3. Επειδή, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, ερμηνευομένων σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985, Α΄116) και του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4486/1965 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων» (Α΄ 131) οι οποίες, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 285 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., εξακολουθούν να ισχύουν, εφόσον ο Κ.Δ.Δ. δεν περιέχει διάταξη περί προσδιορισμού της έννοιας της «φορολογικής διαφοράς» (ΣτΕ Ολομ 834/2010, 4603/2012), για την επίλυση των «φορολογικών διαφορών», όπως αυτές προσδιορίζονται με τις πιο πάνω προγενέστερες του Κ.Δ.Δ. διατάξεις, ενόψει και των οριζόμενων στο άρθρο 1 του Οργανισμού Φορολογικών Δικαστηρίων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 3845/1958 (Α΄ 149), όπως είναι μεταξύ άλλων και εκείνες που αφορούν την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων καθώς και οι παρεπόμενου χαρακτήρα αξιώσεις καταβολής τόκων (βλ. ΣτΕ 2190/2014 Ολομ., 248/2008 Ολομ.), ο φορολογούμενος δύναται να ασκήσει ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου αποκλειστικώς και μόνο το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, όχι δε και το ένδικο βοήθημα της αγωγής (ΣτΕ 1574/2017, 2123/2015, 3363/2013, πρβλ. ΣτΕ 1062/2006, 2950/2003, 1794/1994 επταμ.), ενώ η φύση της διαφοράς και ο δικονομικός τρόπος επίλυσής της δεν μεταβάλλεται συνεπεία της τυχόν κατάθεσης αίτησης επιστροφής φόρου και απόρριψής της από τη Διοίκηση (πρβλ. ΣτΕ 2131/2016 7μ.). Εξάλλου, όπως έχει κριθεί, οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2, 126 παρ.1 και 277 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., όπως ισχύουν σήμερα, αναφερόμενες σε «φορολογικές διαφορές εν γένει», [ήτοι διαφορές συναφείς με αυτές στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 71 παρ.4 του ιδίου Κώδικα («αξιώσεις φορολογικού εν γένει περιεχομένου»)], καταλαμβάνουν και υποθέσεις περί επιβολής δημοτικών τελών, τις οποίες ο νομοθέτης έχει χαρακτηρίσει ως φορολογικές διαφορές (βλ. το ν. 505/1976, Α΄ 353, “περί υπαγωγής εις τα τακτικά Φορολογικά Δικαστήρια των φορολογικών διαφορών δήμων και κοινοτήτων […]” και, ειδικότερα, το άρθρο 1 παρ. 1 αυτού), τούτο δε ανεξαρτήτως του κατά πόσο το τέλος το οποίο αφορούν συνιστά φόρο, ανταποδοτικό τέλος ή οικονομικό βάρος με χαρακτήρα ανταλλάγματος ή αποζημίωσης (ΣτΕ 761/2014). Τέλος, δε, με το άρθρο 80 παρ. 2 Κ.Δ.Δ. διευκρινίζεται ότι δεν είναι επιτρεπτή ούτε η παρεμπίπτουσα κρίση επί των εν λόγω ζητημάτων στο πλαίσιο εξέτασης αγωγικού αιτήματος (πρβλ. ΔΠρΑθ 7183/2017, ΔΠρΘεσσ 9/2017, ΔΕφΠειρ 2009/2011).
[…]
5. Επειδή, δεδομένου ότι στην κατηγορία των φορολογικών διαφορών υπάγονται και εκείνες που έχουν ως αντικείμενο την επιβολή δημοτικών τελών [βλ. τον ν. 505/1976 (Α΄ 353) «περί υπαγωγής εις τα τακτικά Φορολογικά Δικαστήρια των φορολογικών διαφορών δήμων και κοινοτήτων …» και, ειδικότερα, το άρθρο 1 παρ. 1 αυτού], τούτο δε αδιαφόρως του κατά πόσο το τέλος το οποίο αφορούν συνιστά φόρο, ανταποδοτικό τέλος ή οικονομικό βάρος με χαρακτήρα ανταλλάγματος ή αποζημίωσης (ΣτΕ 761/2014 7μ.), η κρινόμενη αγωγή, με την οποία ζητείται η επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων δημοτικών τελών και ειδικών φόρων έχει ως αντικείμενο αξίωση «φορολογικού περιεχομένου εν γένει», για την οποία, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη δεύτερη και τρίτη σκέψη της παρούσας, μόνο το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ήταν επιτρεπτό να ασκηθεί, κατ’ αποδοχή ως βασίμου του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου που περιλαμβάνεται στο από 18.10.2018 νομίμως κατατεθειμένο υπόμνημά του, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων από την ενάγουσα. Το ίδιο, άλλωστε, ισχύει και για την επικουρική βάση της αγωγής, καθώς και αυτή αφορά την αποκατάσταση ζημίας που προήλθε από την αχρεώστητη -κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας- καταβολή δημοτικών τελών (πρβλ. ΣτΕ 2131/2016 7μ., 2950/2003), εν πάση δε περιπτώσει η εξέτασή της, θα προϋπέθετε τη διαμόρφωση ανεπίτρεπτης, κατ’ άρθρο 80 παρ. 2 του ΚΔΔ, παρεμπίπτουσας κρίσης ως προς τη νομιμότητα της καταβολής των επίδικων τελών ή της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί στην επιστροφή τους. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, ενώ κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων το Δικαστήριο απαλλάσσει την ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου Δήμου ( άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).