Δικαστήριο ΕΕ: Ο ανήλικος διαθέτει «επαρκείς πόρους», ακόμη και όταν αυτοί προέρχονται από απασχόληση την οποία ασκεί παράνομα ο πατέρας του, χωρίς τίτλο διαμονής και άδεια εργασίας
Με τη δημοσιευθείσα στις 2-10-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι ανήλικος πολίτης της Ένωσης διαθέτει «επαρκείς πόρους» ώστε να μην επιβαρύνει υπέρμετρα το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της διαμονής του, ακόμη και όταν οι πόροι αυτοί προέρχονται από εισοδήματα αντλούμενα από απασχόληση την οποία ασκεί παράνομα ο πατέρας του, υπήκοος τρίτου κράτους ο οποίος δεν διαθέτει τίτλο διαμονής και άδεια εργασίας στο εν λόγω κράτος μέλος.
Ειδικότερα, το ΔΕΕ αναγνωρίζει ότι σε μία τέτοια περίπτωση, ο κίνδυνος να επέλθει απώλεια επαρκών πόρων και ο εν λόγω ανήλικος πολίτης της Ένωσης να επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας είναι, λαμβανομένης υπόψη της επισφαλούς καταστάσεως του γονέα του ανηλίκου λόγω του παράνομου χαρακτήρα της διαμονής του, μεγαλύτερος.
Εντούτοις, σύμφωνα με το ΔΕΕ, για να προστατευθούν τα νόμιμα συμφέροντα του κράτους μέλους υποδοχής, η οδηγία 2004/38/ΕΚ περιλαμβάνει διατάξεις που παρέχουν τη δυνατότητα στο τελευταίο αυτό κράτος να λαμβάνει μέτρα σε περίπτωση πραγματικής απώλειας των οικονομικών πόρων, ώστε να αποφεύγεται να επιβαρύνει ο δικαιούχος του δικαιώματος διαμονής τα δημόσια οικονομικά του εν λόγω κράτους μέλους.
Μάλιστα, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι τυχόν αντίθετη ερμηνεία, θα συνιστούσε δυσανάλογη ανάμιξη στην άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του ενδιαφερόμενου ανήλικου πολίτη της Ένωσης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η E. Bajratari, Αλβανίδα υπήκοος, διαμένει στη Βόρεια Ιρλανδία από το 2012.
Ο σύζυγός της, D. Bajratari, επίσης Αλβανός υπήκοος που διαμένει στη Βόρεια Ιρλανδία, ήταν κάτοχος δελτίου διαμονής το οποίο του επέτρεπε να διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο για το χρονικό διάστημα από τις 13 Μαΐου 2009 έως τις 13 Μαΐου 2014. Το εν λόγω δελτίο διαμονής τού χορηγήθηκε λόγω της προηγούμενης σχέσης του με την κ. Toal, υπήκοο του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία έληξε στις αρχές του 2011. Μολονότι ο D. Bajratari εγκατέλειψε το Ηνωμένο Βασίλειο το 2011 για να συνάψει γάμο με την E. Bajratari στην Αλβανία, εντούτοις, επέστρεψε στη Βόρεια Ιρλανδία το 2012. Το δελτίο διαμονής του ουδέποτε ανεκλήθη.
Το ζεύγος έχει τρία τέκνα, όλα γεννημένα στη Βόρεια Ιρλανδία. Τα δύο πρώτα εκ των τέκνων τους έχουν αποκτήσει πιστοποιητικό ιρλανδικής ιθαγένειας.
Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο D. Bajratari άσκησε διάφορες επαγγελματικές δραστηριότητες από το 2009 και ότι, τουλάχιστον από τις 12 Μαΐου 2014, ημερομηνία λήξης της ισχύος του δελτίου διαμονής του, εργάζεται παρανόμως καθόσον δεν διαθέτει τίτλο διαμονής και άδεια εργασίας. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι κανένα μέλος της οικογένειας δεν μετακόμισε ποτέ ούτε διέμεινε ποτέ σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης και ότι οι μόνοι πόροι που διαθέτει η οικογένεια είναι τα εισοδήματα του D. Bajratari.
