Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει την περί ενοχής της κατηγορουμένης κρίση του για τις αξιόποινες πράξεις, αφενός έλαβε υπόψη του έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο αφετέρου έλαβε υπόψη του ανώμοτη κατάθεση της κατηγορούμενης, η οποία λήφθηκε πριν αυτή αποκτήσει την ιδιότητα της κατηγορουμένης .
Το Δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει την περί ενοχής της κατηγορουμένης κρίση του για τις αξιόποινες πράξεις, εκτός των άλλων αποδεικτικών μέσων που διαλαμβάνονται στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασής του, έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε σε βάρος της, με ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά σε αυτή δύο φορές, και την ανώμοτη κατάθεση της κατηγορούμενης. Όπως όμως προέκυψε από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών, τόσο της προσβαλλόμενης όσο και της πρωτόδικης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο δεν περιλαμβάνεται το παραπάνω έγγραφο ούτε το περιεχόμενο του προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα ή από τα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ώστε με την ανάγνωσή τους να θεωρηθεί ως αναγνωσθέν και το συγκεκριμένο έγγραφο. Επομένως, εφόσον το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, για το σχηματισμό της περί ενοχής της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας κρίσης του, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε το προαναφερόμενο έγγραφο, το οποίο δεν είναι διαδικαστικό, δεν αναφέρεται διηγηματικά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης, το δε περιεχόμενο του δεν προκύπτει από άλλα παραδεκτώς ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, έπεται ότι η αναιρεσείουσα δεν μπόρεσε να ασκήσει το από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαίωμά της, δηλαδή να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις για το ως άνω έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε και έτσι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το βάσιμο περί τούτου, από το άρθρο 510 παρ. 1 Α’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσής της .
Επιπρόσθετα το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε σε βάρος της κατηγορουμένης-αναιρεσείουσας, με ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά σε αυτήν δύο φορές, την ανώμοτη κατάθεση της κατηγορούμενης ενώπιον της ενεργήσασας ένορκη διοικητική εξέταση υπαλλήλου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, δυνάμει απόφασης του Διοικητή αυτού, η οποία κατάθεση λήφθηκε πριν αυτή αποκτήσει την ιδιότητα της κατηγορουμένης, Όμως όπως έκρινε ο Άρειος Πάγος με την εν λόγω απόφαση, με το να αξιοποιηθεί αποδεικτικά η προδιαληφθείσα ανώμοτη κατάθεση της αναιρεσείουσας προς στήριξη της καταδικαστικής κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς την παρουσία συνηγόρου και χωρίς να εξηγηθούν τα από τα άρθρα 103 και 104 του ΠΚ δικαιώματα, παραβιάσθηκε το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής της, και προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ, κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο αναίρεσης.
Βάσει του ανωτέρω σκεπτικού το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου διέταξε την αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης.
Εντούτοις ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου εξέτασε και το ζήτημα του επεκτατικού αποτελέσματος της ασκηθείσας αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα κατά τις διατάξεις του άρθρου 469 του ΚΠΔ, “Αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ’ αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους ……”.
Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης , δικαιολογητικός λόγος της οποίας είναι η αρχή της ισότητας και η εναρμόνιση των ευνοϊκών αποτελεσμάτων για όλους τους συμμετόχους, γενικές προϋποθέσεις για όλες τις άνω προβλεπόμενες περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού είναι: α) να ασκήθηκε το ένδικο μέσο από συγκατηγορούμενο που δικαιούνταν να ασκήσει αυτό και δεν κρίθηκε για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτο, β) οι προταθέντες από αυτόν λόγοι να μην άρμοζαν αποκλειστικώς στο πρόσωπό του και γ) οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο, είτε δικαιούνται μεν, αλλά δεν το άσκησαν εντός της νομίμου προθεσμίας ή το άσκησαν και τούτο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Δηλαδή καθιερώνεται υπέρ του συγκατηγορουμένου του ασκήσαντος το ένδικο μέσο της αναίρεσης, επέκταση της ευνοϊκής κρίσης του Αρείου Πάγου, αν οι λόγοι που έγιναν δεκτοί δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο αυτού που άσκησε παραδεκτά το ένδικο μέσο, το οποίο τελικά έγινε δεκτό και ως βάσιμο. Εάν συντρέχουν οι όροι αυτοί, εφόσον με το ασκηθέν ένδικο μέσο βελτιώθηκε η θέση αυτού που το άσκησε, ωφελούνται και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, αλλά μόνον για αντικειμενικούς λόγους, που δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο και όχι για λόγους προσωπικούς.
Οι ωφελούμενοι κατά τα παραπάνω από το επεκτατικό αποτέλεσμα, δικαιούνται και δεν υποχρεούνται να συμμετάσχουν στη δίκη ως διάδικοι, κατά τη συζήτηση του ένδικου μέσου του άλλου και να ζητήσουν εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος και σε αυτούς, χωρίς να δικαιούνται να προβάλουν άλλους ιδίους λόγους, κύριους ή πρόσθετους, το δε δικαστήριο επεκτείνει και σε αυτούς αυτεπαγγέλτως το ευεργετικό αποτέλεσμα, που προέκυψε από το ένδικο μέσο του αναιρεσείοντος (ΑΠ 72/2017, ΑΠ 733/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση, o από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ γενόμενος δεκτός λόγος της αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα λόγω της λήψης υπόψη μη αναγνωσθέντος εγγράφου αναφέρεται σε παράβαση της διαδικασίας και δεν αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας αλλά και στο πρόσωπο των λοιπών κατηγορουμένων που καταδικάσθηκαν για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην απάτη και δεν έχουν ασκήσει αναίρεση. Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε οτι το ευεργετικό αποτέλεσμα της ένδικης αναίρεσης πρέπει, κατ’ άρθρο 469 του ΚΠΔ, να επεκταθεί και στις συγκατηγορούμενες και συγκαταδικασθείσες (ΑΠ 733/2014, ΑΠ 1301/2014).
Επιμέλεια: Ιωάννης Κοντούλης/Επιστημονικός Συνεργάτης e-Θέμις