Δικαστήριο ΕΕ: Η αποκατάσταση ζημίας όπως η απώλεια μισθού εμπίπτει στην έννοια της «περαιτέρω αποζημίωσης» – Τα συστατικά στοιχεία της ζημίας καθορίζονται από τον εθνικό δικαστή
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με πρόσφατη απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε το ζήτημα του κατά πόσον επιβάτης πτήσης που υπέστη απώλεια μισθού συνεπεία άρνησης επιβίβασης δικαιούται αποζημίωση.
Ειδικότερα, με τη δημοσιευθείσα στις 29-07-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 [κανονισμός για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζηµίωσης των επιβατών αεροπορικών µεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και µαταίωσης ή µεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισµού] ποσό δεν αποσκοπεί στην αποκατάσταση ζημίας, όπως η απώλεια μισθού.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι για τη ζημία αυτή μπορεί να καταβληθεί η περαιτέρω αποζημίωση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, καθώς και ότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει και να εκτιμήσει τα διάφορα συστατικά στοιχεία της εν λόγω ζημίας, καθώς και την έκταση της αποζημίωσης για τη ζημία αυτή, στηριζόμενο στην κατάλληλη νομική βάση.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, ο κανονισμός (ΕΚ) 261/2004, επιτρέπει στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να εκπέσει τη χορηγούμενη δυνάμει του ως άνω κανονισμού αποζημίωση από την περαιτέρω αποζημίωση αλλά δεν το υποχρεώνει να προβεί στην έκπτωση αυτή, ο δε κανονισμός αυτός δεν τάσσει στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορεί να προβεί στην ως άνω έκπτωση. Ακόμα, ο ως άνω κανονισμός υποχρεώνει τον πραγματικό αερομεταφορέα να παράσχει στους ενδιαφερόμενους επιβάτες πλήρη στοιχεία ως προς όλες τις δυνατότητες που προβλέπει η δεύτερη από τις διατάξεις αυτές, οι δε ενδιαφερόμενοι επιβάτες δεν έχουν καμία υποχρέωση να συμβάλουν ενεργά στην αναζήτηση των σχετικών πληροφοριών.
Τέλος, κατά το ΔΕΕ, ο πραγματικός αερομεταφορέας φέρει το βάρος να αποδείξει ότι η μεταφορά με άλλη πτήση ή άλλο μεταφορικό μέσο πραγματοποιήθηκε το νωρίτερο δυνατόν.
Ιστορικό της υπόθεσης
Οι ενάγοντες της κύριας δίκης πραγματοποίησαν στην Blue Air κράτηση δύο αεροπορικών εισιτηρίων προκειμένου να μεταβούν, στις 6 Σεπτεμβρίου 2016, από το Μπακάου (Ρουμανία) στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), τόπο στον οποίο είναι εγκατεστημένοι και στον οποίο εργάζονται.
Κατά τη στιγμή της επιβίβασης, οι ενάγοντες της κύριας δίκης ενημερώθηκαν ότι η πτήση θα εκτελούνταν με σκάφος άλλο από εκείνο που είχε προβλεφθεί αρχικώς και ότι, εξαιτίας της μειωμένης δυναμικότητας θέσεων στο δεύτερο αυτό αεροσκάφος, δεν ήταν πλέον δυνατόν να επιβιβαστούν.
Κατά συνέπεια, η μεταφορά των εναγόντων της κύριας δίκης προγραμματίστηκε για άλλη πτήση της Blue Air, αυτοί δε αφίχθησαν στο Λονδίνο στις 11 Σεπτεμβρίου 2016.
Κατόπιν των γεγονότων αυτών, η Blue Air προσέφερε σε καθέναν από τους ενάγοντες της κύριας δίκης ένα δωρεάν αεροπορικό εισιτήριο το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί έως τις 24 Μαρτίου 2017, προσφορά την οποία αυτοί απέκρουσαν για τον λόγο ότι η ζημία την οποία είχαν υποστεί υπερέβαινε την αξία ενός αεροπορικού εισιτηρίου.
Εν συνεχεία, η Blue Air προσέφερε στους ενάγοντες της κύριας δίκης, επί τη βάσει του κανονισμού (EK) 261/2004, αντισταθμιστική παροχή ύψους 400 ευρώ κατ’ άτομο. Συναφώς, οι ενάγοντες της κύριας δίκης θεώρησαν ότι η ως άνω αντισταθμιστική παροχή αποσκοπούσε μόνο στην ικανοποίηση της προκληθείσας ηθικής βλάβης και όχι στην αποκατάσταση της υλικής ζημίας, η οποία εμπίπτει στην έννοια της «περαιτέρω αποζημίωσης».
Οι ενάγοντες της κύριας δίκης άσκησαν ως εκ τούτου αγωγή ενώπιον του Judecătoria Bacău (μονομελούς πρωτοδικείου Μπακάου, Ρουμανία). Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ζήτησαν να υποχρεωθεί η Blue Air να τους καταβάλει, αντιστοίχως, 437 ευρώ και 386 ευρώ προς αποκατάσταση υλικής ζημίας συνιστάμενης σε παρακράτηση μισθού. Εν συνεχεία, οι ενάγοντες της κύριας δίκης παρείχαν διευκρινίσεις σχετικά με το πραγματικό ύψος των απολεσθέντων μισθών τους. Επιπλέον, οι ενάγοντες της κύριας δίκης ζήτησαν έκαστος το ποσό των 1.500 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης. Υποστήριξαν εξάλλου ότι κατά του R.-L. Rusu είχε κινηθεί διαδικασία απόλυσης αλλά ότι τελικώς του επιβλήθηκε μόνον η ποινή της επίπληξης.
Η Blue Air υποστήριξε ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης δεν εδικαιούντο αποζημίωση πέραν των 400 ευρώ που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (EK) 261/2004 για τον λόγο ότι δεν είχαν ρητώς ζητήσει να μεταφερθούν ταχύτερα, με άλλη αεροπορική εταιρία και με άλλο δρομολόγιο, και είχαν δεχθεί την πτήση της 11ης Σεπτεμβρίου 2016. Εξάλλου, η Blue Air υποστήριξε ότι, αν οι ενάγοντες της κύριας δίκης είχαν ζητήσει εναλλακτική πτήση, θα είχε αναζητήσει μια πτήση που να τους επιτρέψει να φθάσουν στον προορισμό τους.
Το Judecătoria Bacău (μονομελές πρωτοδικείο Μπακάου) δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρεώνοντας την Blue Air να καταβάλει σε καθέναν από τους ενάγοντες της κύριας δίκης 400 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους και απορρίπτοντας τα λοιπά αιτήματά τους.
Τόσο οι ενάγοντες της κύριας δίκης όσο και η Blue Air άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως του Judecătoria Bacău ενώπιον του Tribunalul Bacău (πρωτοδικείο Μπακάου, Ρουμανία), το οποίο κρίνει αναγκαίο να διευκρινιστούν ορισμένες πτυχές της ερμηνείας των άρθρων 4, 7, 8 και 12 του κανονισμού (EK) 261/2004.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunalul Bacău αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα προκειμένου να λάβει διευκρινίσεις σχετικά με τις διατάξεις περί «αποζημίωσης» και «περαιτέρω αποζημίωσης», καθώς και με το είδος ζημίας για την οποία γεννάται υποχρέωση αποζημίωσης, στα πλαίσια του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο διευκρινίζει, καταρχάς, ότι τα ποσά τα οποία καθορίζει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 αποσκοπούν στην αποκατάσταση, με τυποποιημένο και άμεσο τρόπο, των ζημιών που συνίστανται στην ταλαιπωρία την οποία προκαλεί, μεταξύ άλλων, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, η άρνηση επιβίβασης κατά την αεροπορική μεταφορά επιβατών, χωρίς αυτοί να είναι αναγκασμένοι να υποστούν την επιβάρυνση που εκ φύσεως συνεπάγεται η άσκηση αγωγής αποζημίωσης ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων. Τα δε ως άνω κατ’ αποκοπήν ποσά έχουν σκοπό την αποκατάσταση μόνο των ζημιών που είναι σχεδόν πανομοιότυπες για όλους τους ενδιαφερόμενους επιβάτες
