Αντίθετη εκδοχή δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση ούτε από την τελολογική ερμηνεία των άρθρων 362 και 363 του Ποινικού Κώδικα
Δημοσιεύθηκε μία νέα απόφαση του Αρείου Πάγου αναφορικά με το πολυσυζητημένο ζήτημα του καθορισμού της έννοιας του “τρίτου” στο αδίκημα της δυσφήμησης (απλής και συκοφαντικής).
Σύμφωνα με την απόφαση, στην έννοια του τρίτου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Ποινικού Κώδικα, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία, όταν η ανακοίνωση του δυσφημιστικού γεγονότος γίνεται με το περιεχόμενο δικογράφου ενώπιον του δικαστή και του γραμματέα του δικαστηρίου και γενικά ενώπιον προσώπων, τα οποία είναι θεσμικά αρμόδια να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής ή απλής δυσφήμησης, καθόσον τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του τρίτου, δεν δικαιολογείται από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-362 ΠΚ, αφού, κατά το νόημα της λέξεως, “τρίτος” είναι οποιοσδήποτε που δεν μετέχει στη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων και, συνεπώς, αυτή καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα.
Σύμφωνα με το δικαστήριο, η εκδοχή αυτή δεν δικαιολογείται ούτε από την τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του έννομου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης του ανωτέρω έννομου αγαθού που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το τελευταίο μόνο διάστημα έχουν εκδοθεί αρκετές αποφάσεις και προς τις δύο κατευθύνσεις (βλέπε σχετικά 487/2019, 490/2019 – Τμήμα Ε’ Ποινικό, 841/2019 – Τμήμα ΣΤ’ Ποινικό)
Απόσπασμα της απόφασης
[..] Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσεως που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου “τρίτος”, αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παραστάσεως για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κλπ), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου έννομου αγαθού.
Δεν αποκλείεται δε ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει κάποιον, να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη.
[..] Συνεπώς με βάση τα παραπάνω δεν τελέστηκε σε βάρος του ενάγοντος το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης διότι …. οι παραπάνω ισχυρισμοί των εναγόμενων έλαβαν χώρα σε απολογητικό τους υπόμνημα που κατατέθηκε στον Πταισματοδίκη Νίκαιας, ο οποίος δεν θεωρείται τρίτος ενώπιον του οποίου τελείται το ανωτέρω αδίκημα”.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση λόγω της ερημοδικίας στον πρώτο βαθμό των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσιβλήτων κατά παραδοχή της έφεσής τους, απέρριψε στη συνέχεια την αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος ως ουσιαστικά αβάσιμη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δηλαδή ότι τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρόσωπα (ήτοι ο Πταισματοδίκης Νίκαιας, οι γραμματείς του Πταισματοδικείου Νίκαιας, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών και οι γραμματείς του Πρωτοδικείου Αθηνών) δεν θεωρούνται τρίτοι, παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή, τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, αφού, όπως αναφέρθηκε, στην έννοια του τρίτου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού.
Επομένως, ο πρώτος, από τον αρ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση αυτή, είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, κατά παραδοχή του προαναφερόμενου λόγου αναιρέσεως, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση του δευτέρου, από τον αρ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλον Δικαστή.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση 789/2019 στο areiospagos.gr