ΠΠρΑθ 5391/2004
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ακυρώσιμη διαθήκη – Ιδιόγραφη διαθήκη – Παράλειψη νόμιμου μεριδούχου -.
Ακυρώσιμη είναι η ιδιόγραφη διαθήκη, στην οποία, η εκ μέρους του αποβιώσαντος διαθέτη πλήρης και ολοσχερής παράλειψή του να εγκαταστήσει, με αυτήν, ως κληρονόμο την νόμιμη μεριδούχο – ενάγουσα μητέρα του, είναι ακούσια και οφείλεται σε άγνοια της υπάρξεως της ιδιότητας της ενάγουσας ως μεριδούχου (πλάνη του διαθέτη ως προς το δίκαιο), ενώ αντιθέτως, εάν ο ίδιος εγνώριζε την ύπαρξη της τοιαύτης ιδιότητας της ενάγουσας, αναμφιβόλως δεν θα συνέτασσε την εν λόγω διαθήκη του με το ανωτέρω περιεχόμενο, καθόσον δεν συνάγεται διαφορετική βούλησή του.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός Απόφασης 5391/2004
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ευγενία Κασωτάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ευθαλία Βράϊλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών εκτελούσα χρέη Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Στυλιανή Αλεξανδράκη, Πρωτοδίκη, και από την Γραμματέα Σπυριδούλα Ζαχαρή.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19-1-2004, γιά να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: Α. χήρας Η. Τ., το γένος Μ. Μ., κατοίκου Κηφισιάς Αττικής, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Θεόδωρος Γιαννατσής.
Της εναγομένης: Α. θυγ. Α. Π., χήρας Γ. Τ., κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξουσία δικηγόρος της Ειρήνη Κοβάνη.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η αγωγή της, που κατατέθηκε με αρ. 5629/2003, προσδιορίστηκε για τις 19-1-2004 και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά την συζήτηση της υποθέσεως, παραστάθηκαν στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΙ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η ενάγουσα στην υπό κρίση από 11-6-2003 αγωγή της περί ακυρώσεως διαθήκης εκθέτει ότι την 6-12-2002 απεβίωσε στην Κηφισιά Αττικής ο γιος της Γ. Τ. του Η., ηλικίας 42 ετών, κάτοικος εν ζωή Κηφισιάς Αττικής, και άφησε ως πλησιέστερους συγγενείς του την εναγομένη σύζυγό του, την ενάγουσα μητέρα του, η οποία είναι αναγκαία νόμιμη κληρονόμος – μεριδούχος, και τους δύο αδελφούς του Μ. και Λ. Τ. του Η.. Ότι ο αποβιώσας γιoς της με την από 7-12-2000 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νομίμως και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. 439/21-2-2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε στον τόμο 2563, με αριθμό 126, των βιβλίων διαθηκών του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, εγκατέστησε την εναγομένη σύζυγό του γενική κληρονόμο, στην οποία άφησε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, όπως το περιεχόμενο – κείμενο της εν λόγω διαθήκης αναφέρεται ειδικότερα στην αγωγή. Ότι η κληρονομιαία περιουσία του αποβιώσαντος διαθέτη γιου της αποτελείται από τα ακίνητα που περιγράφονται λεπτομερώς στην αγωγή. Ότι ο αποβιώσας με την εν λόγω ιδιόγραφη διαθήκη του παρέλειψε να εγκαταστήσει την ίδια (ενάγουσα) ως κληρονόμο, καίτοι η ίδια είναι νόμιμη μεριδούχος, χωρίς λόγο αποκληρώσεως. Ότι η παράλειψη αυτή εκ μέρους του διαθέτη οφείλεται στο γεγονός ότι κατά τον χρόνο της συντάξεως της διαθήκης ο ίδιος αγνοούσε την ιδιότητά της (της ενάγουσας) ως αναγκαίας κληρονόμου του – μεριδούχου, η δε άγνοιά του αυτή επέδρασε αποφασιστικώς στην διαμόρφωση της βουλήσεώς του. Ότι η εγκατάσταση της εναγομένης συζύγου του ως κληρονόμου με την ως άνω διαθήκη έγινε υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει κληρονόμος με την ιδιότητα του νομίμου μεριδούχου, στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν συντρέχει τέτοια προϋπόθεση. Ότι η ίδια (ενάγουσα) έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της ένδικης αγωγής, καθόσον, εάν ακυρωθεί η ως άνω διαθήκη, θα επέλθει μετά την ακύρωσή της η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, και έτσι η ίδια θα λάβει την εξ αδιαθέτου ανάλογη κληρονομική μερίδα της (επί της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος). Ότι η αξία του αντικειμένου της διαφοράς όσον αφορά τα λεπτομερώς περιγραφόμενα στην αγωγή κληρονομιαία ακίνητα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 257.869,66 ευρώ. Ζητεί δε (η ενάγουσα) να ακυρωθεί η ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος γιου της και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα (της ενάγουσας). Η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 18 αριθ. 1, 22 και 30 ΚΠολΔ.), κατά την τακτική διαδικασία, και είναι νόμιμη. Στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1716, 1721, 1722, 1774, 1776, 1777, 1778, 1786, 1787, 1788, 180, 184 ΑΚ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1814, 1820, 1825, 1829 ΑΚ., και 176 Κ.Πολ.Δ. Επομένως, αφού δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.
Κατά την διάταξη του άρθρου 1786 ΑΚ (παράλειψη μεριδούχου) ορίζεται ότι: “Η διαθήκη είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης παρέλειψε το μεριδούχο που υπήρχε κατά το θάνατό του και η ύπαρξή του κατά τη σύνταξη της διαθήκης δεν του ήταν γνωστή, ή που γεννήθηκε ή έγινε μεριδούχος μετά τη σύνταξή της. Η ακύρωση αποκλείεται, όταν αποδεικνύεται ότι ο διαθέτης θα προχωρούσε στη σύνταξη της διαθήκης και αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση που υπήρχε ή επήλθε”. Ο νομοθέτης, αποσκοπώντας στην προστασία του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος του μεριδούχου που παραλείφθηκε, υπολαμβάνει ότι κατά κανόνα η παράλειψη μνημόνευσής του στην διαθήκη οφείλεται (όχι σε έλλειψη στοργής, αλλά) σε πλάνη του διαθέτη ως προς τα παραγωγικά της βουλήσεώς του αίτια. Τέτοιο “πεπλανημένο αίτιο” της παράλειψης του μεριδούχου αποτελεί, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, η (αναγόμενη στο παρόν) άγνοια του διαθέτη ως προς την ύπαρξη του μεριδούχου που παραλείφθηκε και η (αναγόμενη στο μέλλον) “παράσταση” του διαθέτη ότι στο μέλλον δεν θα γεννηθεί τέτοιος μεριδούχος ή δεν θα αποκτήσει άλλο πρόσωπο την ιδιότητα του μεριδούχου. Ο νομοθέτης θεμελιώνει, έτσι, την ρύθμιση στην εικαζόμενη βούληση του διαθέτη. Όταν, συνεπώς, ανατρέπονται οι παραπάνω “παραστάσεις”, ο νόμος (εφόσον δεν προκύπτει αντίθετη βούληση του διαθέτη) επιτρέπει την ακύρωση, και μάλιστα ολόκληρης της διαθήκης, χωρίς να απαιτεί την συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 1784 ΑΚ (δηλαδή τη μνημόνευση του “πεπλανημένου” αιτίου στην διαθήκη και τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στην πλάνη του διαθέτη και στην παράλειψη του μεριδούχου). Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 1786 ΑΚ είναι οι εξής: 1) Παράλειψη μεριδούχου. Γιά την εφαρμογή του άρθρου 1786 ΑΚ και την συνακόλουθη ακυρωσία της διαθήκης θα πρέπει η παράλειψη του μεριδούχου: α) Να είναι πλήρης. Εδώ ο διαθέτης δεν καταλείπει στον μεριδούχο οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, ούτε και τον αποκληρώνει. Υπογραμμίζεται ότι παράλειψη μεριδούχου δεν υπάρχει αν καταλείφθηκε στον μεριδούχο κάποιο μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας, έστω και μικρό. Αν με το μικρό αυτό μέρος δεν συμπληρώνεται η νόμιμη μοίρα του, δικαιούται ο μεριδούχος να ζητήσει την συμπλήρωσή της κατ’ άρθρο 1827 ΑΚ, ενώ παραμένει δυνατή και η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1784 ΑΚ -(ακυρώσιμη η διάταξη της διαθήκης λόγω πλάνης), εφόσον βεβαίως συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της. β) Να αφορά τον μεριδούχο, υπό την ιδιότητα ακριβώς αυτή (του μεριδούχου). Έτσι, κατά την κρατούσα άποψη, υπάρχει “παράλειψη” όταν ο διαθέτης μνημονεύει ορισμένο πρόσωπο, αγνοώντας ότι έχει την ιδιότητα του μεριδούχου, ή πρόσωπο, το οποίο έγινε αργότερα μεριδούχος (λ.χ. επειδή τέλεσε γάμο με το διαθέτη ή αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε από αυτόν). 2) Άγνοια της ύπαρξης του μεριδούχου ή μεταγενέστερη εμφάνιση μεριδούχου. Ο διαθέτης θα πρέπει να παρέλειψε το μεριδούχο, επειδή κατά την σύνταξη της διαθήκης του αγνοούσε είτε την ύπαρξή του έστω και ως συνειλημμένου (πραγματική πλάνη), είτε – κατά την κρατούσα άποψη – την ιδιότητά του ως μεριδούχου (πλάνη ως προς το δίκαιο). Εάν όμως δεν συντρέχει η προϋπόθεση της ανυπαρξίας του μεριδούχου ή της ανυπαρξίας της ιδιότητάς του ως μεριδούχου, η διαθήκη (ολόκληρη) καθίσταται ακυρώσιμη, τεκμαιρομένου ότι ο διαθέτης, εφόσον εγνώριζε την ύπαρξη μεριδούχου ή την τοιαύτη ιδιότητα, δεν θα συνέτασσε την διαθήκη με το αυτό περιεχόμενο. Η παράλειψη του μεριδούχου θα πρέπει να είναι ακούσια και να μην οφείλεται σε πρόθεση του διαθέτη να αποκληρώσει τον μεριδούχο. Σε σχέση με την ανωτέρω περίπτωση της πλάνης ως προς το δίκαιο, υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή δεν χωρεί ακύρωση. Εάν δηλαδή ο διαθέτης δεν άφησε τίποτα, λ.χ. στην μητέρα του, θα ανταποκρίνεται στην υποθετική βούλησή του, ότι και αν ακόμη γνώριζε ότι η μητέρα του είναι μεριδούχος, δεν θα της άφηνε τίποτε περισσότερο από τη νόμιμη μοίρα της, την οποία όμως (νόμιμη μοίρα της μητέρας του) εξασφαλίζει με το άρθρο 1825 ΑΚ., ώστε να μην τίθεται ζήτημα ακύρωσης κατά το άρθρο 1786 ΑΚ. 3) Μη συναγωγή αντίθετης βούλησης του διαθέτη (πρόκειται για την διερεύνηση της εικαζομένης βούλησης του διαθέτη, την οποία θα είχε κατά τον χρόνο συντάξεως της διαθήκης του). Θα πρέπει συνεπώς να προκύψει ότι ο διαθέτης θα συνέτασσε την ίδια διαθήκη (δηλαδή δεν θα μνημόνευε σ’ αυτήν τον μεριδούχο που επιδιώκει την ακύρωσή της), έστω και αν, κατά την σύνταξή της, γνώριζε την ύπαρξή του ή προέβλεπε την μεταγενέστερη γέννησή του ή την απόκτηση εκ μέρους του της ιδιότητας αυτής. Με την ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 1786 ΑΚ παρέχεται προστασία ανεξάρτητη αλλά και ευρύτερη από αυτήν που παρέχουν οι διατάξεις για τη νόμιμη μοίρα (άρθρο 1825 επ. ΑΚ.), αφού με την ακύρωση ο μεριδούχος που παραλείφθηκε δεν θα πάρει απλώς τη νόμιμη μοίρα του, αλλά την εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα του. Κατά την μάλλον κρατούσα άποψη, η κατ’ άρθρο 1786 ΑΚ ακύρωση της διαθήκης είναι καθολική και λειτουργεί και υπέρ των άλλων εξ αδιαθέτου κληρονόμων, ακυρώνονται δηλαδή όλες οι κληρονομικές εγκαταστάσεις, κληροδοσίες, τρόποι, κ.λπ., και επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή, ακριβώς όπως όταν δεν έχει συνταχθεί η διαθήκη. Η ακυρώσιμη διαθήκη, μετά την ακύρωσή της, εξομοιώνεται με την εξ αρχής άκυρη (άρθρα 180, 184 ΑΚ). Έτσι, η τελευταία διάταξη εξαφανίζεται, χωρίς να είναι επιτρεπτό να αντικατασταθεί με την εικαζόμενη βούληση του διαθέτη, και επέρχεται είτε (κατά κανόνα) η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, είτε “αναβιώνει” η διαθήκη που είχε ανακληθεί με την διάταξη που ακυρώθηκε, δηλαδή η τυχόν υπάρχουσα προγενέστερη διαθήκη (βλ. σχετικώς Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθοπούλου Αστικός Κώδικας, Τόμος ΙΧ, Κληρονομικό Δίκαιο 1996, σχολιασμός του άρθρου 1786 ΑΚ., σελ. 307-310, και σχολιασμός του άρθρου 1787 ΑΚ, σελ. 314 – 315, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, Τόμος Β’, 2001, σχολιασμός του άρθρου 1786 ΑΚ, σελ. 2249, Ολ. ΑΠ. 1014/1972 ΝοΒ 21,592 και ΕΕΝ 40,391, ΑΠ. 460/1972 ΝοΒ 20, 1284 και ΕΕΝ 39, 722, ΑΠ 360/1966 ΝοΒ 15, 125 και ΕΕΝ 34, 136, Εφ. Αθ. 84/1967 ΝοΒ 15, 949, Εφ. Θεσ. 20/1959 Αρχ. Ν. 10, 335).
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων Κ. Μ. και Ε. Δ. – Π. (ενός από κάθε πλευρά αντίστοιχα), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, λαμβανομένων υπόψη και των νομίμως γενόμενων, έπειτα από προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης – αντίδικης από την ενάγουσα (βλ. τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την ενάγουσα από 16-12-2003 εξώδικη γνωστοποίηση και κλήση προς την εναγομένη και την υπ’ αριθμ. 889 Δ’ /17-12-2003 έκθεση επιδόσεως αυτής του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών (Ι. Ζ.), υπ’ αριθ. 4318, 4319 και 4320/23-12-2003 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της ενάγουσας Γ. Τ., Μ. Κ. και Β. Μ. αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου Αττικής Αντωνίου Κουρτόγλου (βλ. άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 12 του Ν. 2915/2001, καθώς και άρθρο 339 ΚΠολΔ όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 14 του ιδίου Νόμου), σε συνδυασμό και προς όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 6-12-2002 απεβίωσε στην Κηφισιά Αττικής ο Γ. Τ. του Η. και της Ά., γιος της ενάγουσας Ά. χήρας Η. Τ., το γένος Μ. Μ., και σύζυγος της εναγομένης Α. χήρας Γ. Τ., το γένος Ά. Π., ηλικίας κατά τον χρόνο του θανάτου του 44 ετών (γεννηθείς το έτος 1958 στην Αθήνα), κάτοικος εν ζωή Κηφισιάς Αττικής (επί της οδού Α. αριθ. *), και άφησε ως πλησιέστερους συγγενείς του τους εξής: 1) την εναγομένη σύζυγό του, κάτοικο Νέας Σμύρνης Αττικής (οδός Ν. Π. αριθ. *), 2) την ενάγουσα μητέρα του, κάτοικο Κηφισιάς Αττικής (οδός Δ. αριθ. *), 3) τον αδελφό του Λ. Τ. του Η. και της Ά., κάτοικο Κηφισιάς Αττικής (οδός Δ. αριθ. *), και 4) τον αδελφό του Μ. Τ. του Η. και της Ά., κάτοικο ωσαύτως Κηφισιάς Αττικής (οδός Δ. αριθ. *, βλ. το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την ενάγουσα υπ’ αριθ. πρωτ. 12454/28-5-2003 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Κηφισιάς Αττικής). Ο αποβιώσας Γ. Τ. από τον γάμο του με την εναγομένη σύζυγό του δεν είχε αποκτήσει τέκνα. Η υπάρχουσα κατά τον χρόνο του θανάτου του αποβιώσαντος κληρονομιαία ακίνητη περιουσία του, αποτελείται από τα κάτωθι ακίνητα:
1) Το ένα δωδέκατο (1/12) εξ αδιαιρέτου μιας οικοπεδικής εκτάσεως 11.600 τετραγωνικών μέτρων συνολικώς, που βρίσκεται στην θέση “Ελαιώνας” ή “Αγία Τριάδα” ή “Βοτανικός”, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, της περιφερείας του Δήμου Αθηναίων, επί των οδών Α. Ά. και Ο., που εμφαίνεται με τα στοιχεία Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Α στο από μηνός Απριλίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού Μ. Η.. Τ., και συνορεύει, σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα αυτό, Βορείως με πρόσωπο Α Β Γ Δ συνολικού μήκους μέτρων εκατόν ογδόντα τριών (183,00), ήτοι (ΑΒ μ. 29,00 + ΒΓ μ. 87,60 + +ΓΔ μ. 66,40 = 183,00 μ.), με την οδό Ο. πλάτους επτά (7,00) μέτρων, Νοτίως εν μέρει και με πλευρά Ζ Η Θ συνολικού μήκους μέτρων εκατόν τριάντα τριών και 0,15 (133, 15), ήτοι (ΖΗ μ. 83,75 + ΗΘ μ. 49,40 = 133,15), με ιδιοκτησία Ν. και Δ. Τ., Ανατολικώς με πλευρά Α Κ Ι συνολικού μήκους μέτρων εβδομήντα επτά και 0,60 (77,60), ήτοι (ΑΚ μ. 41,20 + ΚΙ μ. 36,40 = 77,60 μ) με ιδιοκτησία Ν. και Δ. Τ. και Δυτικώς με πρόσωπο Δ Ε Ζ συνολικού μήκους μέτρων τριάντα επτά και 0,25 (37,25), ήτοι (ΔΕ μ. 10,25 + ΕΖ μ. 27,00 = 37,25 μ.), με την οδό Α. Ά., συνολικής αντικειμενικής αξίας 2.051.367,16 ευρώ και αξίας μεριδίου 180.000 ευρώ.
2. Το ένα τέταρτο ( 1/4 ) εξ αδιαιρέτου, των περιγραφομένων κατωτέρω διακεκριμένων – χωριστών οριζοντίων ιδιοκτησιών, επί μίας πολυόροφης οικοδομής, που έχει υπαχθεί στις περί οριζοντίου ιδιοκτησίας διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 Α.Κ, δυνάμει της με αριθμό 71.739/- 1982 πράξεως συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Π., που έχει νομίμως μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Κηφισιάς στον τόμο 8 και με αριθμό μεταγραφής 28, όπως αυτή ισχύει μετά τις νόμιμες τροποποιήσεις της, και βρίσκεται στην Κηφισιά Αττικής, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου και της Κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Κηφισιάς, τέως Δήμου Αθηναίων, στην θέση “ΑΒΔΑΛΑ”, έναντι του σιδηροδρομικού σταθμού Κηφισιάς, εντός του υπ’ αρ. (87) Ο.Τ. και επί των οδών Αδριανού και Δραγούμη, η οποία πολυκατοικία αποτελείται από Υπόγειο όροφο, Ισόγειο μετά παταρίου όροφο, ημιόροφο, πρώτο (Α’) επάνω από τον ισόγειο όροφο και Δώμα, είναι δε κτισμένη επί οικοπέδου, αρτίου και οικοδομησίμου, το οποίο έχει έκταση μέτρα τετραγωνικά σύμφωνα με τον τίτλο κτήσεως, χίλια τετρακόσια δέκα (1.410,00) και σύμφωνα με νεώτερη και επακριβή καταμέτρηση μέτρα τετραγωνικά χίλια τετρακόσια ένα και 0,36 (1.401,36) και εμφαίνεται:
α) Με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία (Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Α) στο από 20 Απριλίου 1978 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Γ. Π., το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αριθ. 55.678/1978 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Ε. Π., και β) με τα ίδια ως άνω αλφαβητικά στοιχεία και στο από Απριλίου 1979 τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου ως άνω μηχανικού, το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αριθ. 71.739/1982 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Ε. Π. και γ) με τη σημερινή του μορφή και κατάσταση. Αυτές οι κατά τα άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες ορίζονται ως ακολούθως, ήτοι :
2.1. Η υπό στοιχεία ΣΙΓΜΑ κεφαλαίο ΤΕΣΣΕΡΑ (Σ4) οριζόντια ιδιοκτησία (θέση στάθμευσης αυτοκινήτου) του ΥΠΟΓΕΙΟΥ ορόφου της άνω οικοδομής, που εμφαίνεται με τα στοιχεία αυτά (Σ4) στο από Οκτωβρίου 1997 σχεδιάγραμμα κάτοψης υπογείου του αρχιτέκτονα – μηχανικού Μ. Η. Τ., και οι ποσοστιαίες αυτής αναλογίες στον υπό του άνω μηχανικού συνταχθέντα πίνακα κατανομής ποσοστών με τα ίδια στοιχεία, αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά έντεκα και 0,84 (11,84), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά τριάντα πέντε και 0,52 (35,52), αναλογία όγκου κοινοχρήστων γκαράζ μέτρα κυβικά σαράντα πέντε και 0,62 (45,62), συνολικό όγκο μέτρα κυβικά (81,14), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου επτά χιλιοστά (7/οοο), το οποίο αναλογεί σε μέτρα τετραγωνικά εννέα και 0,80 (9,80) εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, δεν συμμετέχει στις δαπάνες ανελκυστήρα, κοινών βαρών και θέρμανσης, έχει ψήφους (7) σε σύνολο χιλίων (1000) και συνορεύει γύρωθεν με κοινόχρηστο χώρο ελιγμών, (Σ3) και (Σ5) θέσεις σταθμεύσεως και άσκαφτο χώρο του οικοπέδου, συνολικής αντικειμενικής αξίας 1999,92 ευρώ και αξίας μεριδίου 499,98 ευρώ.
2.2. Η υπό στοιχεία ΣΙΓΜΑ κεφαλαίο ΠΕΝΤΕ (Σ5) οριζόντια ιδιοκτησία (θέση στάθμευσης αυτοκινήτου) του ΥΠΟΓΕΙΟΥ ορόφου της άνω οικοδομής, που εμφαίνεται με τα στοιχεία αυτά (Σ5) στο άνω σχεδιάγραμμα κάτοψης υπογείου και οι ποσοστιαίες αυτής αναλογίες στον προαναφερόμενο πίνακα κατανομής ποσοστών με τα ίδια στοιχεία, αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά δέκα τρία και 0,82 (13,82), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά σαράντα ένα και 0,46 (41,46), αναλογία όγκου κοινοχρήστων γκαράζ μέτρα κυβικά πενήντα τρία και 0,25 (53,25), συνολικό όγκο μέτρα κυβικά (94,71), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου επτά χιλιοστά (7/οοο), το οποίο αναλογεί σε μέτρα τετραγωνικά εννέα και 0,80 (9,80) εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, δεν συμμετέχει στις δαπάνες ανελκυστήρα, κοινών βαρών και θέρμανσης, έχει ψήφους (7) σε σύνολο χιλίων (1000) και συνορεύει γύρωθεν με κοινόχρηστο χώρο ελιγμών, (Σ4) και (Σ6) θέσεις σταθμεύσεως και άσκαφτο χώρο του οικοπέδου, συνολικής αντικειμενικής αξίας 2.334,36 ευρώ και αντικειμενικής αξίας μεριδίου 583 ευρώ.