Μετά τη γέννηση του πρώτου της τέκνου, η E. Bajratari υπέβαλε, στις 9 Σεπτεμβρίου 2013, αίτηση στο Home Office (Υπουργείο Εσωτερικών, Ηνωμένο Βασίλειο), προκειμένου να της αναγνωριστεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, επικαλούμενη την ιδιότητά της ως ασκούσας πράγματι την επιμέλεια του τέκνου της, πολίτη της Ένωσης, και υποστηρίζοντας ότι τυχόν άρνηση να της χορηγηθεί δελτίο διαμονής θα στερούσε από το τέκνο της τα δικαιώματά του ως πολίτη της Ένωσης.
H αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2014 του Secretary of State for the Home Department (Υπουργού Εσωτερικών) για δύο λόγους, ήτοι, πρώτον, διότι η E. Bajratari δεν είχε την ιδιότητα του «μέλους της οικογένειας», υπό την έννοια της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, και, δεύτερον, διότι το τέκνο της δεν πληρούσε την προϋπόθεση της οικονομικής αυτάρκειας που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας. Ωστόσο, δεν αμφισβητήθηκε η συνδρομή της προϋποθέσεως σχετικά με την «πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας».
Στις 8 Ιουνίου 2015, το First-tier Tribunal (Immigration and Asylum Chamber) [πρωτοδικείο διοικητικών διαφορών (τμήμα μετανάστευσης και ασύλου), Ηνωμένο Βασίλειο] απέρριψε την προσφυγή που άσκησε η Ε. Bajratari κατά της απόφασης του Home Office (Υπουργείου Εσωτερικών). Στις 6 Οκτωβρίου 2016, το Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber) [εφετείο διοικητικών διαφορών (τμήμα μετανάστευσης και ασύλου), Ηνωμένο Βασίλειο] απέρριψε το ένδικο μέσο της Ε. Bajratari. Η τελευταία υπέβαλε, κατόπιν αυτού, στο Court of Appeal in Northern Ireland (εφετείο Βόρειας Ιρλανδίας, Ηνωμένο Βασίλειο) αίτηση άδειας να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της απόφασης του Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber) [εφετείου διοικητικών διαφορών (τμήμα μετανάστευσης και ασύλου)].
Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει στο παρελθόν ότι η προϋπόθεση που επιβάλλει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία ο πολίτης της Ένωσης πρέπει να διαθέτει επαρκείς πόρους, πληρούται εφόσον ο εν λόγω πολίτης έχει στη διάθεσή του τους πόρους αυτούς και ότι δεν υπάρχει καμία απαίτηση σχετική με την προέλευση των πόρων αυτών (βλ. αποφάσεις ΔΕΕ: Zhu και Chen, C-200/02, σκέψη 30, καθώς και Alokpa και Moudoulou, C-86/12, σκέψη 27). Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί ειδικά ως προς το ζήτημα αν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα από παράνομη κατά το εθνικό δίκαιο απασχόληση.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Court of Appeal in Northern Ireland (εφετείο Βόρειας Ιρλανδίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ερωτήσει, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο εάν το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ανήλικος πολίτης της Ένωσης διαθέτει επαρκείς πόρους ώστε να μην επιβαρύνει υπέρμετρα το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της διαμονής του, ακόμη και όταν οι πόροι αυτοί προέρχονται από εισοδήματα αντλούμενα από απασχόληση την οποία ασκεί παράνομα ο πατέρας του, υπήκοος τρίτου κράτους ο οποίος δεν διαθέτει τίτλο διαμονής και άδεια εργασίας στο εν λόγω κράτος μέλος.