Οι πολυεθνικές εταιρείες εξακολουθούν να διοχετεύουν δισεκατομμύρια σε φορολογικούς παραδείσους, συχνά μέσω πλασματικών επενδύσεων που στοχεύουν αποκλειστικά στη φοροαποφυγή. Πολλές φορές καταβάλλουν, άλλωστε, σκανδαλωδώς χαμηλούς φόρους, έχοντας συνάψει ειδικές φορολογικές συμφωνίες με κυβερνήσεις που προσπαθούν να προσελκύσουν επενδύσεις στη χώρα τους. Σήμερα, όμως, αρχίζει στο Λουξεμβούργο δίκη γύρω από την πολύκροτη υπόθεση της Apple και του προστίμου των 13 δισ. ευρώ που της έχει επιδικάσει η Κομισιόν για τη μη καταβολή φόρων στην Ιρλανδία. Η έκβασή της αναμένεται να έχει σημαντικές έως και καθοριστικές προεκτάσεις για την εκστρατεία της Ε.Ε. κατά της φοροαποφυγής και κατά των φορολογικών παραδείσων.
Ο τεχνολογικός κολοσσός έχει προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταγγέλλοντας το δυσθεώρητο πρόστιμο που επέβαλε η Κομισιόν προ τριετίας στην Apple για μη καταβληθέντες φόρους στην Ιρλανδία. Η Apple θα υποστηρίξει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου πως οι σκανδαλωδώς χαμηλή φορολόγησή της στην Ιρλανδία, πρακτικά μηδενικού ύψους, ήταν καθ’ όλα νόμιμη, καθώς είχε συνάψει σχετική συμφωνία με το Δουβλίνο. Στο στόχαστρο της Ε.Ε. βρίσκονται, όμως, όλες αυτές οι προνομιακές φορολογικές συμφωνίες ανάμεσα σε πολυεθνικές εταιρείες και κυβερνήσεις, καθώς διευκολύνουν τη φοροαποφυγή κολοσσών που συγκεντρώνουν ιλιγγιώδη κέρδη. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναμένεται να θέσει προηγούμενο για την τύχη άλλων αντίστοιχων προνομιακών συμφωνιών ανάμεσα σε κυβερνήσεις και πολυεθνικές.Remaining Time-0:22FullscreenMute
Αναμένεται, άλλωστε, να καθορίσει αν θα ενισχυθεί ή θα αποδυναμωθεί η εκστρατεία κατά της φοροαποφυγής που διεξάγει η επίτροπος Ανταγωνισμού, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, και τώρα επικεντρώνεται στις προνομιακές φορολογικές συμφωνίες της Amazon και της Alphabet. «Αν δικαιωθεί η Apple, θα επηρεαστεί η εκστρατεία της Ε.Ε. υπέρ της φορολογικής εναρμόνισης, είναι βέβαιο αυτό», σχολίασε μιλώντας στο Bloomberg ο Σβεν Γκίγκολντ, ευρωβουλευτής της ομάδας των Πρασίνων. Στο πλαίσιο της εκστρατείας της, πάντως, η επίτροπος Ανταγωνισμού εγκαινίασε χθες έρευνες στις ειδικές φορολογικές συμφωνίες που έχουν συνάψει 39 εταιρείες με το Βέλγιο. Ανάμεσά τους οι εταιρείες BASF Antwerpen NV, BP Aromatics, British American Tobacco, Belgacom και πολλές άλλες.
Το καθεστώς των ειδικών φορολογικών συμφωνιών έχει προσλάβει ενδημικές διαστάσεις σε χώρες της Ε.Ε. Σχετικό ρεπορτάζ της ιταλικής οικονομικής εφημερίδας Il Sole 24 Ore αναφέρεται στις διαστάσεις που έχει λάβει το θέμα στην Ολλανδία, όπου ο ενεργειακός κολοσσός της Shell ουσιαστικά δεν καταβάλλει φόρους. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, η επικεφαλής του ολλανδικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Λίλιαν Μαρίχνισεν, χαρακτήρισε απαράδεκτο το προνομιακό φορολογικό καθεστώς που απολαμβάνει στη χώρα η ολλανδοβρετανική εταιρεία. Μιλώντας σε τηλεοπτική εκπομπή τόνισε συγκεκριμένα πως οι φόροι της Shell στο ολλανδικό κράτος ανέρχονται στο κόστος «που έχει το να κεράσει κανείς την παρέα του από μία μπίρα τον καθένα σε ένα μπαρ». Τους υπολογισμούς της κ. Μαρίχνισεν επιβεβαίωσε ο Βίνσεντ Κίζενμπρικ, ερευνητής του δικτύου Tax Justice. Την ίδια στιγμή, αυξάνονται διαρκώς οι πλασματικές επενδύσεις πολυεθνικών εταιρειών σε φορολογικούς παραδείσους. Πρόκειται για τα κεφάλαια που διοχετεύονται σε πλασματικές εταιρείες χωρίς παραγωγή σε μια χώρα και προορίζονται αποκλειστικά για να επιτρέψουν σε μια εταιρεία να έχει φορολογική έδρα σε μια συγκεκριμένη χώρα.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα του ΔΝΤ, το Λουξεμβούργο, μια χώρα με πληθυσμό μόλις 600.000 άτομα, προσελκύει πολύ περισσότερες άμεσες ξένες επενδύσεις από τις ΗΠΑ, ακριβώς επειδή πρόκειται σε μεγάλο ποσοστό για πλασματικές επενδύσεις. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στο Λουξεμβούργο ανέρχονται σε 4 τρισ. δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί σε κατά κεφαλήν 6,6 εκατ. δολάρια. Σύμφωνα πάντα με το ΔΝΤ, ένας μικρός αριθμός γνωστών φορολογικών παραδείσων φιλοξενεί τη μεγάλη πλειονότητα των παγκόσμιων πλασματικών επενδύσεων, με το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία να κατέχουν τη μερίδα του λέοντος, καθώς προσελκύουν σχεδόν το 50% από αυτές. Οσον αφορά την Ιρλανδία, που επίσης αποτελεί φορολογικό παράδεισο στους κόλπους της Ε.Ε., όχι μόνο έχει συνάψει σειρά προνομιακών φορολογικών συμφωνιών με πολυεθνικές, αλλά επιβάλλει έτσι κι αλλιώς προκλητικά χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές στις επιχειρήσεις. Από τη δεκαετία του 1980 έχει μειώσει τον συντελεστή για τις επιχειρήσεις από το 50% στο 12,5%. Εχει, ωστόσο, κατορθώσει να αυξήσει τα φορολογικά της έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ της, διευρύνοντας σημαντικά τη φορολογική της βάση ακριβώς επειδή έχει προσελκύσει ξένες επιχειρήσεις.