Η απόφαση της ΕΚΤ για νέο κύκλο στήριξης της ευρωοικονομίας με QE II, μείωση επιτοκίων και νέο πρόγραμμα δανείων στις τράπεζες (TLTROs), έχει την “τελευταία” υπογραφή Ντράγκι και “πέρασε” από το Δ.Σ. παρά τις ισχυρές αντιδράσεις κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης.
Όπως σχολίασε παράγοντας της ΕΚΤ, που λόγω θέσης βρίσκεται πολύ κοντά στις σχετικές διαδικασίες, “κανείς δεν θα τολμούσε να επιμείνει μέχρι τέλους στις αντιρρήσεις του απέναντι στον Μάριο, στην τελευταία απόφαση του Συμβουλίου που ο άνθρωπος του “whatever it takes” βάζει τη σφραγίδα του…”.
Δεν ήταν λίγοι όμως οι κεντρικοί τραπεζίτες που “διέρρευσαν” τις αντιρρήσεις τους στο να κινηθεί η ΕΚΤ “τόσο γρήγορα” και οπωσδήποτε “πριν από τη Fed…”.
Αυτό που τροφοδοτεί τις ανησυχίες των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης –όπως φάνηκε από τα όσα διέρρευσαν εκ των υστέρων– είναι το ενδεχόμενο μιας συναλλαγματικής αντιπαράθεσης του ευρώ με το δολάριο που θα μπορούσε να οδηγήσει τις εμπορικές συγκρούσεις σε μία ανεξέλεγκτη κατάσταση. Εξού και οι ισχυρές επιφυλάξεις όχι τόσο στο εύρος και την έκταση των μέτρων που ανακοινώθηκαν, όσο στο να κινηθεί η ΕΚΤ πριν από τη Fed, “όταν σε όλους είναι γνωστές οι ασφυκτικές πιέσεις που δέχεται ο Τζ. Πάουελ από τον Τραμπ για περαιτέρω ισχυρή μείωση των επιτοκίων…”, προφανώς λόγω των εκλογών το 2020.
Ο Μάριο Ντράγκι όμως είχε φροντίσει να μην αφήσει περιθώρια για αναστολές και… αναβολές.
Ήδη από το Συμβούλιο του Ιουλίου είχε κοινοποιήσει τις προθέσεις του και λίγες εβδομάδες μετά ο Όλι Ρεν είχε φροντίσει να μιλήσει στον αμερικάνικο οικονομικό τύπο διαβεβαιώνοντας ότι οι επόμενες κινήσεις του Ντράγκι “θα ξεπεράσουν τις προσδοκίες των αγορών…”. Όσο και αν προσπάθησαν οι άλλοι κεντρικοί τραπεζίτες να… μαζέψουν τις προσδοκίες αυτές στη συνέχεια, στάθηκε απολύτως αδύνατον. Χαρακτηριστικό του εύρους των προσδοκιών, άλλωστε, είναι ότι μια μειοψηφία αναλυτών έφθασαν στο σημείο να μιλήσουν για “απογοήτευση” περιμένοντας ακόμα ισχυρότερο “πακέτο”.
Πρακτικά τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν:
– Επηρέασαν –όπως αναμενόταν άλλωστε– την ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο δίνοντας έτσι ένα έμμεσο στήριγμα στις ευρωπαϊκές εξαγωγές.
– Δίνουν ακόμα μεγαλύτερη στήριξη στα ευρωπαϊκά (κρατικά και εταιρικά) ομόλογα με προτεραιότητα σε εκείνα χωρών όπως η Γαλλία, η Ισπανία και κυρίως η Ιταλία, καθώς εξαντλούνται τα διαθέσιμα προς αγορά ομόλογα των άλλων χωρών σε λιγότερο από 10 μήνες.
– Άφησαν ανοικτό το χρονικό διάστημα ισχύος του νέου QE II, όπως επίσης και της ανακύκλωσης του πρώτου QE.
– Διεύρυναν τη στήριξη των τραπεζών με νέο πακέτο δανείων TLTROs και μάλιστα επέκτειναν τη διάρκειά τους σε 3 χρόνια αντί για δύο.