Αντιθέτως, κατά το Δικαστήριο, ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 ούτε ο κανονισμός αυτός στο σύνολό του προβλέπουν την αποκατάσταση των ατομικών ζημιών που είναι σύμφυτες προς τον λόγο της μετακινήσεως των ενδιαφερόμενων επιβατών, των οποίων η αποκατάσταση προϋποθέτει την κατά περίπτωση εκτίμηση της εκτάσεως της προκληθείσας βλάβης και για τις οποίες, επομένως, η αποζημίωση μπορεί να υπολογιστεί μόνον εκ των υστέρων και κατά τρόπο εξατομικευμένο.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι μια απώλεια μισθού, όπως στην υπόθεση εν προκειμένω, πρέπει να θεωρηθεί ατομική ζημία η οποία είναι σύμφυτη προς την ιδιαίτερη κατάσταση των ενδιαφερόμενων επιβατών, επιβάλλει δε την κατά περίπτωση εκτίμηση της εκτάσεως της κατ’ αυτόν τον τρόπο προκληθείσας βλάβης. Κατά συνέπεια, μια τέτοια ζημία δεν εμπίπτει στην κατ’ αποκοπήν αποζημίωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004.
Επιπλέον, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 δεν αποκλείει τη δυνατότητα του θιγέντος επιβάτη να αποζημιωθεί για ζημία που αφορά ειδικώς τον ίδιο και η οποία εκτιμάται ατομικά και εκ των υστέρων, στο μέτρο που το εθνικό ή το διεθνές δίκαιο του παρέχουν δικαίωμα τέτοιας αποζημίωσης, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για περαιτέρω αποζημίωση σε σχέση με την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση την οποία προβλέπει ο ως άνω κανονισμός.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν αμφισβητείται ότι η απώλεια μισθού, αφενός, αφορά ειδικώς τους ενάγοντες της κύριας δίκης, πρέπει δε να εκτιμηθεί ατομικά και εκ των υστέρων και, αφετέρου, οφείλεται σε άρνηση επιβίβασης παρά τη θέληση των εν λόγω προσώπων, η οποία προκάλεσε ταλαιπωρία που επάγεται την άμεση και τυποποιημένη αποζημίωσή τους βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004. Έτσι, μια τέτοια απώλεια μισθού πρέπει να θεωρείται ζημία για την οποία μπορεί να καταβληθεί η περαιτέρω αποζημίωση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004.
Το Δικαστήριο, με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, αποφαίνεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια, πρώτον, ότι το προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή ποσό δεν αποσκοπεί στην αποκατάσταση ζημίας όπως η απώλεια μισθού, δεύτερον, ότι για τη ζημία αυτή μπορεί να καταβληθεί η περαιτέρω αποζημίωση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού και, τρίτον, ότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει και να εκτιμήσει τα διάφορα συστατικά στοιχεία της εν λόγω ζημίας, καθώς και την έκταση της αποζημίωσης για τη ζημία αυτή, στηριζόμενο στην κατάλληλη νομική βάση.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι από τον συνδυασμό των δύο περιόδων του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τάσσει οιεσδήποτε προϋποθέσεις που μπορούν να περιορίσουν την εξουσία του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου να προβεί σε τυχόν έκπτωση της αποζημίωσης την οποία χορηγεί ο κανονισμός αυτός από περαιτέρω αποζημίωση. Επομένως, η ύπαρξη τέτοιων προϋποθέσεων είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 12, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του εν λόγω κανονισμού.
Έτσι, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 261/2004, και ιδίως το άρθρο 12, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού αυτού, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να εκπέσει τη χορηγούμενη δυνάμει του ως άνω κανονισμού αποζημίωση από την περαιτέρω αποζημίωση αλλά δεν το υποχρεώνει να προβεί στην έκπτωση αυτή, ο δε κανονισμός αυτός δεν τάσσει στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορεί να προβεί στην ως άνω έκπτωση.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι από το γράμμα του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 προκύπτει, πρώτον, ότι ο αερομεταφορέας ο οποίος αρνήθηκε σε επιβάτες την επιβίβαση οφείλει να τους παράσχει βοήθεια, ιδίως προσφέροντάς τους δυνατότητα επιλογής, όπως προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού στα στοιχεία αʹ, βʹ και γʹ. Από τον ως άνω συνδυασμό προκύπτει, δεύτερον, ότι στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσφοράς πρέπει να παρέχονται στους επιβάτες στους οποίους αντιτάχθηκε άρνηση επιβίβασης οι αναγκαίες πληροφορίες ώστε να έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε αποτελεσματική επιλογή, προκειμένου είτε να ματαιώσουν την πτήση τους με επιστροφή του αντιτίμου του εισιτηρίου τους είτε να συνεχίσουν τη μεταφορά τους προς τον τελικό προορισμό τους υπό συγκρίσιμες συνθήκες μεταφοράς, το νωρίτερο δυνατόν ή άλλη ημέρα. Εξ αυτού συνάγεται, τρίτον, ότι, καθόσον ο επιβάτης στον οποίο αντιτάχθηκε άρνηση επιβίβασης δικαιούται βοήθεια εκ μέρους του οικείου αερομεταφορέα, περιλαμβανομένου του δικαιώματος να του παρασχεθούν τα αναγκαία στοιχεία ώστε να μπορέσει να προβεί σε αποτελεσματική και ενημερωμένη επιλογή, το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να συνεπάγεται οποιαδήποτε υποχρέωση του εν λόγω επιβάτη να συμβάλει ενεργά στην αναζήτηση των δεδομένων που πρέπει να περιλαμβάνει η προσφορά του μεταφορέα αυτού.
Το Δικαστήριο, εκ των ανωτέρω, καταλήγει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει τον πραγματικό αερομεταφορέα να παράσχει στους ενδιαφερόμενους επιβάτες πλήρη στοιχεία ως προς όλες τις δυνατότητες που προβλέπει η δεύτερη από τις διατάξεις αυτές, οι δε ενδιαφερόμενοι επιβάτες δεν έχουν καμία υποχρέωση να συμβάλουν ενεργά στην αναζήτηση των σχετικών πληροφοριών.
Τέλος, το Δικαστήριο τονίζει ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας οφείλει να προσφέρει στους ενδιαφερόμενους επιβάτες και την εναλλακτική επιλογή της μεταφοράς με άλλη πτήση ή άλλο μεταφορικό μέσο στον τελικό προορισμό τους, υπό συγκρίσιμες συνθήκες μεταφοράς και το νωρίτερο δυνατόν, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 261/2004.
Κατά το Δικαστήριο, προβαίνοντας σε συγκεκριμένη προσφορά, ο πραγματικός αερομεταφορέας πρέπει να λάβει υπόψη και να συνδυάσει περισσότερα κρίσιμα στοιχεία τα οποία καθορίζουν την προσφορά αυτή, ιδίως την ώρα άφιξης στον τελικό προορισμό κατά το πέρας της σχεδιαζόμενης μεταφοράς με άλλη πτήση ή άλλο μεταφορικό μέσο, τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί η σχεδιαζόμενη μεταφορά με άλλη πτήση ή άλλο μεταφορικό μέσο καθώς και το αν η επίμαχη μεταφορά με άλλη πτήση ή άλλο μεταφορικό μέσο μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον ίδιο ή απαιτεί τη βοήθεια άλλου αερομεταφορέα, ενδεχομένως ανάλογα με τα διαθέσιμα μέσα του τελευταίου αυτού αερομεταφορέα.
Συνεπώς, εκ των προαναφερθέντων, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για τους σκοπούς της διατάξεως αυτής, ο πραγματικός αερομεταφορέας φέρει το βάρος να αποδείξει ότι η μεταφορά με άλλη πτήση ή άλλο μεταφορικό μέσο πραγματοποιήθηκε το νωρίτερο δυνατόν.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA