Με τη δημοσιευθείσα στις 5-09-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι η δυνατότητα πληρωμής με άμεση χρέωση ΕΧΠΕ (Ενιαίου Χώρου Πληρωμών σε ευρώ) δεν μπορεί να εξαρτηθεί από προϋπόθεση περί κατοικίας στην εθνική επικράτεια.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η ρήτρα που περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους μεταφοράς της γερμανικής σιδηροδρομικής εταιρίας Deutsche Bahn,οποία ορίζει ότι η πληρωμή για τις κρατήσεις εισιτηρίων που πραγματοποιούνται μέσω του ιστοτόπου της Deutsche Bahn μπορεί να γίνει με άμεση χρέωση ΕΧΠΕ1 μόνον εφόσον υφίσταται κατοικία στη Γερμανία, είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης και δη τον κανονισμό (ΕΕ) 260/2012 [κανονισμός σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ].
Είναι αξιοσημείωτο ότι το ΔΕΕ συντάσσεται σε γενικές γραμμές με τις από 2-05-2019 δημοσιευθείσες προτάσεις του πρώτου γενικού εισαγγελέα ΔΕΕ Maciej Szpunar, στις οποίες ο γεν. εισαγγελέας είχε προτείνει στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η Deutsche Bahn δε δύναται να επιβάλλει την ως άνω προϋπόθεση.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Verein für Konsumenteninformation, αυστριακή ένωση για την ενημέρωση των καταναλωτών, προσέβαλε ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων ρήτρα που περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους μεταφοράς της γερμανικής σιδηροδρομικής εταιρίας Deutsche Bahn, η οποία ορίζει ότι η πληρωμή για τις κρατήσεις εισιτηρίων που πραγματοποιούνται μέσω του ιστοτόπου της Deutsche Bahn μπορεί να γίνει με άμεση χρέωση ΕΧΠΕ2 μόνον εφόσον υφίσταται κατοικία στη Γερμανία.
Το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία), ενώπιον του οποίου ήχθη η διαφορά, ερωτά το Δικαστήριο αν μια τέτοια συμβατική ρήτρα είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο απαντά καταφατικά στο ερώτημα αυτό: ο κανονισμός (EE) 260/2012 για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ αντιτίθεται σε συμβατική ρήτρα, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία αποκλείει την πληρωμή με άμεση χρέωση ΕΧΠΕ όταν ο πληρωτής δεν έχει την κατοικία του στο ίδιο κράτος μέλος με εκείνο στο οποίο έχει την έδρα των δραστηριοτήτων του ο δικαιούχος.
Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι καταναλωτές συνήθως διατηρούν λογαριασμό πληρωμών στο κράτος μέλος της κατοικίας τους, η απαίτηση να υφίσταται κατοικία εντός της εθνικής επικράτειας έχει εν τέλει ως αποτέλεσμα να προσδιορίζεται εμμέσως το κράτος μέλος στο οποίο πρέπει να βρίσκεται ο λογαριασμός πληρωμών, κάτι που απαγορεύει ρητώς ο κανονισμός στον δικαιούχο πληρωμής. Με την απαγόρευση αυτή ο κανονισμός επιδιώκει να επιτρέψει στους καταναλωτές να χρησιμοποιούν για πληρωμή με άμεση χρέωση τον ίδιο και μοναδικό λογαριασμό πληρωμών για κάθε πληρωμή εντός της Ένωσης, μειώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα έξοδα που συνεπάγεται η διατήρηση περισσότερων λογαριασμών πληρωμών.
Δεν ασκεί καμία επιρροή επ’ αυτού το ότι ο καταναλωτής μπορεί να χρησιμοποιήσει άλλες μεθόδους πληρωμής, όπως πιστωτική κάρτα, PayPal ή άμεση τραπεζική μεταφορά. Πράγματι, οι δικαιούχοι παραμένουν ελεύθεροι να αποφασίσουν αν θα προσφέρουν ή όχι στους πληρωτές τη δυνατότητα να προβαίνουν σε πληρωμές με άμεση χρέωση ΕΧΠΕ. Ωστόσο, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Deutsche Bahn, εφόσον προσφέρουν μια τέτοια δυνατότητα, δεν μπορούν να εξαρτήσουν τη χρήση αυτής της μεθόδου πληρωμής από προϋποθέσεις που θα έθιγαν την πρακτική αποτελεσματικότητα της απαγόρευσης να απαιτείται ο λογαριασμός του πληρωτή να τηρείται σε συγκεκριμένο κράτος μέλος.
Εξάλλου, ο δικαιούχος μπορεί κάλλιστα να περιορίσει τους κινδύνους καταχρηστικής συμπεριφοράς ή μη πληρωμής, προβλέποντας, παραδείγματος χάριν, ότι η παράδοση ή η εκτύπωση των εισιτηρίων θα μπορεί να γίνει μόνον αφού ο ίδιος λάβει προηγουμένως επιβεβαίωση της πραγματικής είσπραξης της πληρωμής.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA