Άρνηση εκδόσεως του διαβατηρίου, λόγω μη προσκόμισης αντιγράφου της αστυνομικής ταυτότητας – ΣτΕ 1603/2019 (Δ΄τμήμα)
ΣτΕ 1603/2019 (Δ΄τμήμα)
Αίτηση για έκδοση διαβατηρίου, με προσκόμιση αντιγράφου του διπλώματος οδήγησης. Άρνηση εκδόσεως του διαβατηρίου, λόγω μη προσκόμισης αντιγράφου της αστυνομικής του ταυτότητας.
Πηγή απόφασης: ddikastes.gr
5. Επειδή, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις της 3021/22/10/28.6.2005 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εξωτερικών και Δημόσιας Τάξης, εκδοθείσης κατόπιν της εξουσιοδότησης του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 3103/2003, για την έκδοση διαβατηρίου υποβάλλεται, μεταξύ άλλων δικαιολογητικών, αντίγραφο του δελτίου ταυτότητας του αιτούντος την έκδοση αυτού προσώπου. Όπως συνάγεται από την απόφαση αυτή, ο κανονιστικός νομοθέτης με την πρόβλεψη της προσκομίσεως αντιγράφου του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ως δικαιολογητικού κατά την διαδικασία εκδόσεως διαβατηρίου απέβλεψε στην βεβαίωση και απόδειξη διά του προσκομιζομένου αυτού δημοσίου εγγράφου της ταυτότητας του προσώπου που ζητεί τη χορήγηση διαβατηρίου. Τούτο ενισχύεται και από το ότι, σύμφωνα με την προαναφερόμενη κοινή υπουργική απόφαση, οι ανήλικοι κάτω των 12 ετών – οι οποίοι, κατά τα οριζόμενα στο ν.δ. 127/1969 “Αποδεικτική ισχύς αστυνομικών ταυτοτήτων, Α’ 29, δεν υποχρεούνται να κατέχουν δελτίο αστυνομικής ταυτότητας- και οι έλληνες πολίτες που διαμένουν στην αλλοδαπή υποβάλλουν για την έκδοση διαβατηρίου τα ρητώς προσδιοριζόμενα στην ως άνω κοινή υπουργική απόφαση έγγραφα προς απόδειξη των απαιτούμενων για την έκδοση του διαβατηρίου δημοτολογικών στοιχείων (πιστοποιητικό γέννησης ή οικογενειακής κατάστασης με βεβαίωση ταυτοπροσωπίας).
Με την ως άνω κανονιστική απόφαση το δελτίο ταυτότητας οριστηκε ως δικαιολογητικό στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας για την έκδοση διαβατηρίου, πρωτίστως για τη διακρίβωση των στοιχείων της ταυτότητας του προσώπου που ζητεί τη χορήγηση διαβατηρίου, αλλά και για τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων για την έκδοσή του που δεν προκύπτουν από άλλα ρητώς καθοριζόμενα στην ως άνω απόφαση δικαιολογητικά, (λ.χ. η ιδιότητα του έλληνα πολίτη), κατ’ αποκλεισμό άλλων δημοσίων εγγράφων, με τα οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να διαπιστωθεί η ακρίβεια ορισμένων από τα στοιχεία ταυτότητας των αιτούντων διαβατήριο προσώπων, όπως λ.χ. η άδεια οδήγησης, τα οποία αποτελούν νόμιμο τρόπο απόδειξης των στοιχείων ταυτότητας ενός προσώπου στο πλαίσιο άλλων διοικητικών διαδικασιών.
Προς τούτο, άλλωστε, ο κανονιστικός νομοθέτης μόνο για περιοριστικά αναφερόμενες κατηγορίες προσώπων που τελούν υπό ιδιαίτερες συνθήκες είτε γιατί στερούνται δελτίου ταυτότητας (ανήλικοι κάτω των 12 ετών) είτε γιατί βρίσκονται σε αντικειμενική αδυναμία εκδόσεώς του (μόνιμα διαμένοντες στην αλλοδαπή έλληνες πολίτες) προέβλεψε άλλα δημόσια έγγραφα και στοιχεία (πιστοποιητικό γέννησης ή οικογενειακής κατάστασης με επικολλημένη έγχρωμη φωτογραφία και βεβαίωση ταυτοπροσωπίας) ως δικαιολογητικά δυνάμενα να αναπληρώσουν το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας. Ενόψει των ανωτέρω, και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως του διαβατηρίου ως δημοσίου εγγράφου που επιτρέπει τη νόμιμη είσοδο και έξοδο από τη χώρα, την ελεύθερη κυκλοφορία σε χώρες βάσει ευρωπαϊκών ή διεθνών συνθηκών, τη μετάβαση και τη διενέργεια συναλλαγών εν γένει στην αλλοδαπή, η προσκόμιση αντιγράφου του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας του αιτούντος τη χορήγηση διαβατηρίου αποτελεί, κατ’ αρχήν, κατά την αντίληψη του κανονιστικού νομοθέτη, το μοναδικό και προσήκον δικαιολογητικό για την απόδειξη των στοιχείων της ταυτότητας του αιτούντος προσώπου ή οποιουδήποτε άλλου στοιχείου που είναι απαραίτητο για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων έκδοσης διαβατηρίου, (πλην των περιοριστικώς αναφερομένων περιπτώσεων, κατά τις οποίες είναι επιτρεπτή η προσκόμιση άλλων στοιχείων ή εγγράφων σε αναπλήρωση του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας εκδόσεως διαβατηρίου).
Οι ρυθμίσεις αυτές, ενόψει της υποχρέωσης εφοδιασμού με δελτίο ταυτότητας όλων των Ελλήνων πολιτών (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 του ν.δ. 127/1969) και αντικατάστασής του σε περίπτωση απώλειας ή φθοράς (βλ. άρθρο 8 του ν.δ. 127/1969), παρίστανται δικαιολογημένες και πρόσφορες για την επίτευξη του προαναφερθέντος επιδιωκόμενου σκοπού, ενώ, ως εκ του κανονιστικού χαρακτήρα τους ελέγχονται μόνο από την άποψη της συνδρομής των όρων της εξουσιοδότησης, βάσει των οποίων εκδόθηκαν και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της, η οποία δεν διαπιστώνεται στην κρινόμενη περίπτωση.
Ως εκ τούτου, νομίμως καθορίστηκε ως υποχρεωτικώς υποβαλλόμενο δικαιολογητικό κατά την ειδική διαδικασία εκδόσεως διαβατηρίου το αντίγραφο δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και συνεπώς, η απόρριψη του αιτήματος του αιτούντος για τη χορήγηση διαβατηρίου με υποβολή, ως δικαιολογητικού, της άδειας οδήγησης αντί του δελτίου ταυτότητας, που εκδηλώθηκε με το 3021/22/96/9-λε’/3.2.2014 έγγραφο της Διεύθυνσης Διαβατηρίων του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, ανεξαρτήτως των ειδικότερων αιτιολογιών της, έχουσα ως έρεισμα τις προαναφερθείσες διατάξεις της 3021/22/10/28.6.2005 απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εξωτερικών και Δημόσιας Τάξης, είναι νόμιμη και οι περί του αντιθέτου λόγοι περί ύπαρξης νομοθετικού κενού λόγω της μη πρόβλεψης άλλων δικαιολογητικών προς απόδειξη της ταυτοπροσωπίας του αιτούντος, περί παραβίασης της αρχής της νομιμότητας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, ο αιτών δεν προβάλλει ότι οι διατάξεις της ως άνω κανονιστικής απόφασης, το κύρος της οποίας ελέγχεται παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, κατά το μέρος που προβλέπουν το αντίγραφο δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ως απαραίτητο δικαιολογητικό κατά τη διαδικασία έκδοσης διαβατηρίου αντίκεινται σε συνταγματικές ή άλλες υπερονομοθετικής ισχύος διατάξεις.
Ο προβαλλόμενος λόγος ότι η διοίκηση είχε τη δυνατότητα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που προκύπτουν από το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας του αιτούντος και θα μπορούσε να προβεί στον έλεγχο αυτών με δική της πρωτοβουλία είναι απορριπτέος, διότι, όπως έγινε δεκτό, νομίμως και εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 3103/2003 προβλέφθηκε η προσκόμιση του αντιγράφου του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ως τρόπος απόδειξης των αναγραφόμενων σε αυτό δημοτολογικών στοιχείων, η σκοπιμότητα δε της κανονιστικής ρύθμισης δεν μπορεί να ελεγχθεί ακυρωτικά. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι από το 3012/22/96/11-κη’/12.12.2016 έγγραφο απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο συνάγεται ότι δεν υφίσταται δυνατότητα στο στάδιο της διαδικασίας παραλαβής αίτησης και έκδοσης διαβατηρίου “αυτόματης άντλησης των στοιχείων των αιτούντων ελληνικό διαβατήριο” από τη μηχανογραφική εφαρμογή “Ταυτότητες Ελλήνων Πολιτών” του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας.
Ομοίως, απορριπτέος είναι και ο λόγος περί παράβασης της αρχής της ισότητας, πρωτίστως, λόγω αοριστίας. Αν ήθελε θεωρηθεί ότι με αυτόν, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, προβάλλεται ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας συνίσταται στο ότι για άλλες κατηγορίες προσώπων προβλέπεται η δυνατότητα προσκόμισης άλλων δικαιολογητικών, ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι οι κατηγορίες αυτές (ανήλικοι κάτω των 12 ετών και κάτοικοι αλλοδαπής) τελούν υπό διαφορετικές νομικές και πραγματικές συνθήκες, οι οποίες επέβαλαν την προαναφερθείσα ειδική μεταχείριση από τον κανονιστικό νομοθέτη.
Τα προβαλλόμενα περί συνδρομής στο πρόσωπό του αιτούντος των προϋποθέσεων του π.δ. 25/2004 για την έκδοση διαβατηρίου είναι απορριπτέα ως αλυσιτελή, διότι η αίτησή του δεν απορρίφθηκε λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων έκδοσης διαβατηρίου, αλλά λόγω μη προσκόμισης συγκεκριμένου δικαιολογητικού. Τέλος, ο λόγος περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης πριν την έκδοση της δυσμενούς για τον αιτούντα απόρριψης του αιτήματός του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, ανεξαρτήτως του ότι ο αιτών υπέβαλε αίτηση για την έκδοση διαβατηρίου με υποβολή της άδειας οδήγησης, η απόρριψη του αιτήματός του εχώρησε για λόγο αντικειμενικής νομιμότητας, μη συνδεόμενο προς υποκειμενική συμπεριφορά του, ήτοι λόγω μη υποβολής προβλεπόμενου από τις σχετικές διατάξεις δικαιολογητικού (πρβλ. ΣτΕ 1172/2016). Και τούτο, ανεξαρτήτως αν με τον λόγο αυτό γίνεται επίκληση και των ισχυρισμών που θα είχε προβάλλει ο αιτών κατά την προηγούμενη ακρόασή του (ΣτΕ 4447/2012 Ολ.).