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι, όσον αφορά πολίτες της Ένωσης που έχουν γεννηθεί στο κράτος μέλος υποδοχής και δεν έχουν κάνει ποτέ χρήση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας, όπως τα δύο πρώτα τέκνα της Ε. Bajratari, έχει κρίνει ότι οι εν λόγω πολίτες της Ένωσης δύνανται να επικαλεσθούν το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και τις διατάξεις που έχουν θεσπισθεί για την εφαρμογή του. Επομένως, το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και η οδηγία 2004/38/ΕΚ παρέχουν καταρχήν στα δύο πρώτα τέκνα της Ε. Bajratari δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ακόμα, όσον αφορά, ιδίως, την προϋπόθεση σχετικά με τον επαρκή χαρακτήρα των πόρων που διαλαμβάνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, το Δικαστήριο και πάλι υπενθυμίζει πως έχει κρίνει ότι, μολονότι ο πολίτης της Ένωσης οφείλει να διαθέτει επαρκείς πόρους, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει καμία προϋπόθεση ως προς την προέλευση των εν λόγω πόρων, οι οποίοι μπορούν να προέρχονται, μεταξύ άλλων, από υπήκοο τρίτου κράτους, γονέα των ενδιαφερόμενων ανήλικων πολιτών της Ένωσης.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο προσπαθεί να εξακριβώσει εάν η προϋπόθεση σχετικά με τον επαρκή χαρακτήρα των πόρων πληρούται ακόμα και όταν οι πόροι που ανήλικος πολίτης της Ένωσης προτίθεται να επικαλεσθεί, για τους σκοπούς του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, προέρχονται από εισοδήματα τα οποία ο γονέας του, που είναι υπήκοος τρίτου κράτους, αντλεί από απασχόληση την οποία ασκεί στο κράτος μέλος υποδοχής, χωρίς να διαθέτει τίτλο διαμονής και άδεια εργασίας στο κράτος μέλος υποδοχής.
Στα πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι από κανένα στοιχείο του γράμματος του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ δεν μπορεί να συναχθεί ότι μόνον οι πόροι που αντλούνται από απασχόληση την οποία ασκεί υπήκοος τρίτου κράτους, που είναι γονέας ανήλικου πολίτη της Ένωσης, καθ’ ον χρόνο διαθέτει τίτλο διαμονής και άδεια εργασίας, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της διατάξεως αυτής. Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη απαιτεί απλώς και μόνον οι ενδιαφερόμενοι πολίτες της Ένωσης να έχουν στη διάθεσή τους επαρκείς πόρους ώστε να μην επιβαρύνουν υπέρμετρα, κατά τη διάρκεια της διαμονής τους, το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, χωρίς να θέτει καμία άλλη προϋπόθεση, ιδίως όσον αφορά την προέλευση των πόρων αυτών.
Επιπλέον, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεδομένου ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας αποτελεί, ως θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ένωσης, τον γενικό κανόνα, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ προϋποθέσεις πρέπει να ερμηνεύονται τηρουμένων των ορίων που επιβάλλονται από το δίκαιο της Ένωσης και την αρχή της αναλογικότητας.
Το Δικαστήριο αναγνωρίζει, αφενός, ότι, όταν οι πόροι που διαθέτει ανήλικος πολίτης της Ένωσης για την κάλυψη των αναγκών του και των αναγκών των μελών της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο κράτος μέλος υποδοχής προέρχονται από εισοδήματα αντλούμενα από εργασία την οποία παρέχει, εντός αυτού του κράτους μέλους, ο γονέας του, που είναι υπήκοος τρίτου κράτους και δεν διαθέτει τίτλο διαμονής και άδεια εργασίας, ο κίνδυνος να επέλθει απώλεια επαρκών πόρων και ο εν λόγω ανήλικος πολίτης της Ένωσης να επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας είναι, λαμβανομένης υπόψη της επισφαλούς καταστάσεως του γονέα του ανηλίκου λόγω του παράνομου χαρακτήρα της διαμονής του, μεγαλύτερος.
Αφετέρου, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι για να προστατευθούν τα νόμιμα συμφέροντα του κράτους μέλους υποδοχής, η οδηγία 2004/38/ΕΚ περιλαμβάνει διατάξεις που παρέχουν τη δυνατότητα στο τελευταίο αυτό κράτος να λαμβάνει μέτρα σε περίπτωση πραγματικής απώλειας των οικονομικών πόρων, ώστε να αποφεύγεται να επιβαρύνει ο δικαιούχος του δικαιώματος διαμονής τα δημόσια οικονομικά του εν λόγω κράτους μέλους.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι τυχόν ερμηνεία της προϋποθέσεως σχετικά με τον επαρκή χαρακτήρα των πόρων, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία ανήλικος πολίτης της Ένωσης δεν μπορεί να επικαλεσθεί, για τους σκοπούς της διατάξεως αυτής, εισοδήματα αντλούμενα από απασχόληση την οποία ασκεί, στο κράτος μέλος υποδοχής, ο γονέας του, υπήκοος τρίτου κράτους ο οποίος δεν διαθέτει τίτλο διαμονής και άδεια εργασίας στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, θα προσέθετε στην εν λόγω προϋπόθεση μια απαίτηση σχετικά με την προέλευση των πόρων τους οποίους παρέχει ο γονέας αυτός, η οποία θα συνιστούσε δυσανάλογη ανάμιξη στην άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του ενδιαφερόμενου ανήλικου πολίτη της Ένωσης το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ, καθόσον η ως άνω απαίτηση δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι εθνικό μέτρο, το οποίο παρέχει στις αρχές του οικείου κράτους μέλους τη δυνατότητα να αρνηθούν την αναγνώριση δικαιώματος διαμονής σε ανήλικο πολίτη της Ένωσης για τον λόγο ότι οι πόροι που αυτός προτίθεται να επικαλεσθεί, για τους σκοπούς του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, προέρχονται από απασχόληση την οποία ασκεί ο γονέας του, υπήκοος τρίτου κράτους ο οποίος δεν διαθέτει τίτλο διαμονής και άδεια εργασίας, ενώ οι πόροι αυτοί παρέχουν στον εν λόγω πολίτη της Ένωσης τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει, ήδη επί μία δεκαετία, στις δικές του ανάγκες και στις ανάγκες των μελών της οικογένειάς του χωρίς να χρειάζεται να προσφύγει στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του εν λόγω κράτους μέλους [στοιχεία της υπόθεσης εν προκειμένω, τα οποία προκύπτουν τόσο από τις παρατηρήσεις της Ε. Bajratari όσο και από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο], βαίνει προδήλως πέραν του αναγκαίου για την προστασία των δημόσιων οικονομικών του εν λόγω κράτους μέλους ορίου.
Πρόσθετα, κατά το Δικαστήριο, η προμνημονευθείσα ερμηνεία θα αντέβαινε στον σκοπό που επιδιώκεται με την οδηγία 2004/38/ΕΚ, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, στο να διευκολυνθεί η άσκηση του θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, το οποίο παρέχεται απευθείας στους πολίτες της Ένωσης βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και στο να ενισχυθεί το εν λόγω δικαίωμα.
Τέλος, όσον αφορά την επίκληση λόγων σχετιζόμενων με την τήρηση της δημοσίας τάξεως για να δικαιολογηθεί ο προαναφερθείς περιορισμός τον οποίο συνεπάγεται για το δικαίωμα διαμονής ανήλικου πολίτη της Ένωσης, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ο συγκεκριμένος δικαιολογητικός λόγος παρεκκλίσεως πρέπει να ερμηνεύεται στενά και, ως εκ τούτου, το περιεχόμενό του δεν δύναται να καθορίζεται μονομερώς από τα κράτη μέλη άνευ ελέγχου εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.
Καταλήγει δε το Δικαστήριο ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, διαπιστώνεται, ότι δεν πληρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να δικαιολογείται, για λόγους δημοσίας τάξεως, ο περιορισμός του δικαιώματος διαμονής των δύο πρώτων τέκνων της E. Bajratari, ο οποίος απορρέει από τον αποκλεισμό από την έννοια των «επαρκών πόρων», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, των εισοδημάτων που αντλούνται από εργασία που παρέχεται παράνομα από τον πατέρα τους.
Το Δικαστήριο, εκ των ανωτέρω, αποφαίνεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ανήλικος πολίτης της Ένωσης διαθέτει επαρκείς πόρους ώστε να μην επιβαρύνει υπέρμετρα το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της διαμονής του, ακόμη και όταν οι πόροι αυτοί προέρχονται από εισοδήματα αντλούμενα από απασχόληση την οποία ασκεί παράνομα ο πατέρας του, υπήκοος τρίτου κράτους ο οποίος δεν διαθέτει τίτλο διαμονής και άδεια εργασίας στο εν λόγω κράτος μέλος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA