Μια σημαντική απόφαση που αφορά εκατοντάδες εργαζόμενους οι οποίοι έχασαν δικαιώματα και παροχές τα χρόνια της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, εξέδωσε δευτεροβάθμιο δικαστήριο της χώρας και συγκεκριμένα το Εφετείο Πατρών. Με την απόφαση δικαιώθηκαν εργαζόμενοι σε καζίνο, οι οποίοι είχαν απολυθεί αλλά η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους είχε κριθεί άκυρη.
Μια σημαντική απόφαση που αφορά εκατοντάδες εργαζόμενους οι οποίοι έχασαν δικαιώματα και παροχές τα χρόνια της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, εξέδωσε δευτεροβάθμιο δικαστήριο της χώρας και συγκεκριμένα το Εφετείο Πατρών. Με την απόφαση δικαιώθηκαν εργαζόμενοι σε καζίνο, οι οποίοι είχαν απολυθεί αλλά η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους είχε κριθεί άκυρη.
Συγκεκριμένα με την απόφαση του Εφετείου Πατρών επικυρώθηκαν οι αγωγές που είχαν καταθέσει οι πρώην εργαζόμενοι κατά της εργοδότριας εταιρείας ζητώντας την καταβολή αποδοχών υπερημερίας για το διάστημα από 1.1.2012 έως 1.1.2015. Το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η εργοδότρια εταιρεία θα έπρεπε να είχε αποδεχθεί, βάση δικαστικής απόφασης, τις υπηρεσίες των τριών υπαλλήλων της, αφού οι καταγγελία των συμβάσεων τους είχε κριθεί άκυρη, αλλά δεν έπραξε.
Αρχικά, οι τρεις εργαζόμενοι είχαν δικαιωθεί δικαστικά σε πρώτο βαθμό. Ωστόσο, οι υπεύθυνοι του καζίνου προσέφυγαν στο Εφετείο υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κρίνοντας άκυρη την απόλυσή τους, προέβη σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Και αυτό διότι – όπως υποστήριζε η εταιρεία – το δικαστήριο, δέχθηκε ότι οι συμβάσεις εργασίες των υπαλλήλων ήταν έγκυρες παρά το γεγονός ότι εκείνοι δεν διέθεταν δελτίο καταλληλότητας. Ακόμη, η εταιρεία ανέφερε ότι βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση, ότι έχει μεγάλα χρέη προς το δημόσιο και τους φορείς ασφάλισης αλλά και τους εργαζόμενους της και γενικότερα ότι αντιμετωπίζει μεγάλη μείωση των εσόδων της λόγω της οικονομικής ύφεσης που την οδήγησε στο άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης και στην επίτευξη σχετικής συμφωνίας με τους πιστωτές της.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την απόφασή του απέρριψε τους ισχυρισμούς της εταιρείας κρίνοντας ότι η δεινή οικονομική κατάσταση της στην οποία έχει περιέλθει «δεν καθιστά την επιδίωξη εκ μέρους των εναγόντων των επίδικων αποδοχών υπερημερίας καταχρηστική». Άλλωστε, όπως αναφέρεται στην απόφαση, στα συμφωνητικά εξυγίανσης που υπέγραψε η εταιρεία με τους πιστωτές της υπάρχει πρόβλεψη για την εξόφληση των οφειλομένων σε εργαζόμενους της.
Επιπλέον, το δικαστήριο απέρριψε και τον ισχυρισμό της εταιρείας ότι οι συμβάσεις εργασίας των υπαλλήλων της ήταν άκυρες λόγω έλλειψης δελτίου καταλληλότητας.
Το ιστορικό
Οι τρεις υπάλληλοι εργάζονταν στο καζίνο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Οι δυο πρώτοι εξ αυτών είχαν προσληφθεί το 1996 και ο τρίτος το 1998. Όλοι τους κατά το χρόνο της πρόσληψης τους διέθεταν το δελτίο καταλληλότητας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης παρείχαν, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη δικαστική απόφαση «τις υπηρεσίες τους με συνέπεια και επαγγελματισμό, γεγονός που δικαιολογεί εξάλλου τη μακρόχρονη απασχόληση τους στην εναγόμενη εταιρία, που διήρκεσε χωρίς προβλήματα ως τις 2.6.2008, όταν και η εταιρεία τους κοινοποίησε τις απολύσεις τους».
Μετά και την έκδοση και της δευτεροβάθμια απόφασης που έκρινε άκυρη την απόλυσή τους, οι τρεις υπάλληλοι ζήτησαν από την εταιρεία να συνεχίσει να τους απασχολεί στην επιχείρηση. Από την πλευρά της η εταιρεία «δια των νομίμων εκπροσώπων της, τους διαβεβαίωνε ότι πράγματι θα τους απασχολούσε στη επιχείρηση της, πλην όμως ήθελε χρόνο προκειμένου να ολοκληρώσει τις τυπικές διαδικασίες για την επαναπασχόλησής τους».
Οι τρεις υπάλληλοι «πειθόμενοι στις διαβεβαιώσεις της, δεν ήθελαν να δημιουργήσουν κλίμα όξυνσης και ανέμεναν την επαναπασχόλησή τους». Ωστόσο, αιφνιδιαστικά όπως αναφέρεται στην απόφαση, η εργοδότρια εταιρεία άσκησε έφεση πέντε ημέρες πριν την συμπλήρωση της τριετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης.
Η έφεση εκδίκαση και οι υπάλληλοι δικαιώθηκαν, καθώς το δικαστήριο, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Στη συνέχεια, οι εργαζόμενοι ζήτησαν και πάλι από την εταιρεία να τους απασχολήσει αλλά και να τους καταβάλει του μισθούς υπερημερίας, κάτι όμως που δεν έγινε.
Έτσι, προσέφυγαν ξανά στη δικαιοσύνη, η οποία και τους δικαίωσε ξανά.