Με γνωμοδότησή της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου παρέχει διευκρινίσεις αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου 105 §2 εδ.δ του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα (και) μετά την 1η Ιουλίου 2019.
Αναλυτικά η γνωμοδότηση:
Επί του ερωτήματος, το οποίο μας υποβάλατε με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 12026/13-8-2019 έγγραφο σας, αναφορικά με τον ευεργετικό υπολογισμό των ημερών της εκτιόμενης ποινής κρατουμένων ηλικίας άνω των 65 ετών, η κατά το άρθρο 25 §2 Ν.1756/1988 (Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών) γνώμη μας είναι η ακόλουθη:
Στην σωφρονιστική υλοποίηση της ποινής, όταν, δηλαδή, η ποινή βρίσκεται στο στάδιο της εκτίσεώς της, ως ελαστικότητα νοείται κατά κύριο λόγο η δυνατότητα αριθμητικής μεταβολής της υλοποιημένης κοινής, θεσμοί δε που εκφράζουν αυτήν τη δυνατότητα είναι η υπό όρον απόλυση και η ευεργετική μέτρηση των ελάχιστων μορίων (ημερών) υλοποιημένης ποινής (βλ. Ι.Μανωλεδάκη, Γενική Θεωρία του Ποινικού Δικαίου, β’, σελ.257-259, Λ.Μαργαρίτη-Ν.Παρασκευόπουλου, Ποινολόγια, στ’ έκδ., 2000, σελ.553 επ., Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι -Ν.Μπιτζιλέκη – Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, σελ.475).
Ευεργέτημα να υπολογισθούν οι ημέρες μέσα στη φυλακή όχι σύμφωνα με τη φυσική τους μονάδα, αλλά αυξημένες πλασματικά, προβλέπει η διάταξη του άρθρου 105 §2 εδ.δ του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Ποινικού Κώδικα (όπως είχε διαμορφωθεί με το άρθρο 24 Ν.3346/2005), σύμφωνα με την οποία «μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου (65ου) έτους της ηλικίας του καταδίκου, κάθε ημέρα παραμονής του σε σωφρονιστικό κατάστημα υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής» (βλ. Μ.Καιάφα-Γκμτιάντι, όπ.παρ., σελ.484).
Ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν.4619/2019), που ισχύει από 1-7-2019, στο (αντίστοιχο) άρθρο 105Β (με τίτλο «απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης»), ενώ προβλέπει άλλες περιπτώσεις ευεργετικού υπολογισμού των ημερών παραμονής σε Κατάστημα Κράτησης (στην §4: για κρατουμένους πάσχοντες από σοβαρές ασθένειες, αναπήρους κλπ), ουδεμία σχετική ρύθμιση περιέχει για τους έχοντες ηλικία άνω των 65 ετών.
Στην Αιτιολογική Έκθεση δεν υπάρχει κάποια ειδική αναφορά για την απάλειψη της προϊσχύσασας ρυθμίσεως, όμως επισημαίνεται ότι οι νέες διατάξεις του θεσμού της υπό όρον απολύσεως του καταδικασμένου «απέχουν σημαντικά» από τις παλαιές ρυθμίσεις και ότι με αυτές επιχειρείται η αποκάθαρση του θεσμού από επιμέρους ρυθμίσεις που είχαν υιοθετηθεί με μοναδικό κριτήριο τη μείωση του πραγματικού χρόνου εκτίσεως των ποινών στις φυλακές (βλ. Αιτιολογ. Έκθ. Σχεδίου ΠΚ, Δ. Αιτιολόγηση των διατάξεων του Σχεδίου, Βιβλίο Πρώτο: Γενικό Μέρος, Κεφάλαιο Έκτο, §11).
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η σχετική με τους εξηνταπεντάρηδες καταδικασμένους πρόβλεψη του προϊσχύσαντος ΠΚ αποσύρθηκε χάριν της «αποκαθάρσεως» του θεσμού της υπό όρον απολύσεως.
Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 465 του νέου Π Κ «οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την απόλυση υπό όρο εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος».
Η διάταξη αυτή, εφαρμοστέα στην προκείμενη περίπτωση του ερωτήματος, κατ’ ουσίαν εξειδικεύει τη ρύθμιση του άρθρου 2 §1 ΠΚ (εφαρμογή του ευμενεστέρου νόμου) και στο πεδίο διατάξεων εκτελέσεως και εκτίσεως των ποινών.
Μάλιστα, ήδη σχολιάσθηκε ως «άνευ αντικειμένου» και «μάλλον περιττή» (βλ. Αριστ.Χαραλαμπάκη, Ο Νέος Ποινικός Κώδικας-Μία πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση του Ν.4619/2019, 2019, σελ.30, 119).
Ανεξαρτήτως τούτου, πάντως, τα άρθρα 2 §1 και 465 Π Κ λειτουργούν υπέρ του καταδικασμένου και αξιώνουν την εφαρμογή της ευμενέστερης διατάξεως του άρθρου 105 §2 εδ.δ του προϊσχύσαντος ΠΚ, δηλαδή τον ευεργετικό υπολογισμό της μιας ημέρας παραμονής στο Κατάστημα Κράτησης του ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών καταδικασμένου ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες έχει λάβει χώρα η καταδίκη, τελέστηκαν μέχρι την 30-6-2019.
Η προσέγγιση αυτή είναι σαφής και εναργής, ουδέν πέραν της διαγνωστικής (γραμματικής-ιστορικής-βουλητικής) ερμηνείας απαιτούσα και ουδεμία αμφιβολία (dubium) καταλεύτουσα, και συνεπώς δεν υφίσταται ανάγκη προσφυγής στην επίκληση της αρχής «in dubio pro libertate».
Δείτε αναλυτικά τη γνωμοδότηση 5/2019.