2.3. Η υπό στοιχεία ΣΙΓΜΑ κεφάλαιο ΕΞΗ (Σ6) οριζόντια ιδιοκτησία (θέση στάθμευσης αυτοκινήτου) του ΥΠΟΓΕΙΟΥ ορόφου της άνω οικοδομής, που εμφαίνεται με τα στοιχεία αυτά (Σ6) στο άνω σχεδιάγραμμα κάτοψης υπογείου και οι ποσοστιαίες αυτής αναλογίες στον προαναφερόμενο πίνακα κατανομής ποσοστών με τα ίδια στοιχεία, αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά δέκα τρία και 0,82 (13,82), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά σαράντα ένα και 0,46 (41,46), αναλογία όγκου κοινοχρήστων γκαράζ μέτρα κυβικά πενήντα τρία και 0,25 (53,25), συνολικό όγκο μέτρα κυβικά (94,71), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου επτά χιλιοστά (7/οοο), το οποίο αναλογεί σε μέτρα τετραγωνικά εννέα και 0,80 (9,80) εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, δεν συμμετέχει στις δαπάνες ανελκυστήρα, κοινών βαρών και θέρμανσης, έχει ψήφους (7) σε σύνολο χιλίων (1000) και συνορεύει γύρωθεν με κοινόχρηστο χώρο ελιγμών, (Σ5) και (Σ7) θέσεις σταθμεύσεως και άσκαφτο χώρο του οικοπέδου, συνολικής αντικειμενικής αξίας 2.334 ευρώ και αντικειμενικής αξίας μεριδίου 583 ευρώ.
2.4. Η υπό στοιχεία ΣΙΓΜΑ κεφαλαίο ΕΠΤΑ (Σ7) οριζόντια ιδιοκτησία (θέση στάθμευσης αυτοκινήτου) του ΥΠΟΓΕΙΟΥ ορόφου της άνω οικοδομής, που εμφαίνεται με τα στοιχεία αυτά (Σ7) στο άνω σχεδιάγραμμα κάτοψης υπογείου και οι ποσοστιαίες αυτής αναλογίες στον προαναφερόμενο πίνακα κατανομής ποσοστών με τα ίδια στοιχεία, αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά δώδεκα και 0,42 (12,42), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά τριάντα επτά και 0,26 (37,26), αναλογία όγκου κοινοχρήστων γκαράζ μέτρα κυβικά σαράντα επτά και 0,84 (47,84), συνολικό όγκο μέτρα κυβικά (85,10), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου επτά χιλιοστά (7/οοο), το οποίο αναλογεί σε μέτρα τετραγωνικά εννέα και 0,80 (9,80) εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, δεν συμμετέχει στις δαπάνες ανελκυστήρα, κοινών βαρών και θέρμανσης, έχει ψήφους (7) σε σύνολο χιλίων (1000) και συνορεύει γύρωθεν με κοινόχρηστο χώρο ελιγμών, (Σ6) και (Σ8) θέσεις σταθμεύσεως και άσκαφτο χώρο του οικοπέδου, συνολικής αντικειμενικής αξίας 2097,89 ευρώ και αντικειμενικής αξίας μεριδίου, 524,47 ευρώ .
2.5. Η υπό στοιχεία ΣΙΓΜΑ κεφαλαίο ΟΚΤΩ (Σ8) οριζόντια ιδιοκτησία (θέση στάθμευσης αυτοκινήτου) του ΥΠΟΓΕΙΟΥ ορόφου της άνω οικοδομής, που εμφαίνεται με τα στοιχεία αυτά (Σ8) στο άνω σχεδιάγραμμα κάτοψης υπογείου και οι ποσοστιαίες αυτής αναλογίες στον προαναφερόμενο πίνακα κατανομής ποσοστών με τα ίδια στοιχεία, αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά δέκα τρία και 0,29 (13,29), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά τριάντα εννέα και 0,87 (39,87), αναλογία όγκου κοινοχρήστων γκαράζ μέτρα κυβικά πενήντα ένα και 0,20 (51,20), συνολικό όγκο μέτρα κυβικά (91,07), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου επτά χιλιοστά (7/οοο), το οποίο αναλογεί σε μέτρα τετραγωνικά εννέα και 0,80 (9,80) εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, δεν συμμετέχει στις δαπάνες ανελκυστήρα, κοινών βαρών και θέρμανσης, έχει ψήφους (7) σε σύνολο χιλίων (1000) και συνορεύει γύρωθεν με κοινόχρηστο χώρο ελιγμών, με (Σ7) θέση σταθμεύσεως, με αποθήκη (ΑΠ4) και άσκαφτο χώρο του οικοπέδου, συνολικής αξίας 2249,84 ευρώ και αντικειμενικής αξίας μεριδίου 556,21 ευρώ.
2.6. Η υπό στοιχεία ΑΛΦΑ κεφαλαίο ΠΙ κεφαλαίο αριθμός ΕΝΑ (ΑΠ.1) οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη) του ΥΠΟΓΕΙΟΥ ορόφου, που εμφαίνεται με τα στοιχεία (ΑΠΟΘΗΚΗ 1) στο άνω σχεδιάγραμμα κατόψεως υπογείου και οι ποσοστιαίες αυτής αναλογίες στον προαναφερόμενο πίνακα κατανομής ποσοστών με τα ίδια στοιχεία, αποτελείται από ένα χώρο, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά είκοσι οκτώ και 0,56 (28,56), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά οδόντα πέντε και 0,68 (85,68), αναλογία όγκου κοινοχρήστων μέτρα κυβικά (24,34), ήτοι συνολικό όγκο μέτρα κυβικά (110,02), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου δέκα επτά χιλιοστά (17/οοο), το οποίο αναλογεί σε μέτρα τετραγωνικά είκοσι τρία και 0,82 (23,82), αναλογία γενικών Κοιν. βαρών δέκα επτά χιλιοστά (17/οοο), δεν συμμετέχει στις δαπάνες ανελκυστήρα και θέρμανσης, έχει ψήφους δέκα επτά (17) σε σύνολο χιλίων (1.000) και συνορεύει γύρωθεν με κλίμακα, με κοινόχρηστους χώρους, με (ΑΠ.2) αποθήκη του υπογείου και με Δυτικό άσκαφτο χώρο του οικοπέδου, συνολικής αντικειμενικής αξίας 3.391,99 ευρώ και αντικειμενικής αξίας 848 ευρώ.
2.7. Η υπό στοιχεία ΑΛΦΑ κεφαλαίο ΠΙ κεφαλαίο αριθμός ΔΥΟ (ΑΠ.2) οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη) του ΥΠΟΓΕΙΟΥ ορόφου, που εμφαίνεται με τα στοιχεία (ΑΠΟΘΗΚΗ 2) στο άνω σχεδιάγραμμα κατόψεως υπογείου και οι ποσοστιαίες αυτής αναλογίες στον προαναφερόμενο πίνακα κατανομής ποσοστών με τα ίδια στοιχεία, αποτελείται από ένα χώρο, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά τριάντα επτά και 0,26 (37,26), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά εκατόν έντεκα και 0,78 (111,78), αναλογία όγκου κοινοχρήστων μέτρα κυβικά (31,75), ήτοι συνολικό όγκο μέτρα κυβικά (143,53), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου είκοσι δύο χιλιοστά (22/οοο), το οποίο αναλογεί σε μέτρα τετραγωνικά τριάντα και 0,83 (30,83), αναλογία γενικών Κοιν. βαρών είκοσι δύο χιλιοστά (22/οοο), δεν συμμετέχει στις δαπάνες ανελκυστήρα και θέρμανσης, έχει ψήφους είκοσι δύο (22) σε σύνολο χιλίων (1.000) και συνορεύει γύρωθεν με κοινόχρηστους χώρους, με (ΑΠ.3) αποθήκη του υπογείου, με (ΑΠ-4), με Δυτικό άσκαφτο χώρο του οικοπέδου και με (ΑΠ-1) αποθήκη του υπογείου, συνολικής αντικειμενικής αξίας 4.424,04 ευρώ και αντικειμενικής αξίας μεριδίου 1106 ευρώ.
2.8. Ο ημιόροφος, που εμφαίνεται στο από Οκτωβρίου 1997 σχεδιάγραμμα παταρίου του ως άνω μηχανικού και περιλαμβάνει τα πατάρια των καταστημάτων (ΚΑΤ.1), (ΚΑΤ.2) και (ΚΑΤ3) και μία (1) αυτοτελή, διηρημένη, διακεκριμένη και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, της οποίας οι αναλογίες προκύπτουν από τον από Οκτωβρίου 1997 πίνακα αναλογισμού του ως άνω μηχανικού. Η περιγραφή της οριζόντιας αυτής ιδιοκτησίας είναι η εξής: Η οριζόντια ιδιοκτησία (πατάρι) του ημιορόφου της παραπάνω οικοδομής, η οποία αποτελείται από δύο χώρους, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά ενενήντα επτά και 0,42 (97,42), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά διακόσια πενήντα τρία και 0,29 (253,29), αναλογία όγκου κοινοχρήστων μέτρα κυβικά εβδομήντα ένα και 0,95 (71,95), ήτοι συνολικό όγκο μέτρα κυβικά τριακόσια είκοσι πέντε και 0,24 (325,24), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου εξήντα εννέα χιλιοστά (69/οοο), το οποίο αναλογεί σε μέτρα τετραγωνικά ενενήντα τρία και 0,91 (93,91) εξ αδιαιρέτου, αναλογία Γενικών κοιν. βαρών εξήντα εννέα χιλιοστά (69/οοο), θα συμμετέχει στις δαπάνες ανελκυστήρα κατά αναλογία μετά από μελέτη που θα συνταχθεί από μηχανολόγο – μηχανικό, έχει ψήφους εξήντα εννέα (69) σε σύνολο χίλιες (1.000) και συνορεύει γύρωθεν με Βόρειο ακάλυπτο χώρο οικοπέδου, με πατάρι καταστήματος 1, με κλιμακοστάσιο, με πατάρι καταστήματος 2, με πατάρι καταστήματος 3, με πρασιά οικοπέδου και πέραν αυτής με την οδό Δραγούμη, συνολικής αντικειμενικής αξίας 80.220,11 ευρώ και αντικειμενικής αξίας μεριδίου 20.055 ευρώ.
2.9. Η υπό στοιχεία Δ Ε Λ Τ Α κεφαλαίο αριθμός Ε Ν Α (Δ-1) οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα), του Π Ρ Ω Τ Ο Υ (Α’) επάνω από το ισόγειο ορόφου της παραπάνω οικοδομής, που εμφαίνεται στο από Μαρτίου 1995 σχεδιάγραμμα κάτοψης Α’ ορόφου του ιδίου, ως άνω μηχανικού, η οποία αποτελείται από σαλόνι – τραπεζαρία, κουζίνα, διάδρομο, δύο κοιτώνες, λουτρό και W.C., με βεράντες προς την οδό Δραγούμη και προς την οδό Αδριανού, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά εκατόν σαράντα τέσσερα και 0,98 (144,98), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά τετρακόσια είκοσι επτά και 0,69 (427,69), αναλογία όγκου κοινοχρήστων μέτρα κυβικά εκατόν είκοσι ένα και 0,48 (121,48), ήτοι συνολικό όγκο μέτρα κυβικά πεντακόσια σαράντα εννέα και 0,17 (549,17), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου εκατόν δέκα χιλιοστά (110/οοο), το οποίο αναλογεί σε μέτρα τετραγωνικά εκατόν πενήντα δύο και 0,76 (152,76), αναλογία στα γενικά κοιν. βάρη εκατόν δέκα χιλιοστά (110/οοο), η συμμετοχή στις δαπάνες ανελκυστήρα θα καθορισθεί με μελέτη μηχ/γου μηχανικού, έχει ψήφους εκατόν δέκα (110) σε σύνολο χιλίων (1.000) και συνορεύει γύρωθεν με ανατολικό ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, με (Δ-2) διαμέρισμα, με φωταγωγό, με κλιμακοστάσιο, με κοινόχρηστο διάδρομο, με ανελκυστήρα, με δυτικό ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, συνολικής αντικειμενικής αξίας 104.460,29 ευρώ και αντικειμενικής αξίας μεριδίου 26.116 ευρώ.
2.10. Η υπό στοιχεία Δ Ε Λ Τ Α κεφαλαίο αριθμός Δ Υ Ο (Δ-2) οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα), του Π Ρ Ω Τ Ο Υ (Α’) επάνω από το ισόγειο ορόφου της παραπάνω οικοδομής, που εμφαίνεται στο ίδιο, ως άνω σχεδιάγραμμα κάτοψης, η οποία αποτελείται από σαλόνι – τραπεζαρία, διάδρομο, W.C., κουζίνα, δύο κοιτώνες και λουτρό, με βεράντα προς την οδό Δραγούμη, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά εκατόν είκοσι δύο και 0,16 (122,16), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά τριακόσια εξήντα και 0,37 (360,37), αναλογία όγκου κοινοχρήστων μέτρα κυβικά εκατόν δύο και 0,35 (102,36), ήτοι συνολικό όγκο μέτρα κυβικά τετρακόσια εξήντα δύο και 0,73 (462,73), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου ενενήντα επτά χιλιοστά (97/οοο), το οποίο αναλογεί σε μέτρα τετραγωνικά εκατόν τριάντα τρία και 0,16 (133,16), αναλογία στα γενικά κοιν. βάρη ενενήντα επτά χιλιοστά (97/1000), η συμμετοχή στις δαπάνες ανελκυστήρα θα καθορισθεί με μελέτη μηχ/γου μηχανικού, έχει ψήφους ενενήντα επτά (97) σε σύνολο χιλίων (1.000) και συνορεύει γύρωθεν με ανατολικό ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, με βόρειο ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, με δυτικό ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου (πρασιά), με κλιμακοστάσιο, με κοινόχρηστο διάδρομο και με (Δ-1) διαμέρισμα του ιδίου ορόφου, συνολικής αντικειμενικής αξίας 88.018,14 ευρώ και αντικειμενικής αξίας μεριδίου, 22.005 ευρώ.
2.11. Το δώμα, που εμφαίνεται στο από Μαρτίου 1995 σχεδιάγραμμα κατόψεως δώματος, του αρχιτέκτονα μηχανικού Μ. Η. Τ., περιλαμβάνει εκτός από το κλιμακοστάσιο, τον ανελκυστήρα, τον κοινόχρηστο διάδρομο και την απόληξη του φωταγωγού και μία (1) αυτοτελή, διηρημένη, διακεκριμένη και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, της οποίας οι αναλογίες προκύπτουν από τον από Οκτωβρίου 1997 πίνακα αναλογισμού του αρχιτέκτονα μηχανικού Μ. Η. Τ., ήτοι: Η υπό στοιχεία (ΔΩΜΑ) οριζόντια ιδιοκτησία αποτελείται από ένα ενιαίο χώρο και W.C., έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά είκοσι επτά και 0,72 (27,72), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά εβδομήντα τρία και 0,46(73,46), αναλογία όγκου κοινοχρήστων είκοσι και 0,86 (20,86), ήτοι συνολικό όγκο μέτρα κυβικά ενενήντα τέσσερα και 0,32 (94,32), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου είκοσι εννέα χιλιοστά (29/1000), το οποίο αναλογεί σε μέτρα τετραγωνικά σαράντα και 0,66 (40,66), αναλογία στα γενικά κοιν. βάρη είκοσι εννέα χιλιοστά (29/1000), η συμμετοχή στις δαπάνες ανελκυστήρα θα καθορισθεί με μελέτη μηχ/γου μηχανικού, έχει ψήφους είκοσι εννέα (29) σε σύνολο χιλίων (1.000) και συνορεύει γύρωθεν με ταράτσα, με πέργκολα και πέραν αυτής με νότιο ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, με πέργκολα και πέραν αυτής με δυτικό ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, με ανελκυστήρα και με κοινόχρηστο διάδρομο,συνολικής αντικειμενικής αξίας 19.972,68 ευρώ και αντικειμενικής αξίας μεριδίου 4.993 ευρώ.
Με βάσει τα ανωτέρω εκτεθέντα, η αντικειμενική αξία της κληρονομιαίας ακίνητης περιουσίας του αποβιώσαντος ανέρχεται (κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής) στο συνολικό ποσό των 257.869,66 ευρώ (ήτοι 180.000 + 499,98 + 583 + 583 + 524,47 + 556,21 + 848 + 1106 + 20.055 + 26.116 + 22.005 + 4.993= = 257.869,66 ευρώ).
Ο αποβιώσας Γ. Τ. συνέταξε την από 7-12-2000 ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δημοσιεύθηκε νομίμως με τα υπ’ αριθ. 1144/21-2-2003 πρακτικά συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. 439/21-2-2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε στον τόμο 2563 και με αριθμό 126 των βιβλίων διαθηκών του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου. Το περιεχόμενο της ιδιόγραφης αυτής διαθήκης είναι το εξής: «Εγώ, ο Γ. Τ.. Έχοντας σώας τας φρένας, αφήνω όλη την περιουσία μου κινητή και ακίνητη στην νόμιμη σύζυγό μου Κ. Π. 7-12-2000. Γ. Τ. (υπογραφή). Σ’ αγαπώ». Με την ανωτέρω δηλαδή διαθήκη, ο αποβιώσας διαθέτης εγκατέστησε την εναγομένη σύζυγό του (Α. Π. – Τ.) γενική και μοναδική κληρονόμο του εφ’ όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του που υπήρχε κατά τον χρόνο του θανάτου του, όπως η ακίνητη κληρονομιαία περιουσία του έχει ήδη λεπτομερώς περιγραφεί, πλην όμως παρέλειψε να εγκαταστήσει ως κληρονόμο την ενάγουσα μητέρα του (Ά. Τ.), καίτοι η ίδια είναι νόμιμη μεριδούχος (άρθρο 1825 ΑΚ), και ειδικότερα η ίδια κατά τον ως άνω χρόνο της συντάξεως της ιδιόγραφης διαθήκης (7-12-2000) είχε την ιδιότητα της νόμιμης μεριδούχου επί της κληρονομιαίας περιουσίας (κινητής και ακίνητης). Η παράλειψη αυτή (εκ μέρους του αποβιώσαντος διαθέτη) της νόμιμης μεριδούχου – ενάγουσας μητέρας του είναι πλήρης, καθόσον ο διαθέτης δεν κατέλιπε σ’ αυτήν οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο (ούτε καν την νόμιμη μοίρα της), χωρίς όμως και να την αποκληρώνει. Περαιτέρω, η παράλειψη αυτή οφείλεται σε άγνοια της υπάρξεως της ιδιότητας της ενάγουσας ως μεριδούχου, δηλαδή στο γεγονός ότι ο αποβιώσας διαθέτης, κατά την σύνταξη της ιδιόγραφης διαθήκης του (την 7-12-2000), αγνοούσε την ιδιότητα της ενάγουσας μητέρας του ως νόμιμης μεριδούχου (πλάνη του διαθέτη ως προς το δίκαιο). Αντιθέτως, εάν ο διαθέτης εγνώριζε την ύπαρξη της ιδιότητας της ενάγουσας μητέρας του ως νόμιμης μεριδούχου, δεν θα συνέτασσε την εν λόγω διαθήκη με το ανωτέρω περιεχόμενο. Ο Γ. Τ. ήταν ο νεώτερος σε ηλικία γιος της ενάγουσας (γεννήθηκε το έτος 1958 στην Αθήνα και απεβίωσε την 6-12-2002 στην Κηφισιά Αττικής σε ηλικία 44 ετών, όπως προαναφέρθηκε, οι δε άλλοι δύο αδελφοί του Λ. Τ. και Μ. Τ. γεννήθηκαν τα έτη 1952 και 1955 αντίστοιχα, στην Αθήνα). Ο ίδιος ήταν απόφοιτος της τετάρτης τάξεως του (παλαιού) εξαταξίου Γυμνασίου του ιδιωτικού σχολείου «Μαρούδα», καθόσον διέκοψε την φοίτησή του στο Γυμνάσιο σε ηλικία 16 ετών, λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, και παρέμενε στην κατοικία του μετά των γονέων του. Μεταξύ του ιδίου και της ενάγουσας μητέρας του είχαν αναπτυχθεί και υπήρχαν ιδιαίτερα στενός ψυχικός δεσμός και αμοιβαίες σχέσεις αγάπης και στοργής, πέρα από τον ψυχικό δεσμό που υπήρχε μεταξύ αυτού και των άλλων δύο μεγαλύτερων αδελφών του, από τους οποίους ο πρώτος (Λ. Τ.) ασκεί το επάγγελμα του εμπόρου και ο δεύτερος (Μ. Τ.) το επάγγελμα του αρχιτέκτονος μηχανικού. Σε αντίθεση με τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του, οι οποίοι, μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές τους, δραστηριοποιήθηκαν επαγγελματικώς με επιτυχία, ο Γ. Τ. ασκούσε τυπικώς το επάγγελμα του εμπόρου, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να έχει καμμία εμπορική δραστηριότητα, καθόσον αυτός δεχόταν συνεχώς οικονομική βοήθεια από την οικογένειά του, και ειδικότερα αρχικώς από τον πατέρα του (σύζυγο της ενάγουσας μητέρας του) Η. Τ. του Λ. (ο οποίος απεβίωσε την 24-2- 1995 στην Κηφισιά Αττικής χωρίς να συντάξει διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την ενάγουσα, ως σύζυγό του, και από τους Λ., Μ. και Γ. Τ., ως κατιόντες – τέκνα του) και στην συνέχεια από τους ως άνω δύο αδελφούς του (κυρίως από τον μεγαλύτερο αδελφό του Λ. Τ.). Επίσης ο ίδιος βοηθείτο οικονομικώς και ελάμβανε τα προς το ζείν όχι από την εργασία του, αφού ουσιαστικώς δεν εργαζόταν, αλλά από εισπράξεις μισθωμάτων οικογενειακών ακινήτων, καθώς και από σημαντικά χρηματικά ποσά που έλαβε σταδιακώς από την πώληση οικογενειακών ακινήτων προς τρίτα πρόσωπα (βλ. τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την ενάγουσα κατά χρονική σειρά α) υπ’ αριθ. 4126/6-7-1995 πωλητήριο συμβόλαιο οριζοντίων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Ι. Μ., β) υπ’ αριθ. 3130/20-11-1997 συμβόλαιο αγοραπωλησίας οριζοντίων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Α. Π. και γ) υπ’ αριθμό. 5237/9-11-2000 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της τελευταίας ως άνω συμβολαιογράφου, που μετεγράφησαν νομίμως). Την 30-12-1983 ο Γ. Τ. τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο μετά της εναγομένης (Α. Π. – Τ.) στην περιοχή Νέας Σμύρνης Αττικής, κατά την διάρκεια του οποίου δεν απέκτησαν τέκνα, όπως προαναφέρθηκε. Λόγω όμως προβλημάτων που ανέκυψαν στην έγγαμη συμβίωσή τους, αυτοί κατέθεσαν την από 19-5-1995 κοινή αίτησή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου. Η συζήτηση – της σχετικής αιτήσεως προσδιορίστηκε και έγινε στην δικάσιμο της 19-5-1995 (πρώτη συζήτηση), αλλά τελικώς τα ονόματα των τότε διαδίκων δεν εκφωνήθηκαν, δηλαδή η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε, κατά την δεύτερη συζήτηση της αιτήσεως, που προσδιορίστηκε στην δικάσιμο της 18/1/1996. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι οι τότε διάδικοι, οι οποίοι μέχρι τον χρόνο καταθέσεως της κοινής αιτήσεώς τους περί συναινετικού διαζυγίου στην Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα συναινετικών διαζυγίων) ήταν σε πολυετή διάσταση, στην συνέχεια επανασυνδέθηκαν, χωρίς όμως ποτέ να επανασυμβιώσουν και να συγκατοικήσουν. Ειδικότερα, ο Γ. Τ. διέμενε μόνος του επί της οδού Α. αριθ.* στην Κηφισιά Αττικής, ενώ η εναγομένη σύζυγός του (είναι δημόσιος υπάλληλος) διέμενε και διαμένει στην Νέα Σμύρνη Αττικής, και συγκεκριμένα κατά μεν το χρονικό διάστημα των ετών 1995 -1997 διέμενε μόνη της σε μισθωμένη κατοικία (ισόγειο διαμέρισμα) επί της οδού Κ. αριθ. *, στην συνέχεια δε διέμενε (μόνη της) και διαμένει επί της οδού Ν. Π. αριθ. * στην ίδια ως άνω περιοχή (βλ. χαρακτηριστικώς το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την ενάγουσα από 7-11-1995 ιδιωτικό μισθωτήριο συμφωνητικό κατοικίας, που συνήφθη μεταξύ της Ε. Ι. ως εκμισθώτριας και της εναγομένης ως μισθώτριας, και το οποίο αφορά την μίσθωση του επί της οδού Κ. αριθ. * ως άνω ισογείου διαμερίσματος πολυκατοικίας στην εναγομένη, για το διετές χρονικό διάστημα από την 7-11-1995 μέχρι την 7-11-1997, έναντι καταβολής μηνιαίου μισθώματος 55.000 δραχμών, και με τον ασυνήθη όρο ότι “Το μίσθιο θα χρησιμοποιηθεί ως κατοικία του μισθωτή μόνον από την μισθώτρια, αποκλειομένης της συγκατοίκησης παντός ετέρου μέλους της οικογένειάς της”). Όπως όλοι οι προαναφερόμενοι μάρτυρες αποδείξεως (Κ. Μ., Γ. Τ., Μ. Κ. και Β. Μ.) με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο και μετά λόγου γνώσεως κατέθεσαν, ο αποβιώσας διαθέτης Γ. Τ. διατηρούσε άριστες σχέσεις με την ενάγουσα μητέρα του, υπήρχαν μεταξύ τους αμοιβαίες σχέσεις αγάπης και στοργής, όπως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα είχε ιδιαίτερη αδυναμία γι’ αυτόν, και ο ίδιος της ανταπέδιδε την αγάπη και το ενδιαφέρον του, το γεγονός δε αυτό δεν αμφισβητείται ούτε από την προαναφερόμενη μάρτυρα ανταποδείξεως (Ε. Δ. – Π.), η οποία κατέθεσε ότι ο αποβιώσας είχε καλές σχέσεις με την μητέρα του. Επίσης αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της πολυετούς διαστάσεως του Γ. Τ. με την εναγομένη σύζυγό του, αλλά και από τότε που αυτοί επανασυνδέθηκαν (περί το τέλος του έτους 1995) και μετά, αφού ο ίδιος διέμενε μόνος του (και η εναγομένη μόνη της σε χωριστή κατοικία, όπως προαναφέρθηκε), ασχολείτο με την φροντίδα του προσώπου του, όπως λ.χ. το πλύσιμο και την καθαριότητα των ρούχων του, αλλά και την παρασκευή φαγητών, καθόσον ο ίδιος, εκτός από την καθημερινή επικοινωνία που είχε με την μητέρα του, τις μεσημβρινές ώρες καθημερινώς μετέβαινε στην κατοικία της και εγευμάτιζαν μαζί. Πλέον δε τούτων, η ενάγουσα, ως μητέρα του, προσέφερε σ’ αυτόν αμέριστη ηθική συμπαράσταση και βοήθεια τόσο στο ψυχολογικό πρόβλημα που ο ίδιος αντιμετώπιζε, όπως ήταν επόμενο, λόγω των διαταραγμένων σχέσεών του με την εναγομένη και της διαστάσεως της έγγαμης συμβιώσεώς τους, όσο και στο πρόβλημα υγείας που παράλληλα ο ίδιος αντιμετώπιζε, λόγω της μακροχρόνιας έξης του στο αλκοόλ. Γιά το τελευταίο συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας κατέθεσαν μετά λόγου γνώσεως αφενός ο προαναφερόμενος πρώτος μάρτυρας αποδείξεως (Κ. Μ.) και αφετέρου ο προαναφερόμενος έτερος μάρτυρας αποδείξεως Γ. Τ., ιατρός παθολόγος, οικογενειακός ιατρός της οικογενείας Τ. επί χρονικό διάστημα 15 τουλάχιστον ετών, ο οποίος έχει άμεση προσωπική αντίληψη, αφού συχνά μετέβαινε στην κατοικία της ενάγουσας, έπειτα από σχετική ειδοποίησή του από αυτήν, και εξέταζε τον Γ. Τ., ο οποίος τελούσε υπό ιατρική παρακολούθηση και υποβαλλόταν σε συχνές ιατρικές εξετάσεις, καθόσον η κατάσταση της υγείας του δεν ήταν καλή και η υγεία του ήταν εύθραυστη, λόγω της μακροχρόνιας χρήσεως αλκοόλ. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι ο Γ. Τ., το τελευταίο έτος που βρισκόταν εν ζωή (2002), είχε την επιθυμία να διαμείνει πλησίον της μητέρας του και να αποχωρήσει από την επί της οδού Α. αριθ. … στην Κηφισιά κατοικία του, στην οποία ο ίδιος μέχρι τότε διέμενε. Έτσι, τους θερινούς μήνες του έτους 2002, αυτός άρχισε τις αναγκαίες εργασίες για την ανακαίνιση μιας μικρής οριζόντιας ιδιοκτησίας (δώμα), που βρίσκεται στην ταράτσα της επί της οδού Δ. αριθ. … στην Κηφισιά πολυόροφης οικοδομής, επάνω από την κατοικία – διαμέρισμα της μητέρας του (η πολυόροφη αυτή οικοδομή αναφέρεται ανωτέρω στην προπεριγραφόμενη κληρονομιαία ακίνητη περιουσία του), και η οποία οριζόντια ιδιοκτησία (δώμα) έχει εμβαδόν 27,72 μ2 και αποτελείται από ένα ενιαίο χώρο (δωμάτιο), κουζίνα και λουτρό (βλ. τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την ενάγουσα (5) συνολικώς φωτογραφίες του εξωτερικού χώρου και του εσωτερικού χώρου του δώματος). Πλην όμως, την 6-12-2003 ο Γ. Τ. απεβίωσε, προτού προλάβει να αποπερατώσει τις εργασίες ανακαινήσεως του δώματος και ακολούθως να μετακομίσει από την ανωτέρω κατοικία του και να εγκατασταθεί εντός τούτου, ώστε από το τέλος του έτους 2002 και εφεξής να διαμείνει πλησίον της ενάγουσας μητέρας του, με αποτέλεσμα τα έξοδα των γενόμενων σχετικών εργασιών και το κόστος των παραγγελθέντων αντικειμένων να εξοφληθούν το έτος 2003 από την ενάγουσα και από τους ως άνω δύο αδελφούς του αποβιώσαντος Λ. Τ. και Μ. Τ. (βλ. τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες σχετικές αποδείξεις αγοράς υλικών – αντικειμένων – επίπλων του εσωτερικού χώρου του δώματος, καθώς και τις σχετικές αποδείξεις παροχής υπηρεσιών). Την 4-12-2002 ο Γ. Τ., συνεπεία πτώσεώς του στο έδαφος, ενώ εβάδιζε στην περιοχή Κηφισιάς, κτύπησε σοβαρά στο κεφάλι, συνεπεία δε του επισυμβάντος σοβαρού τραυματισμού του, υπέστη έντονη υπαραχνοειδή και ενδοκοιλιακή αιμορραγία του εγκεφάλου, η οποία υπήρξε και η αιτία του θανάτου του, που επήλθε την 6-12-2002,όπως προαναφέρθηκε (βλ. τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες α) υπ’ αριθ. 104/84/2002 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου του Δήμου Κηφισιάς Αττικής, β) υπ’ αριθ. 4343/4-12-2003 Ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής του Ιατροδικαστή Αθηνών Χ. Λ., γ) από 4-3-2003 ιστολογική εξέταση του Εργαστηρίου Παθολογικής Ανατομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και δ) από 19-12-2003 ιατρικό σημείωμα του ιατρού ηπατολόγου του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών “ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ” Ι. Κ.). Στις ανωτέρω Ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής και Ιστολογική εξέταση αναγράφεται ότι παρατηρήθηκε και διαπιστώθηκε εντόνου βαθμού λίπωση του ήπατος (80%), το οποίο ήταν διογκωμένο με λιπώδη εκφύλιση και εύθρυπτο, στο δε ανωτέρω ιατρικό σημείωμα αναγράφεται και συμπεραίνεται ότι, βάσει του ιατρικού ιστορικού του αποβιώσαντος (δηλαδή του προαναφερόμενου προβλήματος της υγείας του λόγω της μακροχρόνιας χρήσεως αλκοόλ), ο αλκοολισμός ήταν η αιτία της έντονης λιπώδους διηθήσεως του ήπατος. Μετά την παρέλευση ενός (1) και πλέον έτους από τον θάνατο του Γ. Τ., η εναγομένη σύζυγός του προέβη σε δήλωση αποδοχής κληρονομίας, δηλαδή σε δήλωση αποδοχής της κινητής και ακίνητης περιουσίας (ολόκληρης) του αποβιώσαντος, που περιήλθε σ’ αυτήν με την ανωτέρω συνταχθείσα ιδιόγραφη διαθήκη του (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ίδια υπ’ αριθ. 57278/23-12-2003 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Ά. Π. Τ.). Σημειώνεται ότι η ως άνω δήλωση αποδοχής κληρονομίας έγινε σε χρόνο μεταγενέστερο από αυτόν της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής στην εναγομένη (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. 166Δ’/17-6-2003 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ι. Ζ.) και σε χρόνο προγενέστερο κατά μόνον έξη (6) ημέρες πριν από την κατάθεση των προτάσεων της ενάγουσας στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου (καθόσον οι έγγραφες προτάσεις της ενάγουσας κατατέθηκαν την 29-12-2003) για την συζήτηση της αγωγής στην παρούσα δικάσιμο (19-1-2004). Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα κατέθεσε την από 31-12-2003 αίτηση δικαστικής μεσεγγύησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, άρθρο 725 επ. Κ.Πολ.Δ.), με την οποία ζητούσε να τεθούν τα λεπτομερώς περιγραφόμενα σ’ αυτήν κινητά και ακίνητα πράγματα της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος υπό δικαστική μεσεγγύηση. Η συζήτηση της ανωτέρω αιτήσεως προσδιορίστηκε στην δικάσιμο της 17-3-2004, και, έπειτα από υποβολή σχετικού αιτήματος της ενάγουσας και τότε αιτούσας, το Δικαστήριο εξέδωσε προσωρινή διαταγή (άρθρο 691 παρ. 2 ΚΠολΔ), με την οποία απαγορεύθηκε κάθε νομική και πραγματική μεταβολή των επιδίκων κινητών και ακινήτων πραγμάτων μέχρι την συζήτηση της αιτήσεως, υπό τον όρο της συζητήσεώς της κατά την ως άνω προσδιορισθείσα δικάσιμο. Περαιτέρω, η προαναφερόμενη μάρτυρας ανταποδείξεως (Ε. Δ. – Π.) κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι η βούληση του αποβιώσαντος διαθέτη ήταν να μην αφήσει οποιαδήποτε περιουσία στην ενάγουσα μητέρα του, επειδή η ίδια πάσχει από την νόσο “Alzheimer” και επειδή η ίδια “είναι μία γυναίκα μεγάλη που ζεί στον κόσμο της, με έξη σκυλιά και με τέσσερα γατιά”. Η αναφορά της μάρτυρος στην συγκεκριμένη νόσο, από την οποία δήθεν πάσχει η ενάγουσα, είναι αόριστη και αναληθής και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε. Επίσης, το γεγονός της ηλικίας της ενάγουσας (η ίδια γεννήθηκε το έτος 1933 στην Αθήνα, και είναι ηλικίας σήμερα 71 ετών), ουδεμία επιρροή ασκεί στην προκειμένη περίπτωση. Ωσαύτως, ουδεμία επιρροή ασκεί και το γεγονός ότι η ενάγουσα έχει και συντηρεί ορισμένα οικόσιτα ζώα στην κατοικία της, τα οποία φροντίζει και περιποιείται. Οι σχετικοί ισχυρισμοί της εναγομένης ότι αφενός μεν ο αποβιώσας διαθέτης γνώριζε ότι η ενάγουσα μητέρα του ήταν μεριδούχος και ότι με την διαθήκη του αυτή αποκλείει την μητέρα του από την κληρονομιαία περιουσία του, αφετέρου δε ότι η πραγματική θέληση του διαθέτη ήταν να αφήσει την ίδια (εναγομένη σύζυγό του) ως μοναδική κληρονόμο στην περιουσία του προκειμένου να την εξασφαλίσει, αφού από τον γάμο τους δεν απέκτησαν τέκνα, και ότι απλά δεν ήθελε να αφήσει την μητέρα του κληρονόμο, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και κρίνονται απορριπτέοι ως κατ’ ουσίαν παντελώς αβάσιμοι, καθόσον, με βάση τα προεκτεθέντα, σαφώς αποδείχθηκε ότι η εκ μέρους του αποβιώσαντος διαθέτη πλήρης και ολοσχερής παράλειψή του να εγκαταστήσει (με την ανωτέρω συνταχθείσα ιδιόγραφη διαθήκη του) ως κληρονόμο την νόμιμη μεριδούχο – ενάγουσα μητέρα του, είναι ακούσια και ουδόλως οφείλεται σε έλλειψη στοργής και αγάπης προς το πρόσωπό της, ούτε βεβαίως οφείλεται σε πρόθεσή του να αποκληρώσει την ίδια την μητέρα του ως νόμιμη μεριδούχο από την κινητή και ακίνητη κληρονομιαία περιουσία του, ούτε εξάλλου υπήρξε οποιοσδήποτε σχετικός λόγος αποκληρώσεως της ενάγουσας στην προκειμένη περίπτωση (βλ. άρθρα 1839, 1841 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1840 ΑΚ.), αλλά οφείλεται σε άγνοια της υπάρξεως της ιδιότητας της ενάγουσας ως μεριδούχου, δηλαδή στο γεγονός ότι ο ίδιος, κατά την σύνταξη της ιδιόγραφης διαθήκης του (την 7-12-2000), αγνοούσε την ιδιότητα της ενάγουσας μητέρας του ως νόμιμης μεριδούχου (πλάνη του διαθέτη ως προς το δίκαιο), ενώ αντιθέτως, εάν ο ίδιος εγνώριζε την ύπαρξη της τοιαύτης ιδιότητας της ενάγουσας, αναμφιβόλως δεν θα συνέτασσε την εν λόγω διαθήκη του με το ανωτέρω περιεχόμενο, καθόσον δεν συνάγεται διαφορετική βούλησή του.
Με τα δεδομένα λοιπόν αυτά, ενόψει των όσων αποδείχθηκαν και εκτέθηκαν αναλυτικώς παραπάνω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη. Κατά συνέπειαν, πρέπει να ακυρωθεί καθ’ ολοκληρίαν η από 7-12-2000 ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος διαθέτη Γ. Τ., η οποία, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1786 ΑΚ, έχει καταστεί ακυρώσιμη. Τέλος, η εναγομένη, για το λόγο ότι ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρο 176 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται την αγωγή.
Ακυρώνει την από 7-12-2000 συνταχθείσα ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος διαθέτη Γ. Τ. του Η. και της Ά., η οποία δημοσιεύθηκε νομίμως με τα υπ’ αριθ. 1144/21-2-2003 πρακτικά συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. 439/21-2-2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε στον τόμο 2563 και με αριθμό 126 των βιβλίων διαθηκών του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου – Και
Καταδικάζει την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Αυγούστου 2004.
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στην Αθήνα, στις 13 Σεπτεμβρίου 2004.