– Μείωσαν ακόμα περισσότερο (αλλά μόλις – 0,10%) το αρνητικό επιτόκιο καταθέσεων των τραπεζών στην ΕΚΤ αλλά με τρόπο που να μειώνει την “ζημία” που υφίστανται για κάποια ποσά.
Πληροφορίες του “Κεφαλαίου” αναφέρουν ότι, παρά τις ισχυρές αντιρρήσεις για το “timing“ της εξαγγελίας, οι άλλοι τραπεζίτες συμφωνούν στις γενικές γραμμές των μέτρων, ιδιαίτερα μετά την ενημέρωση που είχαν από την αρμόδια γενική διεύθυνση της ΕΚΤ. Σύμφωνα με αυτή, η Ευρωζώνη έχει ήδη εισέλθει σε φάση οικονομικής επιβράδυνσης, χωρίς χρονοδιάγραμμα “εξόδου”.
Έτσι, ο Μάριο Ντράγκι τόσο στην εισήγησή του όσο και στη συνέντευξη που ακολούθησε “συνέστησε” με πολύ έντονο τρόπο στις κυβερνήσεις, και ειδικά σε εκείνες που έχουν δημοσιονομικά περιθώρια όπως, π.χ., η γερμανική, να προχωρήσουν σε προγράμματα στήριξης της εγχώριας ζήτησης τόσο στο επίπεδο των επενδύσεων όσο και στο επίπεδο της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης.
Οι σχετικοί προβληματισμοί και οι “συστάσεις” αυτές μεταφέρθηκαν και συζητήθηκαν στη συνάντηση των υπουργών οικονομικών στο Ελσίνκι την Παρασκευή.
Οι συνέπειες για ελληνικά ομόλογα και τράπεζες
Η αλήθεια είναι, όπως παρατηρούν Έλληνες τραπεζίτες, ότι, όσο η ΕΚΤ και γενικότερα οι κεντρικές τράπεζες διατηρούν σε ισχύ την “τάση” των χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων, το ελληνικό χρέος κρατικό και ιδιωτικό ευνοείται.
Όχι, βέβαια, όσο θα μπορούσε να ευνοηθεί αν το ελληνικό χρέος είχε διαβάθμιση αξιοπιστίας “investment grade”, ήτοι “ΒΒΒ”, αλλά οπωσδήποτε “ότι κρατά το κόστος εξυπηρέτησης πολύ χαμηλά ευνοεί την οικονομία τόσο στον κρατικό όσο και στον ιδιωτικό τομέα…”.
Πράγματι οι αποδόσεις (όχι όμως και τα spreads) των ελληνικών ομολόγων έχουν διολισθήσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα διευκολύνοντας σε πρωτοφανή βαθμό την εξυπηρέτηση του χρέους. Σε λιγότερο αλλά αναλογικά σχετικό βαθμό ευνοούνται και οι τράπεζες για δύο βασικούς λόγους.
Αφενός από τις χθεσινές ανακοινώσεις επιβεβαιώθηκε ότι άμεσα πρόκειται να ξεκινήσει ο νέος κύκλος δανείων TLTROs με τριετή διάρκεια με τα οποία οι τράπεζες μαζί και οι ελληνικές θα μπορέσουν να ανανεώσουν τα TLTROs που είχαν λάβει στο παρελθόν και τα οποία λήγουν τη διετία 2020-2021. Για τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες τα δάνεια που θα ανανεωθούν ξεπερνούν τα 4,4 δισ. ευρώ…
Αφετέρου οι συνθήκες στη διατραπεζική αγορά “χαλαρώνουν” ακόμα περισσότερο διευκολύνοντας έτσι τη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας, ενώ παράλληλα ευνοούνται οι σχεδιασμοί που αφορούν την έκδοση εταιρικών ομολόγων και η ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Συνολικά, όσο η Ελλάδα βρίσκεται στο μεταίχμιο της μετάβασης από το επίπεδο του non investment grade στο investment grade σε ένα περιβάλλον πολύ χαμηλών έως και αρνητικών επιτοκίων, ευνοείται η προσέλκυση θεσμικών επενδυτών που αναζητούν “θετικές” αποδόσεις σε ένα σχετικά “ασφαλές” περιβάλλον.