Δέσμευση αστικών δικαστηρίων από αμετάκλητες αθωωτικές ποινικές αποφάσεις, στα πλαίσια του τεκμηρίου αθωότητας (ΟλΑΠ 8/2019)
Με την απόφαση 8/2019 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (πλειοψηφία) παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια το ζήτημα σχετικά με την επίδραση μιας αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης στην πολιτική δίκη.
Ειδικότερα, στην Ολομέλεια παραπέμφθηκε το ζήτημα αν παραβιάζεται το κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, στην περίπτωση που ο διάδικος, ο οποίος έχει αθωωθεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο, για συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, υποχρεώνεται σε αστική αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, για το οποίο αθωώθηκε.
Η μειοψηφία διατύπωσε τη γνώμη ότι θα έπρεπε να σταλεί προδικαστικό ερώτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το χαρακτήρα της δέσμευσης των αστικών Δικαστηρίων από αμετάκλητες αθωωτικές ποινικές αποφάσεις, στα πλαίσια του τεκμηρίου αθωότητας και τη σχέση της δέσμευσης αυτής με τις διατάξεις περί δεδικασμένου, προκειμένου να αποφευχθούν παρερμηνείες του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και κρίσεις αντίθετες προς αυτό και τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που οδηγούν σε καταδίκες της Ελλάδας.
Απόσπασμα της απόφασης
Ειδικότερα, παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα αν παραβιάζεται το κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, στην περίπτωση που ο διάδικος, ο οποίος έχει αθωωθεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο, για συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, υποχρεώνεται σε αστική αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, για το οποίο αθωώθηκε.
IIΙ. Με τον παραπεμφθέντα στην παρούσα Ολομέλεια λόγο αναίρεσης, τίθεται θέμα εξαιρετικής σημασίας, για το οποίο έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, οι αποφάσεις αυτές υιοθετούν τη σύμφωνη με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ νομική σκέψη ότι παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας, όταν το Δικαστήριο, μετά την αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου, ερμηνεύει, για τις ανάγκες της νέας δίκης, την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα της νέας αυτής δίκης, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή αυτού, αλλά τελικά άλλες από αυτές τις αποφάσεις δέχονται ότι παραβιάζεται το κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, διότι η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αναιρεσείοντα δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του, ως κατηγορούμενου, και την αποδυναμώνει και ότι το Δικαστήριο έπρεπε να οδηγηθεί σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική απόφαση (ΑΠ 322/2018, ΑΠ 1314/2018, ΑΠ 715/2017, ΑΠ 1652/2013) και άλλες το αντίθετο και συγκεκριμένα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την ποινική αθωωτική απόφαση, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ερμηνεία της, ούτε να αποφανθεί, με οποιονδήποτε τρόπο , άμεσο ή έμμεσο, για την ποινική ενοχή του (ΑΠ 1747/2017, ΑΠ 344/2016, ΑΠ 1398/2015, ΑΠ 215/2013, ΑΠ 1364/2011 και ΑΠ 1422/2017 με διαφοροποιημένο σκεπτικό).
Κατόπιν τούτου, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη (των μελών της σύνθεσης: του Προέδρου, Βασιλείου Πέππα, του Αντιπροέδρου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, και των Αρεοπαγιτών, Αλτάνας Κοκκοβού, Μαρίας Νικολακέα, Γεωργίου Αποστολάκη, Αρετής Παπαδιά, Αντιγόνης Καραΐσκου-Παλόγου, Αναστασίας Περιστεράκη, Σοφίας Τζουμερκιώτη, Ζαμπέτας Στράτα, Μαρίας Κουβίδου, Όλγας Σχετάκη-Μπονάνου,Γεωργίου Κόκκορη), πρέπει ο λόγος αυτός να παραπεμφθεί στην πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με το αναφερόμενο ανωτέρω άρθρο 23 εδ. γ’ και δ’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
Αντίθετα, κατά την άποψη της μειοψηφίας (των μελών της σύνθεσης: των Αντιπροέδρων Γεωργίου Λέκκα και Μαρίας Χυτήρογλου και των Αρεοπαγιτών Ιωάννη Φιοράκη, Βασιλικής Ηλιοπούλου, Μαρίας Βασδέκη και Ζωής Κωστόγιαννη), έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Παρά τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 6παρ. 2 της κυρωθείσας με το ν.53/1974 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που ορίζει ότι “παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το πεδίο εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου αλλά εκτείνεται εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης και σε μεταγενέστερες της αμετάκλητης αθώωσης του κατηγορουμένου συναφείς μη ποινικές διαδικασίες (αστικές, διοικητικές, πειθαρχικές).
Η επεκτατική αυτή εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας είναι αποτέλεσμα της διασταλτικής ερμηνείας του άρθρου 6παρ. 2 του ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ, σύμφωνα με τη νομολογία του οποίου η απόφαση του δικαστηρίου (διοικητικού, πολιτικού) που έπεται της αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου, δεν επιτρέπεται να θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα της αμετακλήτως περαιωθείσας οικείας ποινικής διαδικασίας, έστω και αν η αθώωση εχώρησε λόγω αμφιβολιών (βλ. για διοικητικές δίκες ΕΔΔΑ 27.9.2007, 35522/04, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας, σκ. 37, ΕΔΔΑ 30.4.2015, Καπετάνιος κλπ κατά Ελλάδας, σκ. 83, 85, 88. κτλ. και για αστικές δίκες ΕΔΔΑ 11-2-2013 Υ. κ. Νορβηγίας ΕΔΔΑ 19-5-2005, απόφαση Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ (Ολομέλεια) της 12-7-2013 Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου κτλ).
Υπό αυτό το πρίσμα, της διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας, το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, αποβλέπει στην προστασία των ατόμων που έχουν απαλλαγεί από τις κατηγορίες από τα ποινικά δικαστήρια ή έπαυσε η κατ’ αυτών ποινική δίωξη, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζονται από τις δημόσιες αρχές και εξουσίες ή άλλα όργανα σαν να ήταν στην πραγματικότητα ένοχοι για τις πράξεις, για τις οποίες είχαν κατηγορηθεί. Έτσι, παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας, όταν το Δικαστήριο, μετά την αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου, ερμηνεύει, για τις ανάγκες της νέας δίκης, την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα της νέας αυτής δίκης, κατά τρόπο που δημιουργεί έστω και έμμεσα αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή αυτού.
Μολονότι είναι πάγια η νομολογία του ΕΔΔΑ, σχετικά με την προαναφερόμενη ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που αποτελεί διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος, διατυπώθηκαν στην Ολομέλεια, ορισμένες αμφισβητήσεις για το χαρακτήρα της δέσμευσης των αστικών δικαστηρίων (στα πλαίσια του τεκμηρίου αθωότητας) να μην θέτουν εν αμφιβόλω την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο θέμα και να οδηγούνται σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική απόφαση.
Επίσης, αμφισβητήθηκε το πραγματικό νόημα της παραδοχής του ΕΔΔΑ, ότι αυτό δεν καλείται να εξετάσει σε ποιό βαθμό δεσμεύονται τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται των συναφών υποθέσεων που έπονται της αθώωσης του κατηγορουμένου (ΕΔΔΑ 27.9.2007, 35522/04, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας σκ. 37), μολονότι το ΕΔΔΑ δεν εμποδίσθηκε από την παραδοχή του αυτή στη συνέχεια, στην ίδια υπόθεση, να κρίνει ότι έχει παραβιασθεί το τεκμήριο αθωότητας, διότι τέθηκε εν αμφιβόλω η αθωωτική απόφαση και η αιτιολογία του εθνικού Δικαστηρίου είναι ασύμβατη προς την τήρηση του τεκμηρίου αθωότητας.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση ΟλΑΠ 8/2019