό να οδηγεί στην τροποποίηση του σχεδίου, η οποία, μάλιστα, θα έθετε, ενδεχομένως, ζήτημα νέας διαβούλευσης».
Έτσι, κρίθηκαν, «απορριπτέοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως, που σχετίζονταν με την πλημμελή εξέταση ισχυρισμών των αιτούντων, που προτάθηκαν κατά την προηγηθείσα της εγκρίσεως του προσβαλλομένου διατάγματος διαβούλευση, με τις εξής ειδικότερες διακρίσεις:
α) Λόγοι που αφορούσαν σε ζητήματα που τεθήκαν πράγματι, κατά τη διαβούλευση από το ενδιαφερόμενο κοινό σχετικά με διάφορες ρυθμίσεις του σχεδίου, απορρίφθηκαν διότι οι σχετικοί ισχυρισμοί αξιολογήθηκαν σε εκτεταμένο υπόμνημα της αρχής σχεδιασμού (ΤΑΙΠΕΔ) και, επομένως “λήφθηκαν υπόψη”, κατά τη διαδικαστική έννοια της οδηγίας (περιβαλλοντικές επιπτώσεις των συνοδών σχεδίων και έργων, φερόμενη πλημμέλεια της μελέτης των επιπτώσεων του σχεδίου στα λιβάδια Ποσειδωνίας που, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, υπάρχουν στη θαλάσσια περιοχή αναφοράς του σχεδίου, πλημμελής εξέταση των οχλήσεων κατά τη φάση κατασκευής των έργων, ιδίως από τη μακρόχρονη λειτουργία εργοταξίων κ.λπ.) περαιτέρω δε, η κατ’ ουσίαν αντιμετώπισή τους υπήρξε επίσης νόμιμη,
β) Λόγοι που αναφέρονται σε ισχυρισμούς που προτάθηκαν κατά τη διαβούλευση, όμως δεν αφορούσαν, κατ’ ακριβολογία, τη νομιμότητα του σχεδίου, αλλά είτε την επιστημονική αρτιότητα της ΣΜΠΕ είτε το ουσιαστικό περιεχόμενό της, απορρίφθηκαν είτε διότι οι σχετικοί ισχυρισμοί “ελήφθησαν υπόψη” και απορρίφθηκαν κατά τη διαβούλευση με νόμιμες ουσιαστικές κρίσεις (συντελεστής δόμησης, επιμερισμός δόμησης στις ζώνες πολεοδόμησης κ.λπ.) είτε διότι οι σχετικοί ισχυρισμοί στηρίχθηκαν σε αμφισβητούμενες παραδοχες που δεν επιβεβαιώνονται από το προσβαλλόμενο διάταγμα (μη συνυπολογισμός συντελεστή κοινωφελών χρήσεων, ανακριβής υπολογισμός έκτασης χώρων πρασίνου εντός του μητροπολιτικού πάρκου, εσφαλμένος υπολογισμός πληθυσμού κατοίκων κ.λπ.).
γ) Λόγοι αναφερόμενοι σε πλημμέλειες της διαβούλευσης σε σχέση με ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν αποτελούν, κατά το νόμο, αντικείμενο ούτε της ΣΜΠΕ ούτε, κατά συνεκδοχή, της ίδιας της διαβούλευσης απορρίφθηκαν είτε διότι οι σχετικοί ισχυρισμοί αναφέρονταν στην ίδια την ιδιωτικοποίηση των ακινήτων που συγκροτήθηκαν στον Μητροπολιτικό Πόλο, ως προς την οποία έγινε αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ που είχαν κρίνει το ζήτημα αυτό, είτε αναφέρονταν στη διαγωνιστική διαδικασία ανάδειξης επενδυτή, τη διαφάνειά της και τον καθορισμό τιμήματος, χωρίς, όμως, να συνδέονται με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου σχεδίου, είτε, ακόμη, είχαν υποθετικό και θεωρητικό χαρακτήρα, είτε, τέλος, διότι έτσι όπως προβλήθηκαν, δεν αφορούσαν στο συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά θα μπορούσαν να προβληθούν κατά κάθε σχεδίου, ιδίως δε κατά αυτών που προστατεύουν και αναβαθμίζουν το περιβάλλον (π.χ. αύξηση της αξίας της γης γειτονικών περιοχών συνεπεία του σχεδίου), ορισμένοι δε από αυτούς “ελήφθησαν”, παρά ταύτα, “υπόψη”, κατά την έννοια της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ».
Στη συνέχεια κρίθηκε ότι «νομίμως η ΣΜΠΕ απέρριψε τη μηδενική λύση ως ανορθολογική, αφού η διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης με τα διεξοδικώς περιγραφόμενα και μη αμφισβητούμενα από τους αιτούντες αρνητικά χαρακτηριστικά, θεωρήθηκε ότι αντενδείκνυται από πάσης απόψεως στην πρόσδοση βιώσιμης χωρικής ταυτότητας στην έκταση, τούτο δε ανεξαρτήτως του προηγηθέντος ν. 4062/2012 και των γενικών κατευθύνσεων που είχε ο ίδιος προκρίνει για την αξιοποίησή της. Νομίμως, εξάλλου, στο πλαίσιο της ΣΜΠΕ εξετάσθηκαν και αξιολογήθηκαν, ως εναλλακτικές λύσεις, όσες είχαν μελετηθεί κατά το παρελθόν, είτε πριν από το ν. 4062/2012, είτε μετά από αυτόν, επελέγη δε και μελετήθηκε περαιτέρω η εναλλακτική λύση που απετέλεσε το κατ’ εξοχήν αντικείμενο της ΣΜΠΕ και ήταν η τελικώς υιοθετηθείσα. Περαιτέρω, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός ότι μη νομίμως δεν εξετάσθηκε, ως εναλλακτική λύση, η πολεοδόμηση της περιοχής κατά τη συνήθη διαδικασία, διότι, όπως κρίθηκε, η δημιουργία μιας κλασικού τύπου πόλης και, μάλιστα, ιδιωτικής, στη θέση του υφισταμένου σήμερα αστικού κενού, δεν θα συνιστούσε “εναλλακτική λύση” του παρόντος σχεδίου, το οποίο προβλέπει τη δημιουργία Μητροπολιτικού Πόλου με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (προσέλκυση επενδύσεων, τόνωση επιχειρηματικής καινοτομίας, εφαρμογή προτύπου αστικής ανασυγκρότησης, δημιουργία υπερεθνικού τουριστικού πόλου κ.λπ.), αλλά θα αποτελούσε σχέδιο άλλης μορφής και διαφορετικής τυπολογίας, δηλαδή, απλή επέκταση του σχεδίου πόλεως με συνήθη ρυμοτόμηση, χωρίς, μάλιστα, να τεκμηριώνεται η συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων γι’ αυτό, και θα ισοδυναμούσε με απλή επέκταση της Αθήνας και άνευ λόγου επιβάρυνση της φέρουσας ικανότητάς της, παραβιάζοντας το ειδικό νομοθετικό πλαίσιο για την έκταση, δηλαδή τόσο το ν. 4062/2012 όσο, και ιδίως, το ν. ΡΣΑ (ν. 4277/2014)».
Τέλος, απορρίφθηκαν, τέλος, ειδικοί λόγοι σχετικοί με τη μετεγκατάσταση του αμαξοστασίου μέσων σταθερής τροχιάς από την έκταση και την, κατά τους αιτούντες, εκτροπή του ρέματος των Τραχώνων στο σημείο των εκβολών του.